Ένα εργαστήριο κατασκευής και επιδιόρθωσης ρούχων στο ιστορικό κέντρο Θεσσαλονίκης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η κυρία Αλίκη είναι περίπου 60 χρονών (2020), εργάζεται ως μοδίστρα και μετέπειτα ως επιχειρηματίας στον τομέα της κατασκευής ρούχων από μικρή ηλικία. Φτάνοντας στην Θεσσαλονίκη, μιας και κατάγεται από χωριό του νομού Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε να απασχολείται ως μαθητευόμενη μοδίστρα σε μεγάλη επιχείρηση στο ιστορικό κέντρο της πόλης και συγχρόνως τα απογεύματα παρακολουθούσε μαθήματα κοπτικής και ραπτικής σε δημόσια σχολή, ενώ λίγο αργότερα τελείωσε και το νυχτερινό λύκειο. Έμεινε για μερικά χρόνια σε ξενώνα νεανίδων, ενώ σύντομα εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη οι γονείς της και λοιπά μέλη της οικογένειας της.
Η ίδια αναφέρει για την πρώτη εκείνη εποχή της μετακίνησής της στη Θεσσαλονίκη, κατά τις αρχές της δεκαετίας 1970, όπου τα κορίτσια του χωριού έφευγαν από τα πατρικά τους σπίτια για να εργαστούν. Εκείνη διάλεξε τη δουλειά της ραπτικής, μιας και την αγαπούσε όπως λέει, από δώδεκα χρονών. Αφότου παντρεύτηκε χρειάστηκε να εργαστεί για ένα διάστημα από το σπίτι, όπως έπραξαν πολλές γυναίκες κατά τις δεκαετίες 1970-1990. Έτσι, με μια μηχανή σε ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού της άρχισε να ράβει φασόν για μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ενδυμάτων. Αυτή η συνθήκη εργασίας είχε διάρκεια ένα χρόνο. Οπότε κατά τη δεκαετία 1980, και έπειτα από δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της με τη δουλειά του, αποφάσισαν να ανοίξουν μαζί τη δική τους βιοτεχνία παραγωγής γυναικείων ρούχων. Ο σύζυγός της δεν ήταν εξοικειωμένος με τις πρακτικές της κοπής και ραφής ρούχων, όμως έπειτα από εξάσκηση έμαθε να κόβει τα πατρόν των ρούχων. Η κυρία Αλίκη και ο σύζυγός της ξεκίνησαν τη δική τους επιχείρηση με ένα πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο και όπως αναφέρει η συνομιλήτριά για χρόνια εργάζονταν περίπου από τις εφτά με οχτώ το πρωί μέχρι τις έντεκα το βράδυ, έξι μέρες την εβδομάδα. Δύο φορές το χρόνο δειγμάτιζαν σε όλη την Ελλάδα τα ρούχα της επόμενης σεζόν και συμμετείχαν σε εκθέσεις στην Αθήνα, όπου καταστηματάρχες λιανικής πώλησης ενδυμάτων μπορούσαν να ενημερωθούν σχετικά με νέα σχέδια και να επιλέξουν τους συνεργάτες-βιοτέχνες από τους οποίους θα παράγγελναν τα ρούχα που θα έβαζαν στα μαγαζιά τους την επόμενη περίοδο.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η κυρία Αλίκη στα μέσα-τέλη της δεκαετίας 1990 έγινε πλέον αμφίβολη η αποπληρωμή των χρεών πολλών καταστημάτων λιανικής πώλησης ενδυμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα. Επρόκειτο για την χρονική περίοδο που πολλές βιοτεχνίες της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας έκλεισαν. Τότε η κυρία Αλίκη και ο σύζυγός της αποφάσισαν ότι χρειάζεται να στραφούν στην παραγωγή κάποιου άλλου είδους ενδύματος ώστε η επιχείρησή τους να παραμείνει βιώσιμη. Στράφηκαν στη δημιουργία «καλών-επίσημων» ρούχων επί παραγγελία. Έραβαν τουαλέτες, ρούχα γάμων και δεξιώσεων, ακόμη και κάποια φορέματα-νυφικά. Επρόκειτο για ένα είδος ραφής με το οποίο η κυρία Αλίκη είχε ασχολήθεί για χρόνια ως εργαζόμενη σε μεγάλη επιχείρηση κατασκευής επίσημων ενδυμάτων και είχε αποκτήσει επιδεξιότητα. Όπως η ίδια αναφέρει: «Τα ρούχα μου φορέθηκαν στην Ελλάδα, αλλά και σε δεξιώσεις εκτός Ελλάδας, που συμμετείχαν ο Κλίντον ή ο Μπερλουσκόνι. Τα υφάσματα που χρησιμοποίησα και το είδος της ραφής δείχνουν από μόνα τους την ποιότητα των ρούχων που φτιάξαμε».
Ωστόσο, η συνθήκη της κατασκευής και εμπορίας ρούχων φάνηκε να διαταράσσεται εκ νέου κατά τα έτη 2009-2012. Τότε, η κυρία Αλίκη αναγκάστηκε, όπως η ίδια αφηγείται, να αλλάξει για μια ακόμη φορά τον τρόπο που λειτουργούσε η επιχείρησή της. Αναφέρει πως: «οι παραγγελίες συνέχισαν, αλλά όλο και λιγοστεύουν, άρχισα τις επιδιορθώσεις. Δεν θα το καταδεχόμουν ποτέ αυτό παλιότερα, όμως μέχρι και κουρτίνες δέχτηκα να επιδιορθώσω». Πράγματι, μετά την κατάρρευση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα από το 2009 και έπειτα, μέτρα όπως οι μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση συντάξεων (η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο), ταυτόχρονα με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ σε λογαριασμούς, και την μεγάλη αύξηση έμμεσων φόρων –όπως και σύνολο άλλων μέτρων, μοιάζουν σωρευτικά ότι δημιούργησαν μια συνθήκη κρίσης που με τη μορφή ντόμινο σάρωσε την οικονομία της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνο το διάστημα, έως και σήμερα, πολυάριθμα εργαστήρια επιδιόρθωσης ενδυμάτων ξεκίνησαν τη λειτουργία τους παντού στη Θεσσαλονίκη, ενώ η γενική κρίση στο εμπόριο σε ό,τι αφορά τον τομέα εμπορίας ενδυμάτων συνδέθηκε με μεγάλη μείωση των πωλήσεων, αλλά τελικά και με το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων και την μεγάλη αύξηση της ανεργίας (περίπου στο 28% τον Ιούλιο 2013).
Βιβλιογραφία
Νίκος Ποταμιάνος, 100 χρόνια ΓΣΕΒΕΕ, 1919-2019, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ), Αθήνα 2019