Αυτοσχέδιες γειτονιές στα όρια της πόλης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η προσφυγική εγκατάσταση αποτέλεσε το μεγαλύτερο και το πιο άμεσο από τα προβλήματα που χρειαζόταν να επιλύσει ο κρατικός μηχανισμός μετά τον Σεπτέμβρη του 1922. Οι πρόσφυγες έπρεπε να κατανεμηθούν στην ελληνική επικράτεια, καθώς και να εξασφαλίσουν κατοικία και εργασία. Ουσιαστικά, η κεντρική πολιτική που ακολουθήθηκε στο θέμα της στέγασης μπορεί να διακριθεί στις εξής τέσσερις περιπτώσεις: 1) εγκατάσταση στα οικήματα που κατασκεύασε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων και το Υπουργείο Περιθάλψεως· 2) μακροχρόνια φιλοξενία στα επιταγμένα ακίνητα· 3) αυτοστέγαση χωρίς κρατική παρέμβαση· και 4) αυτοστέγαση με κρατική βοήθεια. Στους πρόσφυγες της τρίτης κατηγορίας, περιλαμβάνονταν οι πιο εύποροι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν με δικά τους μέσα εντός του αστικού ιστού της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά και οι άποροι πρόσφυγες που κατέφυγαν σε έρημες ή ακατοίκητες περιοχές, τις οποίες στη συνέχεια επίταξε και απαλλοτρίωσε η κυβέρνηση. «Υπήρξαν [δηλαδή] εκείνοι που δεν μπόρεσαν, και εκείνοι που δεν θέλησαν να εγκατασταθούν στους προσφυγικούς συνοικισμούς και τις επιταγμένες κατοικίες», όπως σημειώνει η Βίκα Γκιζελή. Σύμφωνα με το Quarterly Report της Κοινωνίας των Εθνών στη Μακεδονία και την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά περίπου 35.000 οικογένειες προσφύγων, στις πόλεις και τα χωριά, είχαν χτίσει σπίτια με δικά τους έξοδα, μέχρι το 1927. Ο αστικός χώρος γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά γέμισε με αυτοσχέδιες γειτονιές αλλά και οργανωμένους συνοικισμούς προσφύγων. Πλάι στις σκηνές των προσφύγων και τα αυτοσχέδια σπίτια τους δημιουργήθηκαν οι οργανωμένοι προσφυγικοί συνοικισμοί και αντίστροφα.
Οι νέοι αυτοί οικιστικοί θύλακες είχαν μεταξύ τους αρκετές ομοιότητες τόσο ως προς το είδος της κατοικίας (τενεκεδένια και ξύλινα παραπήγματα) όσο και ως προς τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοί τους (κοινόχρηστα αποχωρητήρια, απουσία δικτύου υδροδότησης και ηλεκτροφωτισμού). Η ΕΑΠ περιέγραψε σε έκθεσή της τους αυτοσχέδιους αυτούς συνοικισμούς που φιλοξενούσαν το 1927 περισσότερες από 13. 700 οικογένειες. Οι πρόσφυγες «που ζουν μέσα σε οικοδομικά τετράγωνα που έχουν κατασκευάσει καταλύματα με δικά τους έξοδα, είναι ακόμη πιο αξιολύπητοι. Υπάρχουν καταυλισμοί όπου το σύνολο των κτισμάτων μοιάζει περισσότερο με απέραντο κοινοτροφείο παρά με ανθρώπινο οικισμό. Υπάρχουν καταλύματα φτιαγμένα από πηλό ή σανίδες που μερικές φορές δεν ξεπερνούν σε μήκος τα 5 ή τα 4 μέτρα. Υπάρχουν σκεπές καλυμμένες με κομμάτια από τενεκέδες ή από το αποκαλούμενο πισσόχαρτο που επιτρέπει στη βροχή να εισέρχεται σε διάφορα σημεία: κάτω από αυτές τις συνθήκες, τρία, τέσσερα, μερικές φορές πέντε ή έξι άτομα στοιβάζονται μαζί για να περάσουν τη νύχτα στο λασπωμένο έδαφος. Υπάρχουν οικοδομικά τετράγωνα στα οποία τα δύσβατα περάσματα που λειτουργούν ως δρόμοι διασταυρώνονται με δύσοσμους ανοιχτούς αγωγούς λυμάτων όπου το νερό γεμάτο με ακαθαρσίες και απορρίματα λιμνάζει».
Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, γύρω από το κέντρο της πόλης δημιουργήθηκαν δεκάδες αυτοσχέδιοι οικιστικοί πυρήνες, ήδη από τις πρώτες βδομάδες μετά την άφιξη των προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1922. Κάποιοι από τους αυτοσχέδιους αυτούς πυρήνες εξελίχθηκαν σε ολόκληρες γειτονιές με τα παραπήγματα να παραμένουν για χρόνια. Στα βόρεια όρια του Δήμου Πειραιά, στις όχθες του ρέματος Καναπιτσερή δημιουργήθηκε ο πρώτος αυτοσχέδιος οικιστικός θύλακας της Νέας Κοκκινιάς. Σκηνές που έδωσαν τη θέση τους σε αυτοσχέδια παραπήγματα και στη συνέχεια σε πιο μόνιμες κατασκευές αποτέλεσαν τον αρχικό αυτοσχέδιο συνοικισμό που διατηρήθηκε για δεκαετίες παρά το κεντρικό στεγαστικό σχέδιο που εκπονήθηκε για την περιοχή και οδήγησε στην δημιουργία της Νέας Κοκκινιάς. Το ρέμα ή Σούδα, οι μετέπειτα οδοί Μπελογιάννη και Τζαβέλα σύνορο σήμερα δυο πόλεων –του Πειραιά και της Νίκαιας– αποτέλεσαν για δεκαετίας το σύνορο δύο κόσμων, του αστικού και του προσφυγικού, και τα λιγοστά σπίτια εκείνης της περιόδου που έχουν διατηρηθεί θυμίζουν ακόμα -παρά τις επισκευές και τις προσθήκες- την νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η προσφυγική άφιξη καθώς και τις διαφορετικές ταχύτητες αποκατάστασης και εγκατάστασης. Τα τελευταία παραπήγματα της Σούδας γκρεμίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο πλαίσιο του προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης των τελευταίων παραπηγματούχων αστών προσφύγων του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας.
Μια γέφυρα στη συμβολή των σημερινών οδών 7ης Μαρτίου, Τζαβέλα και Μπελογιάννη, στο εμπορικό κέντρο του αρχικού προσφυγικού πυρήνα, εξασφάλιζε την απρόσκοπτη διέλευση τροχοφόρων οχημάτων από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του συνοικισμού, ιδιαίτερα την περίοδο του χειμώνα όπου το νερό του ρέματος ήταν αυξημένο. Αρκετές ήταν και οι ξύλινες πεζογέφυρες κατά μήκος προσφυγικού συνοικισμού επιτρέποντας το πέρασμα κατοίκων, εργατών και επισκεπτών από την Παλαιά στην Νέα Κοκκινιά και αντίστροφα. Το γκρέμισμα των τελευταίων παραπηγμάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οδήγησε στην κατεδάφιση τους και έδωσε τη θέση του στη σημερινή διαμόρφωση των οδών Τζαβέλα και Μπελογιάννη.
Βιβλιογραφία
Βίκα Γκιζελή, Κοινωνικοί Μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα, 1920−1930, Αθήνα 1984
League of Nations, Greece: Quarterly Report of the Refugee Settlement Commission, Γενεύη 1924–1930, τχ. 14 (1927)