Οίκος Μόδας στο Ιστορικό Κέντρο Θεσσαλονίκης
Πλήρης Περιγραφή
Μέσα από τα αποσπάσματα των δύο συνεντεύξεων που παραθέτουμε επιχειρούμε να δούμε την λειτουργία ενός από τους μεγαλύτερους Οίκους Μόδας στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος λειτούργησε κατά τα έτη 1966-1967 έως και το 1995. Αφηγητές είναι ο γιός της ιδιοκτήτριας του Οίκου Μόδας και μια γυναίκα η οποία μαθήτευσε στον οίκο ως μοδίστρα κατά τη δεκαετία 1960. Οι αναφορές των δύο αφηγητών εστιάζονται ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1960 και 1970, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας 1980, όταν η ιδιοκτήτρια του Οίκου Μόδας βρέθηκε στο απόγειο της καριέρας της. Οι αφηγητές περιγράφουν μια εποχή τροπής του εμπορίου και της κατανάλωσης σχετικά με τα ενδύματα στην Ελλάδα, όταν μετά τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο σταδιακά άρχισε να αυξάνει η παραγωγή και κατανάλωση ενδυμάτων και τελικά να εκτινάσσεται η ζήτηση για ακριβά και καλοραμμένα ρούχα.
Όπως αναφέρει ο Ποταμιάνος έως και τα τέλη του 19ου όποτε και άρχισαν να εισάγονται τα «έτοιμα ρούχα» από το εξωτερικό, και ιδιαίτερα δε από τη Βιέννη, οι υψηλοί δασμοί εμπόδισαν την ευρεία κατανάλωσή τους και τελικά περιόρισαν την εισαγωγή τους στην ελληνική αγορά. Άλλωστε, τις ανάγκες ένδυσης πολλών οικογενειών στην Ελλάδα συχνά κάλυπταν οι ίδιες οι νοικοκυρές είτε ράβοντας οι ίδιες τους με ραπτομηχανές στο σπίτι ρούχα για τα μέλη της οικογένειας είτε μεταποιώντας παλαιότερα ρούχα. Σε αυτό το πλαίσιο η εργασία της μοδίστρας συνδέθηκε κυρίως με τη δουλειά στο σπίτι, και από το σπίτι.
Σύμφωνα με τον πρώτο αφηγητή, γιο της ιδιοκτήτριας του Οίκου Μόδας, η εκκίνηση της εργασίας της μητέρας του μεταπολεμικά μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας 1960 πραγματοποιήθηκε με επισκέψεις σε σπίτια οικογενειών που ήθελαν να αποκτήσουν καινούργια ρούχα. Αναφέρεται πως η παραγγελία των ρούχων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη εκείνη την περίοδο, μιας η λιανική αγορά ενδυμάτων την εποχή εκείνη φέρεται να σχετιζόταν περισσότερο με ρούχα νοούμενα ως χαμηλότερης ποιότητας και ραφής συγκριτικά με τα ρούχα που παράγονταν από τις νοούμενες ως «καλές μοδίστρες».
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στη βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε η ιστορική συγκυρία μιας «διάχυτης εκβιομηχάνισης» στενά συνδεδεμένης με μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τα χωριά στα αστικά κέντρα. Το διάστημα εκείνο των μαζικών μετακινήσεων προς τις μεγάλες πόλεις, η μοδιστρική αποτέλεσε μια σπουδαία διέξοδο βιοπορισμού για πολλές νεαρές κοπέλες που μόλις είχαν αφιχθεί εκεί και είχαν καταγωγή από αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Σταδιακά, μοιάζει να αυξήθηκε το ενδιαφέρον για την αγορά «έτοιμων ρούχων» και ρούχων ραμμένων επί παραγγελία, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Ταυτόχρονα, αναδύθηκε ένας κόσμος πληροφοριών σχετικά με τις τεχνικές της κοπής των υφασμάτων, του ραψίματος και του κεντήματος μέσα από έντυπα που παρουσίαζαν τις εξελίξεις της μόδας και εκτός Ελλάδας και διέθεταν πατρόν-σχέδια κοπής ενδυμάτων και οδηγίες ραφής.
Σύντομα, κάποιες μοδίστρες, όπως η Θ. τρέπονται σε καλλιτεχνικές φιγούρες που παράγουν ρούχα ραπτικής, χρησιμοποιώντας ακριβά και ποιοτικά υφάσματα και πρώτες ύλες, ενώ άλλες μοδίστρες συνεχίζουν να εργάζονται δουλεύοντας κυρίως από το σπίτι με παραγγελίες. Συγχρόνως, αυξάνει σταδιακά και ο αριθμός των γυναικών που εργάζονται στη διαδικασία μαζικής παραγωγής ειδών ένδυσης είτε σε βιοτεχνίες είτε με τη μέθοδο φασόν από το σπίτι.
Ακολουθώντας την τροπή αυτή του εμπορίου, οι δύο αφηγητές περιγράφουν πως η Θ., ιδιοκτήτρια Οίκου Μόδας, εργάζεται πλέον πέραν της παραγγελίας διαθέτοντας ρούχα της σε μπουτίκ/ατελιέ που άνοιξε η ίδια στη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα σε κατάστημα που πωλούσε ενδύματα με τη μορφή χονδρικής στην Αθήνα. Ωστόσο, η παύση της δασμολογικής πολιτικής που ακολουθούσε το ελληνικό κράτος κατά τη δεκαετία 1980 και λίγο αργότερα εμφάνιση στην Ελλάδα των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων, ταυτόχρονα με την εισαγωγή ενδυμάτων που είχαν παραχθεί σε χώρες του εξωτερικού με χαμηλό κόστος μετά το 1989, έβαλε ένα φρένο στην πορεία της εμπορικής και οικονομικής ευδαιμονίας των επιχειρήσεων που παρήγαγαν ρούχα στην Ελλάδα. Περίπου, κατά το ίδιο διάστημα έλαβε τέλος και η εμπορική δραστηριότητα του εν λόγω Οίκου Μόδας, έπειτα από το θάνατο της ιδιοκτήτριάς του.
Βιβλιογραφία
Ντίνα Βαΐου, Λόης Λαμπριανίδης, Κωστής Χατζημιχάλης, Ζώγια Χρονάκη, «Διάχυτη εκβιομηχάνιση στη Θεσσαλονίκη», Σύγχρονα Θέματα, Νο 70, 1991
Νίκος Ποταμιάνος, 100 χρόνια ΓΣΕΒΕΕ, 1919-2019, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων ΓΣΕΒΕΕ), Αθήνα 2019
Πηγές
Απόσπασμα 1
Κος Α.:
« Ξεκίνησε σαν μοδίστρα που πήγαινε στα σπίτια με ραντεβού και της δίναν ένα κομμάτι ύφασμα, της έλεγαν περίπου τί θέλανε, το έβαζε κάτω το ύφασμα και το έκοβε, έπαιρνε τα μέτρα, το έραβε και στο τέλος της ημέρας ήταν έτοιμο το φόρεμα.
Αυτό το έκανε πάνω από δέκα χρόνια. Δηλαδή πήγαινε στα σπίτια και έραβε κατά παραγγελία για τους πελάτες της, κάθε μέρα μεροκάματο. Είχε και μια χειροκίνητη μηχανή για ραπτική και την έπαιρνε μαζί της και πήγαινε με αυτήν και έραβε στα σπίτια. Αυτό ο έκανε από τότε που γεννήθηκα μέχρι το 1966.
Ήταν αυτοδίδακτη. Έμαθε μόνη της πως να μετράει, πως να παίρνει μέτρα, πως να το κόβει και πως να το φτιάχνει. Στην πρόβα πως να το σουλουπώνει και έβγαινε το τέλειο αποτέλεσμα.
Τον οίκο μόδας, ήταν ένα όνειρο πιστεύω εγώ, πέρα απ’ το να πηγαίνει στα σπίτια από εδώ και από εκεί, να έχει ένα δικό της στέκι και να δουλεύει από εκεί. Οπότε μόλις της δόθηκε η ευκαιρία, άνοιξε τον πρώτο οίκο μόδας στην Τσιμισκή, πιστεύω γύρω στο 1966-1967. Με βοήθεια του πατέρα μου που ήταν αυτοκινητιστής. Πούλησε ένα φορτηγό που είχε και με τα χρήματα αυτά τη βοήθησε και άνοιξε τον οίκο μόδας.
Όταν πρώτό-άνοιξε πρέπει να είχε πέντε-έξι μοδίστρες. Μετά που μετακόμισε σε άλλο μέρος στην Τσιμισκή αλλά απέναντι, εκεί πρέπει να είχε τέσσερα-πέντε άτομα πάλι, ο χώρος ήταν μικρότερος, αλλά υπήρχε και μεγάλο μαγαζί-σαλόνι που εξέθετε τα ρούχα. Δηλαδή είχε στο δεύτερο χώρο που είχε και σαν μαγαζί, ενώ στον πρώτο χώρο ήταν σαν ατελιέ, δεν είχε έτοιμα ρούχα να μπορείς να αγοράσεις. Στο δεύτερο μαγαζί υπήρχαν και έτοιμα ρούχα τα οποία μπορούσες να πάρεις λιανική. Εκτός από τις παραγγελίες. Το 1973 από ότι θυμάμαι είχε πάει στον χώρο τον καινούργιο όπου έμεινε μέχρι ωσότου απεβίωσε, δηλαδή το 1990. Και ξεκίνησε και στη χονδρική, με τη βοήθεια τη δική μου όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το ρούχο από το 1985 και μετά. Μετά μπαίνει και στη χονδρική, με επιδείξεις μόδας υψηλής ραπτικής, αυτό που λέμε pret a porter de lux. Με επιδείξεις μόδας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και στο εξωτερικό, με τη βοήθεια του ΟΠΕ. Ο ΟΠΕ ήταν Οργανισμός Προώθησης Εξαγωγών. Και πηγαίναμε και στο εξωτερικό για να δείξουμε τα ελληνικά ρούχα και παίρναμε κάποιες μικρές παραγγελίες, αλλά ήταν μια αρχή που είχαμε κάνει τότε.
Χονδρική έδινε σε όλη την Ελλάδα, και Κύπρο. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν στην Αθήνα λόγω πληθυσμού, αλλά είχαμε και σε πολλές άλλες πόλεις πελάτες, και Πάτρα και Κοζάνη, Καρδίτσα… Δεν υπήρχε το καλό ρούχο στη χονδρική. Όλες οι κυρίες που θέλαν να διαλέξουν ένα ωραίο φόρεμα, ένα ωραίο παλτό πήγαιναν και το έκαναν παραγγελία.
Σε γενικές γραμμές οι πελάτες της Θάλειας ήταν οικονομικά καλά. Δεν μπορούσε να αγοράσει ο κάθε ένας. Για αυτό και όταν είχαμε στη λιανική εκπτώσεις γινόταν πανικός. Δύο φορές το χρόνο που γινόταν τότε εκπτώσεις και επειδή κάναμε τότε μια έκπτωση 20 με 30%, όχι παραπάνω, γινόταν χαμός στο μαγαζί γιατί ερχόταν κόσμος όχι με πολλά χρήματα να πάρει κάτι πολύ καλό».
Απόσπασμα 2
Σοφία:
«Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας 1960, ερχόταν η πελάτισσα, της έπαιρνε τα μέτρα, έκοβε η κόπτρια το ρούχο και ξαναερχόταν η πελάτισσα, έκανε την πρόβα της, μια, δύο, ή και τρεις πρόβες, εάν ήταν πολύ βαριά ρούχα για γάμους και δεξιώσεις. Μετά το ρούχο τελείωνε και ερχόταν η πελάτισσα και το παίρναμε ή το στέλναμε, γιατί είχαμε και πελάτισσες απ’ έξω, από τη Βέροια και τη Χαλκιδική, από την Αθήνα.
Δηλαδή για να καταλάβετε ερχόταν και την έπαιρναν την ιδιοκτήτρια του οίκου Μόδας που εργαζόμουν και την πήγαιναν στην Αθήνα για να κάνουν πρόβες. Ήταν κάποιες κυρίες που είχαν μεγάλη ευχέρεια χρημάτων. Τους έκαναν τα αεροπορικά εισιτήρια, έκαναν την πρόβα στην Αθήνα, το ρούχο τελείωνε στη Θεσσαλονίκη και μετά το στέλναμε. Είτε ερχόταν και το παίρνανε, το καλό το ρούχο. Τίποτα το παράξενο για εκείνο τον καιρό. Τώρα βέβαια αυτά εκλείψανε. Έτσι δουλεύαμε.
Εκείνη που έχει το εργοστάσιο «….» την είχε καλέσει για πρόβα, την ιδιοκτήτρια του Οίκου Μόδας. Την πήραν από εδώ με το αεροπλάνο, που το κόμιστρο το είχε κάνει αυτή, έκανε πρόβα και επέστρεψε, έφερε το ρούχο, το ράψαμε και το στείλαμε με το πρακτορείο στην Αθήνα, γιατί τότε δεν είχε κούριερ. Για το γάμο του γιού της αυτό. Για να κάνει μια κυρία το έξοδο, το αεροπορικό εισιτήριο και το ξενοδοχείο που έκατσε η εργοδότριά μου, θα πει ότι είδε την ποιότητα. Η εργοδότρια μου έραβε πάρα πολλές Αθηναίες εκείνο τον καιρό. Και από στόμα σε στόμα έγινε γνωστή. Έτσι γινόταν. Η διαφήμιση είναι η καλή ποιότητα που έχεις και προτιμούσαν την εργοδότριά μου. Αν όχι πέντε φορές το μήνα, τουλάχιστον δύο φορές το μήνα είχε να κατέβει στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Και πολλές φορές μια φορά πήγαινε η εργοδότριά μου και μια φορά ερχόταν η πελάτισσα γιατί ήταν βαριά τα ρούχα. Δηλαδή δεν ήταν απλά, αλλα με κεντήματα, γιατι ήθελαν κεντήματα και είχε η εργοδότριά μου τις κεντήτριές της. Να σου δώσω ένα παράδειγμα.
Τότε, μια κυρία στην Αθήνα της είχαμε κάνει παλτό και μέσα είχε κοράλλι. Μέσα από το πέτο είχε κεντημένα κοράλλια. Αλλά υπήρχε μεγάλη ευχέρεια χρημάτων εκείνο τον καιρό. Με 150.000 δραχμές τότε έπαιρνες ένα σπίτι. Όταν μια πελάτισσα έδινε 1.000.000 τότε για τρία ρουχα, πόσα σπίτια μπορούσε να αγοράσει. Και τώρα υπάρχει ευχέρεια χρημάτων, αλλά από άλλες δουλειές τώρα και από άλλες τότε. Τώρα πάνε και σε οίκους μόδας του εξωτερικού».
Αρχείο Ελίνας Καπετανάκη