Η γλώσσα των Κρητικών μουσουλμάνων
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Στο βιβλίο της με τίτλο Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν. Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή η Μαρία Τσιριμονάκη, ερευνήτρια και συγγραφέας με σημαντικό έργο για το Ρέθυμνο, έγραφε: «[Στα 1998 είχα] την πρωτοβουλία για μια επικοινωνία με Τουρκοκρητικούς που έφυγαν από το Ρέθεμνος με την Ανταλλαγή το 1924 […] Τότε είχα ένα συγκεκριμένο σκοπό: να γνωρίσω το γλωσσικό ιδίωμα των Τουρκοκρητικών αφού, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχα, πρώτη και δεύτερη γενιά κρατούν αναλλοίωτη την Κρητική διάλεκτο όπως αυτή μιλιόταν στα 1924 […]».
Οι μουσουλμάνοι Κρητικοί και Κρητικές που ανταλλάχθηκαν μετά το 1924 κι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία ήταν ελληνόφωνοι. Για την ακρίβεια, μιλούσαν την κρητική διάλεκτο ως μητρική, ενώ τα τουρκικά τούς ήταν άγνωστα, με χρήση ίσως αποσπασματική που εξυπηρετούσε τη θρησκεία. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για τους ίδιους, όταν αυτοί βρέθηκαν στην Ανατολία. Στην Τουρκία τότε σημειωνόταν μια εντατική προσπάθεια επικράτησης ενός κράτους κοσμικού. Αυτό το κοσμικό τουρκικό κράτος, σε αντίθεση με την Ελλάδα, προσπαθούσε να αποδυναμώσει τη θρησκεία ως στοιχείο εθνικής ταυτότητας. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στη Μικρά Ασία από την Ελλάδα και ήταν μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι, δεν έφεραν, επομένως, ένα σημαντικό στοιχείο που απαιτούσε το κράτος τότε για την ενσωμάτωσή τους στο τουρκικό έθνος: τη γλώσσα. Αυτό συνεπαγόταν διάφορα, ανάμεσα στα οποία και μιας μορφής στιγματισμό τους.
Η γλώσσα αυτή, παρόλα αυτά, συντηρήθηκε και κληροδοτήθηκε από τη μια γενιά στην άλλη. Η γνώση της είναι κυρίως προφορική. Μιας και το ελληνικό κράτος εφαρμόζει μια πολιτική που στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στο δίκαιο του αίματος, δηλαδή στην «ελληνική καταγωγή», δεν έδειξε ενδιαφέρον να δημιουργήσει δομές εκπαίδευσης που θα κρατούσαν ζωντανή τη γλώσσα των ελληνόφωνων αυτών πληθυσμών, διότι δεν τους αναγνώρισε ποτέ την ελληνική καταγωγή. Επομένως, οι πληθυσμοί αυτοί δύσκολα θα μπορούσαν να συντηρήσουν την όποια γνώση γραπτού λόγου είχαν. Συντήρησαν, όμως, την προφορική γλώσσα.
Όταν η Μαρία Τσιριμονάκη αναζήτησε επαφές με τους ανθρώπους αυτούς, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, βρήκε εν ζωή πρόσφυγες που είχαν φύγει από το Ρέθυμνο παιδιά. Οι αφηγήσεις που της έκαναν είναι πλούσιες και σημαντικές για την ιστορία του Ρεθύμνου. Παρατίθενται όμορφα στο βιβλίο που επιμελήθηκε η ίδια λίγα χρόνια μετά. Στη συγκεκριμένη εγγραφή, όμως, επίκεντρο δεν είναι οι ιστορίες των ανθρώπων αυτών που μιλούν για την αποχώρησή τους από το νησί και την εγκατάστασή τους στην Ανατολία. Στην εγγραφή αυτή κεντρική θέση έχει η γλώσσα, αυτή που ήταν δηλαδή και το αρχικό έναυσμα της ίδιας της συγγραφέα. Η γλώσσα των ανθρώπων που μίλησαν στις ηχογραφήσεις συνιστά μια εκδοχή ντοπιολαλιάς που σήμερα δεν είναι ζωντανή στην Κρήτη. Αποτελεί, λοιπόν, η γλώσσα τεκμήριο της μετακίνησης πληθυσμών, μιας και είναι μια διάλεκτος που έχει ταξιδέψει έξω από το νησί, και σήμερα παραμένει ζωντανή εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον χώρο που μιλιόταν.
Για τον λόγο αυτό, τα αποσπάσματα που παρατίθενται δεν επικεντρώνονται χρονικά ή θεματικά στην ανταλλαγή των πληθυσμών. Κριτήριο επιλογής τους αποτέλεσε η συναισθηματική εμπλοκή των ομιλητών με το θέμα για το οποίο μιλούν. Οι άνθρωποι αφηγούνται κάτι που τους προκάλεσε έντονα συναισθήματα και εντυπώσεις, μοιράζονται κάτι ιδιαίτερα προσωπικό δηλαδή, σε μια γλώσσα που έχουν συντηρήσει ως μέλη μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας: των μουσουλμάνων Κρητικών που ανταλλάχθηκαν την δεκαετία του 1920 και εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία.
Το πολύτιμο υλικό αυτό προέρχεται από το αρχείο της Μαρίας Τσιριμονάκη, την άδεια χρήσης του οποίου ευγενικά παραχώρησαν στο ερευνητικό έργο οι κληρονόμοι της. Οι ομιλητές που ακούγονται στα αποσπάσματα, ο Χασάν, ο Αλή, η Φατμέ και η Ντασενιένα, παρουσιάζονται αναλυτικά στο βιβλίο. Πρόκειται για τέσσερις ανταλλάξιμους πρόσφυγες που είτε έφυγαν οι ίδιοι παιδιά από το Ρέθυμνο, είτε γεννήθηκαν λίγο μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς τους στην Τουρκία. Ο Χασάν ανακαλεί την εντύπωση που του έκανε ένας νεαρός χριστιανός που είχε δει στο Ρέθυμνο ως παιδί και, επίσης, αναζητά στη μνήμη του τους στίχους κάποιων παιδικών τραγουδιών. Ο Αλή περιγράφει πώς έπαθε ένα ατύχημα στα βάθη ενός μεταλλείου στην Τουρκία. Η Ντασένιαινα αναπαράγει την εντύπωση όλης της οικογένειάς της, ότι οι Κρητικοί που έφτασαν στην Τουρκία είχαν άλλον πολιτισμό από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους που ανταλλάχθηκαν. Η Φατμέ θυμάται τη δυσαρέσκειά της για τον τρόπο που παντρεύτηκε και κάθε κουβέντα που της είπε η μητριά της που εναντιώθηκε σε αυτόν τον γάμο. Στη γλώσσα τους μοιράζονται μια στιγμή βαθιά δική τους και τη γλώσσα αυτή της πρώτης γενιάς προσφύγων, που ταξίδεψε στην απέναντι πλευρά του πελάγους, τη διέσωσε ηχητικά η Μαρία Τσιριμονάκη, την οποία ακούμε να συμμετέχει στους διαλόγους.
Βιβλιογραφία
Μαρία Τσιριμονάκη, Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν. Από την αυτονομία ως την ανταλλαγή, Μίτος, 2002
Αθανασία-Μαρίνα Τσέτλακα, «Η αντίστροφη πορεία: οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες» στο Αντώνης Λιάκος, Το 1922 και οι πρόσφυγες. Μια νέα ματιά, Νεφέλη, Αθήνα 2011, σ. 171-190
Ρούλα Τσοκαλίδου, «Οι ελληνόφωνοι Κρητικοί στον Λίβανο και τη Συρία: η επιβίωση μιας ιδιαίτερης εθνοτικής ταυτότητας», στο Α.Φ. Χρηστίδης (επ.), Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας, ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 77-81