Φούρνος στο Μοδιάνο
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Οι αδελφές Κ. και Ζ. έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η ηλικία τους σήμερα είναι περίπου 65 και 70 ετών (2021). Κατά την αφήγησή τους, οι δύο γυναίκες μιλούν για την ερχομό της οικογένειας της μητέρας τους στην Ελλάδα από τη Σμύρνη. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που οι συγγενείς, παππούς και γιαγιά των δύο γυναικών, χάνονται μετά τη μαζική έξοδο των προσφύγων από τη Σμύρνη, αλλά τελικά καταφέρνουν να ξαναβρεθούν.
Πέραν της εξιστόρησης τους για την προσφυγική άφιξη των προγόνων τους στην Ελλάδα, οι δύο αφηγήτριες περιγράφουν τη δραστηριοποίηση του παππού τους στο εμπόριο ψαριών και καφέ στην Ελλάδα και στη Σμύρνη, και τελικά τη σύνδεσή του με το εμπόριο τροφίμων όπως αυτό έλαβε χώρα στην αγορά Μοδιάνο, ήδη από τις απαρχές της λειτουργίας της εν λόγω αγοράς. Η χρονική περίοδος την οποία οι δύο γυναίκες περιγράφουν, μέσα από την εμπορική δραστηριότητα του παππού τους, ήταν κατά τους Καραδήμου-Γερόλυμπου et al ένα σημείο καμπής για την οργάνωση του ιστού των πόλεων της βόρειας Ελλάδας. Ιδιαίτερα δε αυτό συμβαίνει μέσα από την εγκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών στη βόρεια Ελλάδα και τις «σύντονες προσπάθειες ενίσχυσης του “ελληνικού” χαρακτήρα των πόλεων με τον εκσυγχρονισμό και τη δυτικοποίησή τους».
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλονίκη μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 πραγματοποιείται επανασχεδιασμός της πόλης. Η ρύθμιση του χώρου φέρεται να μορφοποιείται ταυτόχρονα με τον εποικισμό των προσφύγων και τις μετακινήσεις τους προς τα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα όπου είχαν περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης, αλλά και με την κυβερνητική πρόθεση, μετά την πυρκαγιά του 1917, για τον σχηματισμό μιας πόλης διεθνούς σημασίας. Στο πλαίσιο αυτό, κτίσματα όπως η Αγορά Μοδιάνο φέρεται να προσδίδουν την ποιότητα της εκσυγχρονισμένης αίγλης στην πόλη, ομοιάζοντας σε ένα βαθμό με αγορές εντοπισμένες σε μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής και βόρειας γεωγραφικά Ευρώπης (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι εμπορικές στοές στο Παρίσι από τις αρχές του 19ου αιώνα).
Για την εμπορική Στοά Μοδιάνο ο Mark Mazower αναφέρει πως αυτή χτίστηκε στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης για να στεγάσει την αγορά φρούτων και λαχανικών, αλλά τελικά και κρεάτων, ψαριών και λοιπών τροφίμων. Η Στοά δημιουργήθηκε από τον αρχιτέκτονα/μηχανικό Ελί Μοδιάνο και άρχισε να λειτουργεί από το 1925, διατηρώντας τη χρήση της σχετικά με την πώληση τροφίμων μέχρι και σήμερα. Παρά την μεγάλη εμπορική κίνηση που γνώρισε για σειρά δεκαετιών, κατά τις δεκαετίες 2000 έως και το 2019 η εμπορική δραστηριότητα των καταστημάτων της Στοάς φέρεται να περιορίστηκε σημαντικά, ενώ εντός της Στοάς, καταστήματα τροφίμων μετατράπηκαν σε καταστήματα εστίασης. Σήμερα, η Αγορά Μοδιάνο ανακατασκευάζεται και προβλέπεται η νέα λειτουργία της κατά το έτος 2022.
Βιβλιογραφία
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Ανεξίτηλα σημάδια στο χώρο, Κατάλογος περιοδικής έκθεσης 17/9/2011-30/9/2012, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2012
Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Κική Καυκούλα, Νικόλαος Καλογήρου, Νίκος Παπαμίχος, Βίλμα Χαστάογλου, «Πόλη και πολεοδομία στη βόρειο Ελλάδα μετά το 1912», ανάτυπο από τα Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1985
Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004
Νίκος Μουζέλης, Νεοελληνική Κοινωνία, Όψεις Υπανάπτυξης, Εξάντας, Αθήνα 1978
Φωτεινή Τσιμπιρίδου, «Για τα νέα τζαμιά της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 12/35, Μάρτιος 2011
Μαρία Χρονοπούλου, Μετασχηματισμοί χώρων εμπορίου στην πόλη. Οι εμπορικές στοές της Θεσσαλονίκης, Διπλωματική Εργασία Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Μηχανικών, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2015
Πηγές
«Είμαστε προσφυγικής καταγωγής από τη Μικρά Ασία και από τη Σμύρνη από την πλευρά της μητέρας.
Με την καταστροφή δεν έφυγε όλη η οικογένεια μαζί, έφυγε η γιαγιά μου με κάποια παιδιά της, γιατί ήταν πολυμελής οικογένεια και ο παππούς μου έμεινε πίσω. Η γιαγιά με τα παιδιά βγήκε στη Νάξο. Ο παππούς ξεκίνησε από την Σμύρνη με χαρτιά που είχε βρει από συγγενικό του πρόσωπο από τη Λεγεώνα των Ξένων. Έφυγε δηλαδή με γαλλικά χαρτιά και πήγε Πειραιά. Γιατί η δουλειά του ήταν αυτή στη Σμύρνη.
[…] Μια σημείωση για τη Σμύρνη: στην πλευρά που βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας του παππού βάλανε φωτιά, εκείνος πήγε στην απέναντι πλευρά, έμεινε σε κάποιο συγγενικό του πρόσωπο. Εκείνη την πλευρά δεν την κάψαν, γιατί ένα, δύο, τρία σπίτια ήταν ανάμεσα στο γαλλικό και το ιταλικό προξενείο και μένανε Ιταλοί και δεν κάψαν εκείνη την πλευρά. Και κρυβότανε, φοβόταν, έμεινε σε μια Αρμένισσα γειτόνισσα που είχαν εκεί. Και έφυγε με πλαστά χαρτιά, γιατί τότε είχαν φύγει όλα τα καράβια. Έφυγε σαν Γάλλος υπήκοος. Η γιαγιά μου είχε κρύψει κάποια κοσμήματα, τα έραψε στα ρούχα και στους ποδόγυρους. Μια θεία μας, που ήταν ξανθιά και ανοιχτή τη μουτζούρωσαν λίγο στο πρόσωπο για να μην φαίνεται και μπήκαν στο καράβι […].
Ο παππούς έκανε εμπόριο καφέδες και ψάρια με Αθήνα, Πειραιά, Σμύρνη και είχε συνεργάτες. Και βγήκε στον Πειραιά. Η γιαγιά μου επικοινώνησε με ένα γράμμα από τη Νάξο, με ένα τηλεγράφημα με το συνεργάτη αυτό του παππού μου και από σύμπτωση βρισκόταν και ο παππούς μου εκεί, μιας και ήδη είχε βγει στον Πειραιά και έτσι οικογένεια και έσμιξε ξανά. Δηλαδή έτυχε να είναι εκείνη την ώρα εκεί ο παππούς μου, όταν διάβαζε ο συνεργάτης το τηλεγράφημα. Τότε ο συνεργάτης του λέει: Χρήστο, αυτό είναι από τη γυναίκα σου! Έπαθε ένα σοκ. Απάντησε στο τηλεγράφημα και ήρθε η οικογένεια από τη Νάξο να μείνει στον Πειραιά. Έμειναν στον Πειραιά δύο τρία χρόνια δεν πήγαν όμως στους καταυλισμούς που πήγαν οι πρόσφυγες. Νοίκιασαν κάπου ένα δωμάτιο, το ασβέστωσαν γιατί δεν υπήρχαν τότε εκεί κτίρια και έβαλε ο παππούς όλη την οικογένεια να μένει εκεί μέχρι να δει τι θα κάνει και πως θα κινηθεί επαγγελματικά. Η γιαγιά γέννησε εκεί πέρα ένα-δύο παιδιά, δηλαδή στον Πειραιά. Μετά, ο παππούς τους πήρε και ήρθαν όλοι στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη σαν πρόσφυγες δεν έμειναν στον καταυλισμό.
Από τη Θεσσαλονίκη συνέχισε να κάνει εμπόριο, γιατί στη Σμύρνη είχε δικά του καΐκια και έκανε το εμπόριο ψαριών -παρόλο που αφήσαν όλη τους την περιουσία πίσω, δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τίποτα, γιατί ήταν πάρα πολύ καλά οικονομικά, δημιούργησε ξανά περιουσία και απόκτησε εκ νέου καΐκια. Έμειναν για ένα διάστημα στην Κρήνη και μετά κατέβηκαν στο Κέντρο μείνανε στην Τσιμισκή και μετά στην Μορκεντάου. Και από κει πήγανε στην Παλαιών Πατρών όπου έμειναν εκεί μέχρι το θάνατο της γυναίκας του η οποία πέθανε 42 ετών η γιαγιά μας. Είχε αποκτήσει και δύο παιδιά εδώ στη Θεσσαλονίκη σύνολο τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Ο παππούς συνέχισε να κάνει εμπόριο. Με το που ιδρύθηκε και στήθηκε η αγορά Μοδιάνο δημιούργησε-νοίκιασε έξι μαγαζιά και συνέχισε να κάνει χονδρεμπόριο, αλλά πωλούσε και λιανική. Έκανε χονδρεμπόριο σε συνεργασία με Καβάλα, με ανεμότρατες, με Αλεξανδρούπολη, με Βόλο, έστελναν και στην Αθήνα, ακόμα και στην περίοδο της κατοχής με τους Γερμανούς, τα μαγαζιά αυτά υπήρχαν και δούλευαν. Ήταν από τους πρώτους όταν ιδρύθηκε η Αγορά Μοδιάνο, το ‘24.
Ο παππούς στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το εμπόριο και πέθανε το 48. Είχε και γραφείο στην ιχθυόσκαλα, στη Σαλαμίνα. Μετά τον θάνατό του συνέχισαν τα δύο αγόρια του τη δουλειά αυτή και στο τέλος κράτησαν τρία μαγαζιά στην αγορά μέσα -στο Μοδιάνο. Γιατί υπήρχε ενδιαφέρον για την αγορά και από άλλους έμπορους. Ήταν μια αγορά τροφίμων και αυτό είχε αφήσει πίσω του ο Μοδιάνο ως κληροδότημα, ότι η αγορά θα λειτουργεί ως αγορά τροφίμων».
αδελφές Κ. και Ζ., Θεσσαλονίκη 2021
Αρχείο Ελίνας Καπετανάκη