Η πραγματικότητα της αναχώρησης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Σύμβαση Ανταλλαγής προέβλεπε ότι οι ανταλλάξιμοι θα επιβιβάζονταν σε πλοία και θα μεταφέρονταν από τη μία χώρα στην άλλη, όπου και θα εγκαθίσταντο στο εξής. Τι σήμαινε αυτό, όμως, πρακτικά;
Στον τοπικό Τύπο εντοπίζονται καταγραφές που μιλούν για τη διαδικασία της αναχώρησης, για πρακτικά ζητήματα που αντιμετώπιζαν ή που έπρεπε να προβλέψουν οι ανταλλάξιμοι. Τα ζητήματα αυτά δίνουν μια πιο γλαφυρή εικόνα της αποχώρησης των ανθρώπων από τις εστίες τους και των δυσκολιών που ανέκυπταν σε αυτή τη φαινομενικά ομαλή διαδικασία. Τα κύρια ζητήματα που φαίνεται πως υπήρχαν, κρίνοντας από τις αναφορές στον Τύπο, ήταν τρία: ο χρόνος της αναχώρησης των ανταλλάξιμων, η ενδιάμεση αναμονή και τα απαιτούμενα οικονομικά για το ταξίδι.
Η πρώτη αναχώρηση ανταλλάξιμων μουσουλμάνων από τα Χανιά έγινε τον Οκτώβριο του 1923. Οι επόμενοι μήνες, κατά τους οποίους έπρεπε να πραγματοποιηθεί ο μεγαλύτερος όγκος των μετακινήσεων, ήταν στην καρδιά του χειμώνα. Ο καιρός αποδείχτηκε ένα σημαντικό πρόβλημα για τον προγραμματισμό των ταξιδιών. Πολλές φορές καθυστέρησε η αναχώρηση των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων λόγω της κακοκαιρίας. «Το ατμόπλοιον ΣΟΥΛΧ, το οποίον πρόκειται να παραλάβη προσεχώς μίαν αποστολήν ανταλλασσομένων διά Γκιουλούκ, καθυστέρησε λόγω τρικυμίας. Η ημέρα της αφίξεως του ατμοπλοίου θέλει γνωστοποιηθή εις τους ενδιαφερομένους, ευθύς ως μας γείνη γνωστή», έγραφε ο Κήρυξ τον Φεβρουάριο του 1924.
Στο ίδιο φύλλο, η Γενική Διοίκηση Κρήτης έδινε αναφορά για τον τρόπο που διαχειριζόταν το ζήτημα της έλλειψης αίθουσας θεαμάτων ψυχαγωγίας, γεγονός που φαντάζει παράδοξο να απασχολεί μια πόλη εν μέσω μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων. Φαίνεται, όμως, ότι ένα μέρος του τοπικού Τύπου και του πληθυσμού είχε αναγάγει σε μείζον ζήτημα της πόλης τη δέσμευση της αίθουσας ψυχαγωγίας «Χρυσόστομος» από Μικρασιάτες πρόσφυγες που περίμεναν την εγκατάστασή τους σε μουσουλμανικά σπίτια. Η Γενική Διοίκηση εξηγούσε ότι αναμένει την αναχώρηση μουσουλμανικού πληθυσμού για να αποκατασταθούν σταδιακά όλοι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στα σπίτια αυτών που έφευγαν. Το καράβι που καθυστέρησε λόγω τρικυμίας θα έπαιρνε τους μουσουλμάνους εκείνους, στα σπίτια των οποίων ήταν προγραμματισμένο να μετακινηθούν οι Μικρασιάτες που έμεναν στην αίθουσα «Χρυσόστομος». Η καθυστέρηση που προέκυψε απρόσμενα, όμως, ανάγκαζε τη Γενική Διοίκηση να ψάξει τρόπο να «υπερνικήση τας υπαρχούσας δυσκολίας, και να στεγάση τους εναπομείναντας πρόσφυγας [κάπου αλλού, ώστε να εξασφαλίσει] την παράδοσιν της αιθούσης του «Χρυσοστόμου», διά την χρησιμοποίησίν της υπό του θιάσου Ένκελ».
Ανάμεσα στο πλήθος των καραβιών που ανακοινώθηκε ότι καθυστέρησαν λόγω καιρού εκείνο τον πρώτο χειμώνα της ανταλλαγής, ήταν και το τουρκικό Umid, ελληνιστί Ελπίς. Το πλοίο είχε προσαράξει έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου τον Μάρτιο του 1924 για να παραλάβει μουσουλμάνους. Πιθανώς λόγω καιρού, η επιβίβαση δεν είχε γίνει έως τις 16 Μαρτίου. Μετά τα μεσάνυχτα εκείνης της βραδιάς το πλοίο χτυπήθηκε στα βράχια από τη θάλασσα και βυθίστηκε. Το πλήρωμα σώθηκε με την παρέμβαση ντόπιων ναυτικών. Τις επόμενες ημέρες οι τοπικές εφημερίδες αφενός ανακοίνωναν την επιπλέον καθυστέρηση της αναχώρησης των ανταλλακτέων λόγω του ναυαγίου, αφετέρου περιέγραφαν την προσπάθεια του νομάρχη και του υποπρόξενου της Μεγάλης Βρετανίας να φροντίσουν το πλήρωμα του ναυαγίου και να τακτοποιήσουν όσα προέκυπταν από την καθυστέρηση που σήμαινε το ναυάγιο. Ουσιαστικά, η τοπική αρχή έπρεπε να διαχειριστεί την επιπλέον καθυστέρηση μετεγκατάστασης προσφύγων στα σπίτια των μουσουλμάνων που τελικά δεν έφυγαν με το Umid. Την κατάσταση περιγράφουν τα δημοσιεύματα που περιλαμβάνονται στην παρούσα εγγραφή από τη Νέα Εφημερίδα του Ηρακλείου. Το ναυάγιο απαθανατίστηκε έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου σε κάμποσες λήψεις, δύο από τις οποίες περιλαμβάνονται στην παρούσα εγγραφή, ευγενική παραχώρηση από το αρχείο του συλλέκτη Εμμανουήλ Τζιλιβάκη.
Τα δύο παραπάνω περιστατικά αναδεικνύουν την εικόνα των οριακών συνθηκών που επικρατούσαν στις πόλεις την περίοδο αυτή: οι καθυστερήσεις που προέκυψαν με τα πλοία Σουλχ και Ουμίτ φαίνεται ότι ενεργοποίησαν μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στα Χανιά και το Ηράκλειο αντίστοιχα. Το γεγονός μάλιστα ότι ζητήματα διαφορετικής βαρύτητας –η αποκατάσταση των Μικρασιατών, η αναχώρηση των μουσουλμάνων, η θεατρική παράσταση σε μια αίθουσα θεαμάτων, η προσωρινή φροντίδα του προσωπικού ενός ναυαγισμένου πλοίου– παρουσιάζονταν από τον τοπικό Τύπο εξίσου ως ζητήματα προς διαχείριση, μπορεί να είναι δείγμα της κούρασης των τοπικών κοινωνιών, της εξοικείωσης με την ακραία κατάσταση των μαζικών μετακινήσεων ανθρώπων, της απαξίωσης μιας οριακής κατάστασης.
Η αναμονή των ανταλλακτέων μουσουλμάνων έως την ημερομηνία επιβίβασής τους στα πλοία, από την άλλη, φαίνεται πως δημιουργούσε εύλογα προβλήματα στους ίδιους, εφόσον η ίδια η αναχώρησή τους δεν μπορούσε να είναι πάντα προσδιορισμένη με ακρίβεια. Τον Ιανουάριο του 1924 η Τρίτη Μικτή Υποεπιτροπή ανακοίνωνε ότι περίμεναν την επιβίβαση 3.800 μουσουλμάνων από τα Χανιά «εντός της τρεχούσης εβδομάδος. […] Η ημέρα […] της επιβιβάσεως θέλουσι αναγγελθή αργότερον διά τοιχοκολλήσεως εις το Ιεροδικείον». Έτσι, φαντάζεται κανείς ότι χιλιάδες άτομα στην πόλη, πέραν της προετοιμασίας για οριστική αναχώρηση, περνούσαν κάποιο καιρό σε αναμονή αμφιβόλου διάρκειας, έως ότου καταφτάσουν τα πλοία όπου θα επιβιβάζονταν.
Είναι εύλογο η κατάσταση αυτή να δημιουργούσε δυσκολίες στην ικανοποίηση στοιχειωδών καθημερινών αναγκών: όσοι περίμεναν να αποχωρήσουν πιθανότατα δεν είχαν πια εισοδήματα. Τα απολύτως απαραίτητα αντικείμενα καθημερινότητας ήταν, λογικά, αυτά που είχαν πακεταριστεί. Η κοινωνικότητα, οι αποχαιρετισμοί και οι συναναστροφές, είχαν το βάρος της επικείμενης αναχώρησης. Τις διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνει δημοσίευμα της Νέας Εφημερίδας του Ηρακλείου. Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης προσπάθησε να επισπεύσει την άφιξη αναμενόμενου πλοίου για την παραλαβή μουσουλμάνων, γιατί αυτοί «προ πολλού έτοιμοι προς αναχώρησιν […] υποφέρουν στερούμενοι των απολύτως αναγκαίων μέσων». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να διαβαστεί και το αποχαιρετιστήριο σημείωμα που δημοσίευσε Ρεθυμνιώτης ανταλλακτέος μουσουλμάνος στην χανιώτικη εφημερίδα Νέα Έρευνα την άνοιξη του 1924: «Αναχωρών εκτάκτως λόγω της ανταλλαγής και μη δυνηθείς να χαιρετήσω […] ένα έκαστον των φίλων […] διαβιβάζω αυτοίς διά του Τύπου τους θερμούς μου χαιρετισμούς».
Τα απαιτούμενα οικονομικά για το ταξίδι ήταν ένα ακόμη σημαντικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Οι επιβαίνοντες στα πλοία της ανταλλαγής έπρεπε, σύμφωνα με τις οδηγίες της Μικτής Υποεπιτροπής, να έχουν εξασφαλισμένη τη διατροφή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. «Οι αναχωρούντες οφείλουν να εφοδιασθώσι με τρόφιμα πέντε ημερών», έγραφε το ανακοινωθέν της Υποεπιτροπής. Αυτό σήμαινε μια παραπάνω επιβάρυνση ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις των απόρων και ακτημόνων μουσουλμάνων που ήταν η πλειοψηφία των πρώτων καραβιών που αναχώρησαν. Πέρα απ’ αυτό, μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη της ανταλλαγής ανακοινώθηκε ότι η δωρεάν μεταφορά ανταλλακτέων θα τερματιζόταν. Από τον Μάρτιο του 1924 κι εξής, όποιος έπρεπε να αναχωρήσει «οφείλη να καταβάλλη τα έξοδα της μεταφοράς του». Όλη αυτή η διαδικασία έκλεινε, σύμφωνα με τις οδηγίες της Υποεπιτροπής, με τους ανταλλακτέους που την ημέρα της επιβίβασής τους στα πλοία έπρεπε «να παραδώσουν […] εις τον τόπον της επιβιβάσεώς των τα κλειδιά των σπητιών των εις τας Αστυνομικάς αρχάς».
Δύο φωτογραφίες, στιγμιότυπα από την αναχώρηση μουσουλμάνων από το λιμάνι των Χανίων ενώ επιβιβάζονταν σε πλοιάρια που θα τους μετέφεραν στα ατμόπλοια, δίνουν εικόνα σε όσα διαδραματίζονταν. Φέσια, μαντήλες, ευρωπαϊκές ενδυμασίες και παραδοσιακές βράκες, χωροφύλακες και αχθοφόροι, βαρκάρηδες, κασόνια, μπόγοι, καρέκλες, κάρα και βάρκες, άλογα και μουλάρια, ένα σκηνικό που αποτυπώνεται σε όλες τις φωτογραφίες ίδιας θεματολογίας ανά τα λιμάνια εκείνης της επο