«Παλινόστησις» και «επαναπατρισμός»
Πόλη
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Μία ίσως κοινότοπη παρατήρηση για όσους έχουν ερευνήσει τις μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων είναι η επανάληψη μοτίβων. Ένα από αυτά είναι η προσπάθεια των κρατών για τον επαναπατρισμό των μετακινούμενων. Είτε γιατί όντως οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης έπαυσαν να ισχύουν και οι άνθρωποι μπορούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους ή γιατί οι κρατικές οντότητες δεν επιθυμούν την παραμονή των ανθρώπων αυτών εντός της επικράτειάς τους.
Βέβαια κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη μαζική μετακίνηση των πληθυσμών που έφερε το τέλος του πολέμου στη Μικρά Ασία. Και αυτό γιατί η πρωτοφανής αυτή μετακίνηση πληθυσμών κυρώθηκε σε διεθνές επίπεδο από τις χώρες που εμπλέκονταν. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρωτοτυπία αλλά και ο «κυνισμός» της Συνθήκης της Λοζάνης. Η επιθυμία της Ελλάδας και της Τουρκίας να αποδεχθούν την ανταλλαγή αυτή, η οποία με την υποχρεωτικότητά της όριζε με βίαιο τρόπο τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
Δεν ήταν όμως ίδια η στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στους πρόσφυγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που αναχώρησαν από διάφορα μέρη προς την ελληνική επικράτεια. Η εγκύκλιος του Υπουργείου Περιθάλψεως της 23.11.1920 (με υπογραφή του υπουργού Θεόδωρου Ζαΐμη) προς τους Γενικούς Διοικητές, Νομάρχες, Υποδιοικητές και τις υπηρεσίες περίθαλψης προσφύγων Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Βόλου, Λέσβου, Λαυρίου και τις επιτροπές περίθαλψης προσφύγων διέταζε την άμεση παύση επιδομάτων στους πρόσφυγες που κατάγονταν από μέρη στα οποία είχε επιτραπεί η παλιννόστηση. Αυτά την εποχή εκείνη ήταν τα Δωδεκάνησα, η δυτική και ανατολική Θράκη (πλην της βόρειας Θράκης που ήταν υπό βουλγαρική κατοχή και του τμήματος πέραν της Τσατάλτζας), το τμήμα της Μικράς Ασία που κατέχονταν από τον Ελληνικό Στρατό (πλην των περιφερειών Δαρδανελλίων, Προύσης και των ακτών της Προποντίδας), η Μακεδονία, το Καστελόριζο και η Ρουμανία.
Σε νεότερη εγκύκλιό του προς τους ίδιους παραλήπτες την επόμενη μέρα ο υπουργός επέκτεινε τα μέτρα για την «περάτωσιν του έργου της παλιννοστήσεως» διατάζοντας την εκκένωση των επιταχθέντων ή μισθωμένων από την κυβέρνηση οικημάτων που στέγαζαν πρόσφυγες από τις προαναφερθείσες περιοχές. Σε περίπτωση άρνησης των προσφύγων να εκκενώσουν τα οικήματα ο υπουργός διέταζε τους υπεύθυνους να ζητήσουν την επέμβαση της αστυνομίας.
29 χρόνια αργότερα οι πρόσφυγες που απασχολούσαν την επικαιρότητα είχαν άλλο όνομα. Λέγονταν «συμμοριόπληκτοι» και ήταν οι άνθρωποι που μετακινήθηκαν από τα σπίτια τους από περιοχές που μαίνονταν ο εμφύλιος πόλεμος είτε οικειοθελώς ή μετά από μεγάλες επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού, σε μια προσπάθεια του τελευταίου να ελέγξει αποτελεσματικά τον ζωτικό χώρο του Δημοκρατικού Στρατού. Οι περισσότεροι από αυτούς κατέληξαν στα επαρχιακά κέντρα της βόρειας και της κεντρικής Ελλάδας. Αρκετοί στη Θεσσαλονίκη. Το χειμώνα του 1947-1948 υπολογίζεται ότι υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα περίπου 57.000 πρόσφυγες εκ των οποίων οι 17.000 στη Θεσσαλονίκη. Δύο χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 1949, με τον εμφύλιο πόλεμο να πλησιάζει στο τέλος του, η πολιτική της κυβέρνησης ήταν ο μαζικός επαναπατρισμός των προσφύγων. Αυτό αποτυπώνεται στα πρακτικά της 27ης συνεδρίας του Νομαρχιακού Συμβουλίου Περιθάλψεως Συμμοριόπληκτων Θεσσαλονίκης της 1.7.1949. Σύμφωνα με το έγγραφο η πολιτική επαναπατρισμού συνδύαζε την ανασυγκρότηση της υπαίθρου και τον εξαναγκασμό των συμμοριόπληκτων μέσω της διακοπής κάθε περίθαλψης που λαμβάνανε στις πόλεις. Πολλοί όμως δεν ήθελαν πλέον να γυρίσουν πίσω.
«Ο κ. Τικόπουλος αναφέρει εις την Επιτροπήν ότι παρά τις συστάσεις της Υπηρεσίας παραμένουσι ενταύθα πλέον των 400 οικογενειών της περιφερείας Πέλλης και αίτινες αρνούνται να παλινοστήσωσι προφασιζόμεναι διαφόρους αιτίας. Η Επιτροπή εξετάσασα το σοβαρόν τούτο ζήτημα το οποίον εάν γενικευθή θα αποτύχη η παλιννόστησις αποφασίζει να ληφθώσι άπαντα τα προβλεπόμενα μέτρα εξαναγκασμού ήτοι περικοπήν επιδομάτων ιματισμού και χορήγησιν ιματισμού κaτά την ημέραν της αναχωρήσεως, άρσιν στεγάσεως από 1ης Ιουλίου και εν περιπτώσει εμμονής αυτών να ζητηθή επέμβασις της Γ.Δ.Β.Ε. [ Γενική Διοίκησις Βορείου Ελλάδος] δια το ζήτημα τούτο».
Τρία χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 1952, πολλοί «συμμοριόπληκτοι», παρέμεναν ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Η αίτηση ενός φαρμακοποιού προς τον Γενικό Διοικητή Βορείου Ελλάδος το αποδεικνύει. Ο συγκεκριμένος ιδιώτης ζητούσε με την αίτησή του την άρση επίταξης της οικοδομής του η οποία είχε επιταχθεί για την ομαδική στέγαση «ανταρτόπληκτων» οικογενειών. Στα επιχειρήματα του ο φαρμακοποιός επικαλείται συγκεκριμένο άρθρο του Ν.Δ. 1315/1949 με το οποίο «πάσα στέγασις γενομένη υπέρ συμμοριοπλήκτων αίρεται αυτοδικαίως άμα τη εκδόσει της δ/γης προς επαναπατρισμόν αυτών».
Πολλοί πρόσφυγες της εποχής δεν γύρισαν ποτέ στα χωριά τους. Ήταν η πρώτη μαγιά της μαζικής μεταπολεμικής μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Βιβλιογραφία
Γιώργος Κουμαρίδης, «Οι ‘συμμοριόπληκτοι’ πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη», στο Θεσσαλονίκη, Πρωτεύουσα των προσφύγων, Οι πρόσφυγες στην πόλη από το 1912 μέχρι σήμερα, Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, 23-25 Νοεμβρίου 2012,, Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013 , σ. 324-335
Αγγελική Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου», στο Lars Baerentzen, Γιάννης Ιατρίδης, Ole L. Smith (επιμ.), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, Ολκός, Αθήνα 1999, σ. 67-114
Λάζαρος Παυλίδης , Καραβάν Σαράι, 4η έκδ., Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1987