Αφηγήσεις, αναμνήσεις και οράματα. Η ιστορία της οικογένειας της Σοφίας Κατσανεβάκη
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Σοφία Κατσανεβάκη, το γένος Καραγιαννίδη, γεννήθηκε στα Χανιά το 1923. Ήταν κόρη προσφύγων από τη Νικομήδεια. Η μητέρα της κι ο πατέρας της ήταν 45 και 55 χρονών, το 1923. Πίσω στην Μικρά Ασία είχαν αφήσει όλη την προηγούμενη ζωή τους.
Ο πατέρας της ήταν προηγουμένως παντρεμένος και είχε 4 παιδιά. Σύμφωνα με όσα διηγούνταν ο ίδιος, όταν άρχισε να βλέπει ότι η κατάσταση δεν πήγαινε καλά στη Μικρά Ασία, ζήτησε από τη γυναίκα του να φύγουν. Αυτή αρνήθηκε κι ο ίδιος πήρε τον δρόμο για την Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στη Χίο.
Η μητέρα της, Αικατερίνη Κυρλίδου, ήταν χήρα με, μάλλον, 4 παιδιά επίσης. Φαίνεται ότι 2 παιδιά της χάθηκαν με έναν τρόπο που η Σοφία δεν γνωρίζει. Ο γιος της, τρίτο παιδί, έφυγε από τη Νικομήδεια όταν ξεκίνησαν οι ταραχές. Είχε, λέει, κι αυτός ζητήσει από τη μητέρα του να φύγουν όλοι μαζί, αλλά αυτή αρνήθηκε να αφήσει το σπίτι της. Έτσι, ο γιος αποχώρησε. Πιθανότατα μετά την Καταστροφή, η μητέρα της Σοφίας με το τελευταίο παιδί που ήταν μαζί της, μια κόρη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Νικομήδεια. Η κόρη σε αυτή την πορεία χάθηκε. Η μάνα βγήκε στη Χίο κι εκεί κάπως βρέθηκε ξανά με τον γιο της.
Στη Χίο, λοιπόν, ο πατέρας και η μητέρα της Σοφίας γνωρίστηκαν, και συμφώνησαν να παντρευτούν για να βιοποριστούν παρέα και να προσπαθήσουν να φτιάξουν ξανά μια κανονικότητα στη ζωή τους. Μαζί τους έμεινε και ο γιος της γυναίκας. Αποφάσισαν, επίσης, να φύγουν από τη Χίο και να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη κάπου αλλού. Είχαν, λέει, ακούσει ότι στην Κρήτη υπάρχει πολύ λάδι και δουλειά σε αυτό, και πήραν ένα καράβι για τα Χανιά. Αποκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη, στο Μετόχι του Μπάρμπου, με ακόμη 13 προσφυγικές οικογένειες. Εκεί γεννήθηκε η Σοφία λίγους μήνες μετά.
Η Σοφία περιγράφει την καθημερινότητα της οικογένειας όπως τη θυμάται στα παιδικά της χρόνια: ο πατέρας της έγινε λαχανοπώλης, έστησε ένα λαχανοπωλείο στο κέντρο της πόλης κι εμπορευόταν κηπευτικά. Η μητέρα της δεν δούλευε, ήταν στο σπίτι και ήταν αυτή που κατεξοχήν μετέφερε τις ιστορίες της Μικράς Ασίας στη Σοφία.
Ο αδερφός της ήταν κι αυτός στην πόλη. Η ίδια η Σοφία μεγάλωσε όμως σαν μοναχοπαίδι, μιας και είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας απ’ αυτόν. Θυμάται ότι, ουσιαστικά, τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε μέσα στο μετόχι, παρέα με τη μαμά της, με την οποία τραγουδούσαν μαζί. Θυμάται πως, κάποτε, είχε έρθει ο γιος του μπέη που ζούσε στο μετόχι πριν την ανταλλαγή και τους περιέγραφε πώς ζούσε η οικογένειά του στον χώρο εκεί: υπόγεια με αποθήκες, το σπίτι τους στον όροφο, γυναικωνίτης παραπάνω και, έπειτα, κήποι με λουλούδια, μια αυγοειδής ανοιχτή δεξαμενή νερού. Θυμάται ότι πήγαινε σχολείο, αλλά τα γράμματα τα έπαιρνε δύσκολα. Έπειτα, θυμάται πως έπιασε δουλειά στο μεταξουργείο του πρόσφυγα Ι. Αθανασιάδη, μαζί με πολλές άλλες προσφυγοπούλες. Θυμάται, τέλος, την αντιπάθεια των ντόπιων προς τους πρόσφυγες, μιας και η γη που άφησαν πίσω τους οι μουσουλμάνοι που ανταλλάχθηκαν ήταν διακύβευμα για όλους.
Το ιδιαίτερο στοιχείο που παρουσιάζει η Σοφία στη συνέντευξή της είναι η μυθολογία της μητέρας της γύρω από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η Σοφία ξεκινάει την αφήγησή της καθηλωτικά με την ιστορία της Καταστροφής και του διωγμού μέσα από μια σειρά οράματα που είχαν ο αδερφός και η μητέρα της. Με αυτόν τον τρόπο, η μάνα της Σοφίας τής μετέφερε όσα της είχαν συμβεί μέχρι την άφιξή της στην Ελλάδα. Η αφήγηση που κάνει, λοιπόν, η ίδια η ομιλήτρια είναι αναπαραγωγή αυτών των ιστοριών, όμως η Σοφία έχει πάρει τώρα πια τον ρόλο αυτής που βίωσε τα οράματα και τα γεγονότα. Και, με έναν τρόπο, αυτό είχε συμβεί: «καθόμουνα με τη μητέρα μου, μου ‘λεγε τον πόνο της, έκλαιγε κι έκλαιγα κι εγώ μαζί της. Και μου έλεγε «σώπα, παιδί μου, σώπα, έλα, παιδί μου, να ψάλουμε». Κι αρχίζαμε και ψέλναμε. Είχε ωραία φωνή η μητέρα μου». Η Σοφία ήταν ο δέκτης της επαναλαμβανόμενης αφήγησης των ιστοριών από την Καταστροφή, έμαθε να λυπάται και να πονάει με τη μητέρα της που αφηγούνταν, έμαθε να θρηνεί όσα της συνέβησαν και να προσεύχεται γι’ αυτά. Με τον δικό της τρόπο έχει βιώσει όσα η μητέρα της αφηγούνταν.
Τα δε οράματα που της μετέφερε η μητέρα της αποτελούν ένα πολιτισμικό κεφάλαιο από τη θρησκευτικότητα εκείνης της γυναίκας. «[…] Σηκώθηκε ο Κεμάλης, μάζεψε τα γυναικόπαιδα, τα πήγε στην όχθη, τα ‘βαλε και γονατίσανε, και την ώρα που σήκωσε το σπαθί του, καβαλάρης αυτός, παρουσιάζεται ο Άγιος Γεώργιος. Φοβέρισε το ζώο, αυτός [ο Κεμάλ] δεν τον είδε, το ζώο φοβέρισε, το ζώο εσήκωνε τα πίσω του πόδια, ετσινούσε με τα πίσω του πόδια, με την ουρά του τον εχτυπούσε, χιλιμιντρούσε, μια σήκωνε τα μπροστά του πόδια, μια τα πίσω του πόδια, να τονε ρίξει. Τονε γύριζε γύρω-γύρω στην κοιλιά του, αυτός βαστούσε γερά να μη φύγει, κι αφού είδε ότι δεν μπορούσε να το κάνει καλά το άλογο, τους λέει «σηκωθείτε, φύγετε, πηγαίντε στα σπίτια σας». Εφύγανε οι άνθρωποι στα σπίτια τους […]».
Η Σοφία κράτησε τις αφηγήσεις της μητέρας της σφιχτά μέσα της. Τις ενσωμάτωσε, κλαίει αναπαράγοντάς τις και πηγαινοέρχεται με εξαιρετική ευχέρεια από το α΄ στο γ΄ πρόσωπο όταν τις εξιστορεί στη συνέντευξη. Επίσης, προσπαθεί η ίδια να ερμηνεύσει αποφάσεις της μητέρας της τις δύσκολες εκείνες μέρες που κουβαλούσε την τραυματισμένη κόρη της, τραυματισμένη και η ίδια, προς τα παράλια για να ξεφύγουν. Μας εξηγεί γιατί τα πράγματα πήραν αυτήν την τροπή, γιατί τελικά η τραυματισμένη κόρη έμεινε κάπου πίσω και η μάνα προχώρησε μπροστά: «Αλλά δεν ξέρω, η ζωή είναι γλυκιά. [Η μάνα] έβλεπε πως [η κόρη της] δεν είχε ζωή. Η ίδια δεν εκαταλάβαινε τον πόνο της. Μπαίνει μέσα εκεί [στις καλαμποκιές]. Οι σφαίρες; Βροχή, λέει, πέφτανε! Ένα ποντίκι είχα γίνει. Από τη μια [καλαμποκιά] στην άλλη πήγαινε, από τη μια στην άλλη πήγαινα. Κι από δω μπήκε κι από κει βγήκε! Το βράδυ! Να περπατήσει από τη μια στην άλλη να φύγει, να γλιτώσει τη σφαίρα… Αλλού βρέθηκε! Δεν θυμάται τι έγινε το κορίτσι της. Τι το ‘κανε, πού τ’ άφησε, δεν θυμάται. Βγήκε έξω από κει πέρα».
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2014 στα πλαίσια σχολικού πρότζεκτ του 1ου Επαγγελματικού Λυκείου Χανίων. Υπεύθυνη καθηγήτρια του πρότζεκτ και συνεντεύκτρια στην συνέντευξη της Σοφίας ήταν η Χρυσή Σπυριδάκη, η οποία παραχώρησε την άδεια για τη χρήση μέρους του υλικού από το πρόγραμμα 100 Memories.