1ο Γενικό Λύκειο Χανίων: οι μαθητές συνομιλούν με αφηγήσεις για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες
Πλήρης Περιγραφή
Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή έχει δώσει αφορμή σε ποικίλους φορείς για πολλές δράσεις που σχετίζονται με την ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων. Το 1ο ΓΕΛ Χανίων βρίσκεται στην περιοχή της Νέας Χώρας, μια συνοικία της πόλης εν πολλοίς διαμορφωμένη από τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Πρόκειται για μια γειτονιά που δημιουργήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα από μουσουλμάνους, πρόσφυγες από την ύπαιθρο του νησιού. Μετά το 1924, με την ανταλλαγή πληθυσμών, σχεδόν όλοι τους αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και στα οικήματα που άφησαν πίσω τους αποκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Οι καθηγητές του σχολείου Θανάσης Γνεσούλης και Τζένη Δημάκου, μαθηματικός και θεολόγος αντίστοιχα, ανέλαβαν κατά το σχολικό έτος 2021-2022 την υλοποίηση ενός πρότζεκτ με μαθητές και μαθήτριες του σχολείου. Συμμετείχαν οι Στέλλα Αποστολάκη (Β΄ Λυκείου), Σταμάτης Νταγιάκος (Α΄ Λυκείου), Σοφία Γιαννικάκη (Α΄ Λυκείου) και Αναστασία Μυλωνά (Β΄ Λυκείου).
Στόχος του πρότζεκτ είναι η διερεύνηση της ιστορίας των Μικρασιατών στα Χανιά κυρίως μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες. Αναζήτησαν απογόνους προσφύγων του 1922 και πραγματοποίησαν μία σειρά συνεντεύξεων μαζί τους. Με την προσδοκία να μοιραστούν με συμμαθητές και συμμαθήτριές τους, αλλά και με ενήλικο κοινό, τα ευρήματά τους, επεξεργάζονται τις μαρτυρίες που συγκέντρωσαν και, στα πλαίσια του CineΜαθήματα, την εκπαιδευτική δράση τού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, δουλεύουν ένα ντοκιμαντέρ που θα είναι έτοιμο μέσα στο 2022. Τίτλος του θα είναι 1922-2022. Εκατό χρόνια μετά.
Η δράση αυτή της ομάδας των μαθητών και των καθηγητών έχει δύο ενδιαφέροντα σκέλη. Το ένα είναι το ίδιο το περιεχόμενο που συνέλεξαν. Οι συνεντεύξεις τους, μέρος των οποίων παρουσιάζεται παρακάτω, προήλθαν από παιδιά κι εγγόνια προσφύγων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν έχουν ξαναμιλήσει γι’ αυτό το θέμα δημόσια. Εμπλουτίζουν, λοιπόν, τις αφηγήσεις για την προσφυγική ιστορία των Μικρασιατών που έφτασαν στην Ελλάδα.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σκέλος αφορά το τι αποκόμισαν οι εμπλεκόμενοι μαθητές και μαθήτριες, αλλά και οι υπεύθυνοι καθηγητές, από το πρότζεκτ. Αφενός, η προσέγγιση του θέματος με εργαλεία πέρα από το σχολικό βιβλίο, ήταν μια ιδιαίτερη μαθησιακή διαδικασία. Η αναζήτηση του επόμενου ερωτήματος σε κάθε φάση της έρευνας προέκυπτε αβίαστα, σχεδόν ασυνείδητα, την ίδια στιγμή που ζυμωνόταν η συνεργασία ανάμεσα στην ομάδα. Σύμφωνα με τους ίδιους τους μαθητες, ήταν μια διαδικασία που τους «πήγε παρακάτω». Αφετέρου, μέσα από τη διαδικασία αυτή τέθηκε επιτακτικά το θέμα της μνήμης: τόσο της μνήμης των ανθρώπων που έδωσαν συνεντεύξεις, όσο και της μνήμης όσων διδάσκονται ιστορία από τα σχολεία και τον δημόσιο λόγο.
Η ομάδα του 1ου ΓΕΛ Χανίων είχε την ευγένεια να παραχωρήσει ένα μέρος του υλικού που συγκέντρωσε στο έργο 100 memories. Πρόκειται για 7 συνεντεύξεις με απογόνους Μικρασιατών προσφύγων. Τέσσερις από αυτούς είναι δεύτερης γενιάς απόγονοι, δηλαδή ένας ή και οι δύο γονείς τους ήρθαν ως πρόσφυγες. Οι υπόλοιποι τρεις είναι απόγονοι τρίτης γενιάς, με είτε τον έναν, είτε και τους δύο γονείς με καταγωγή από τη Μικρασία. Οι συνεντεύξεις δεν ήταν δομημένες, πραγματοποιήθηκαν με έναυσμα μία εναρκτήρια ερώτηση/επεξήγηση για το τι αναζητούσε η ομάδα του σχολείου, ήταν συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν, στην πλειοψηφία τους, στην πρώτη συνάντηση του συνεντευκτή/συνεντεύκτριας με τον πληροφορητή/πληροφορήτρια και ήταν διάρκειας 10-30 λεπτών.
Ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτών των συνεντεύξεων είναι η ανεπιτήδευτη αφήγηση, κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κανείς ακούγοντας τα αποσπάσματα. Οι άνθρωποι που έδωσαν συνέντευξη φαίνεται ότι δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη διαδικασία και δεν έχουν μια αφήγηση για τη μικρασιατική καταγωγή τους την οποία να έχουν επαναλάβει πολλές φορές.
Οι συνεντεύξεις αυτές, επίσης, έχουν ένα ακόμη κοινό που τις διατρέχει κι αυτό αφορά την πηγή των αναμνήσεών τους: οι πληροφορητές/πληροφορήτριες σε γενικές γραμμές αντλούν μνήμες από δύο δεξαμενές. Η μία είναι οι αφηγήσεις των γιαγιάδων τους. Η άλλη είναι τα παιδικά χρόνια των ίδιων. Οι Μικρασιάτισσες γιαγιάδες, στις περιπτώσεις που υπήρχαν, αναδεικνύονται σε κομβικά πρόσωπα αφηγήσεων μέσα στις οικογένειες, σε φορείς μιας οικογενειακής μνήμης που φαίνεται να συναντάει τη συλλογική μικρασιατική μνήμη σε αρκετά σημεία. Οι πληροφορητές και οι πληροφορήτριες, λοιπόν, αναπαράγουν αρκετές αφηγήσεις από γεγονότα που δεν έζησαν οι ίδιοι, αλλά που τους είχαν αφηγηθεί εκείνες οι γυναίκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι που δίνουν τις συνεντεύξεις αφηγούνται τα γεγονότα αυτά με μια βεβαιότητα σαν να τα έζησαν οι ίδιοι.
Τα πρώτα δύο αποσπάσματα προέρχονται από την συνέντευξη της Αναστασίας Μαλαδάκη, το γένος Χατζησάββα. Έχει γεννηθεί το 1932 και Μικρασιάτες ήταν και οι δύο της γονείς. Στη συνέντευξή της επαναλαμβάνει πολύ συχνά τις αφηγήσεις από τη γιαγιά της, που «μας τα έλεγε σαν παραμύθι […] Δεν τα θυμάμαι. Πολλά μας έλεγε η γιαγιά μου, πολλά! […] Η γιαγιά μου ήταν μια πολύ αστεία γυναίκα. Παρόλο που είχε τραβήξει τόοοοσα βάσανα δεν το’ δειχνε να εκδηλωθεί, να…. Την πιάσαμε πολλές φορές κι έκλαιγε. Αλλά πολλές φορές μας έκανε και γελούσαμε έτσι που μας τα ‘λεγε και μας τα ‘κανε».
Αφηγήσεις που τις είχε διηγηθεί η γιαγιά της, αλλά και μια αφήγηση που αφορούσε τον πατέρα της Αναστασίας. Αυτός 35 χρονών και παντρεμένος με δύο παιδιά το 1922, επιστρατεύτηκε κι έφυγε στον στρατό με τα αδέρφια και τον πατέρα του. Όταν έγινε η Καταστροφή κι άρχισαν οι διώξεις και οι σφαγές, λιποτάκτησε και επέστρεψε σπίτι του να βρει τι απέγινε στην οικογένειά του. Η αφήγηση της γιαγιάς, που αναπαράγεται εδώ από την Αναστασία, μιλάει ακριβώς για εκείνο το γεγονός. Η δε ανάμνηση της ίδιας της Αναστασίας που περιλαμβάνεται εδώ αφορά την συνάντηση της γιαγιάς της με έναν γιο που θεωρούσε πεθαμένο γύρω στις αρχές του 1950.
Τα επόμενα δύο αποσπάσματα είναι από τη συνέντευξη της Ελευθερίας Παπαδάκη. Η μητέρα της, που ήρθε μωρό από τη Σμύρνη, είχε το επώνυμο Χατζηπέρρου. Η οικογένειά της πρέπει να ήταν ευκατάστατοι στο Αϊβαλί, απ’ όπου έφυγαν. Η Ελευθερία γεννήθηκε μεταπολεμικά και οι αφηγήσεις για τη Μικρά Ασία προέρχονταν από τη γιαγιά της, μιας και η μητέρα της δεν είχε παραστάσεις όταν έφυγε από εκεί. Οι περισσότερες ιστορίες της σχετίζονταν με τα αγαθά που άφησε πίσω της η οικογένεια στον διωγμό. Ιστορίες για τις λίρες που είχαν κρύψει στο σπίτι προτού φύγουν, ιστορίες για τα χρυσά που έραψε η ίδια στα στριφώματα των παλτών για να καταφέρουν να τα κρατήσουν για ό,τι ανάγκες θα προέκυπταν στην πορεία. Η προσωπική ανάμνηση της Ελευθερίας, έπειτα, είναι από τις γιορτές της οικογένειας και τα τραγούδια της μητέρας της.
Το τρίτο ζευγάρι αποσπασμάτων προέρχεται από τη συνέντευξη του Μαρίνου Πετρόσογλου. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1968. Ο πατέρας της μητέρας του ήταν Μικρασιάτης και ήρθαν στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, μετά την Καταστροφή με όσα μέλη της οικογένειάς τους σώθηκαν. Όμοια, ο πατέρας του και η οικογένειά του ανταλλάχθηκαν το 1924 και εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό στο Ηράκλειο. Η γιαγιά του είχε διηγηθεί στον Μαρίνο μια ιστορία που έχει κρατήσει στη μνήμη του και περιλαμβάνεται στην παρούσα εγγραφή, για την τρυφερότητα με την οποία φερόταν στον παππού του ο προπάππους του. Η δε προσωπική ανάμνηση του Μαρίνου αφορά τη δυσκολία που αντιμετώπισε ο τουρκόφωνος πατέρας του φτάνοντας στην Ελλάδα.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη του Εμμανουήλ Μυλωνά, απογόνου δεύτερης γενιάς, που γεννήθηκε στα Χανιά το 1931. Και οι δύο γονείς του ήταν πρόσφυγες, εγκατεστημένοι στην γειτονιά της Σπλάντζιας, στο κέντρο των Χανίων. Ο ομιλητής έχει σκόρπιες αναμνήσεις ως παιδί από τη δύσκολη ζωή τους στην πόλη. Στην παρούσα εγγραφή περιλαμβάνεται μια αφήγησή του για την αντιμετώπιση των ντόπιων προς τους πρόσφυγες και τα παιδιά τους.
Το επόμενο απόσπασμα είναι από τη συνέντευξη του Μιχάλη Σχοινά, εγγονού του Μικρασιάτη Βλάσση Σχοινά, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και παντρεύτηκε με την Σφακιανή Κατίνα Πρωιμάκη. Η προσωπική ανάμνηση για την οποία μιλάει ο Μιχάλης αφορά την εύρεση συγγενών τους στη Μυτιλήνη δεκαετίες μετά τον θάνατο του παππού του, του Βλάσση.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη του Φώτη Λιανόπουλου, απογόνου δεύτερης γενιάς με δύο Μικρασιάτες γονείς. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1935 και παραμένει έντονη στη μνήμη του η επιθυμία των δικών του να επιστρέψουν στη Μικρά Ασία. «Καλή πατρίδα εύχονταν όταν τσουγκρίζανε». Θυμάται τον παππού του να τραγουδάει στα τούρκικα και στο απόσπασμα που περιλαμβάνεται στην παρούσα εγγραφή ανακαλεί ένα τραγούδι που άκουγε στις γιορτές της οικογένειας.
Τέλος, στην εγγραφή περιλαμβάνεται ένα απόσπασμα από τη συνέντευξη της Μαρίκας Κοκοτσάκη, εγγονής Μικρασιατών προσφύγων από την πλευρά της μητέρας της. Η Μαρίκα ανακαλεί ένα προσωπικό της βίωμα πριν κάποια χρόνια, όταν έλαβε ένα αναπάντεχο μήνυμα γνωριμίας με χαμένους συγγενείς του παππού της, του Αλέξανδρου Τζερτζεβέλη.
Βιβλιογραφία
Συνέντευξη Αναστασίας Μαλαδάκη στη Στέλλα Αποστολάκη, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Ελευθερίας Παπαδάκη στον Θανάσης Γνεσούλης, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Μαρίνου Πετρόσογλου στη Στέλλα Αποστολάκη, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Εμμανουήλ Μυλωνά στη Αναστασία Μυλωνά, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Μιχάλη Σχοινά στη Στέλλα Αποστολάκη, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Φώτη Λιανόπουλου στη Στέλλα Αποστολάκη, Χανιά 3.2022
Συνέντευξη Μαρίκας και Βαρδή Κοκοτσάκη στον Θανάσης Γνεσούλης, Χανιά 3.2022
Πηγές
Βίντεο: Συνέντευξη της μαθήτριας Στέλλας Αποστολάκη, του μαθητή Σταμάτη Νταγιάκου, της καθηγήτριας Τζένης Δημάκου, του καθηγητή Θανάση Γνεσούλη στην ερευνήτρια Κατερίνα Αναγνωστάκη, Χανιά 12.7.2022