Αναπαραστάσεις των οικείων και των άλλων: Αθώοι και Φταίχτες
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Αρχές του 2002 κατέφτασε στα Χανιά ένας αποσταλμένος του BBC από το Λονδίνο με σκοπό να καταγράψει τα εναπομείναντα μουσουλμανικά μνημεία. Έμεινε στην πόλη λίγο παραπάνω από έναν χρόνο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του επιδόθηκε κυρίως σε μια προσωπική αναζήτησή του: η οικογένειά του ήταν από τα Χανιά. Στην εποχή του πατέρα του, όμως, είχαν αναγκαστεί να μετοικήσουν στην Τουρκία γιατί ως μουσουλμάνοι υπάγονταν στη Συμφωνία Ανταλλαγής των Πληθυσμών του 1923. Ο ίδιος, Αρίφ Καούρ, είχε στα χέρια του ένα ημερολόγιο του παππού του για τα γεγονότα εκείνα, σχολιασμένο από τον πατέρα του. Το ημερολόγιο αυτό αποτέλεσε πυξίδα για τις διαδρομές και τις αναζητήσεις του στην πόλη και τους ανθρώπους της.
Την περίοδο παραμονής του τάραξε τα νερά της καθημερινότητας της πόλης η δολοφονία μιας γυναίκας. Η αρχική εντύπωση ήταν ότι η δολοφονημένη ήταν κόρη επιφανούς χανιώτικης οικογένειας. Η διάψευση αυτής της εντύπωσης, και η αποκάλυψη ότι το θύμα τελικά ήταν μια Ουκρανή μετανάστρια, αποκατέστησε σύντομα την αναστάτωση.
Αυτός ο χρονικός άξονας, οι αρχές του 21ου αιώνα, αποτελεί τον ένα από τους δύο στους οποίους κινείται το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα, Αθώοι και Φταίχτες, που εκδόθηκε το 2004. Ο δεύτερος είναι ο άξονας των αρχών του 20ού αιώνα, τότε που η οικογένεια του Αρίφ έμενε και, λίγο αργότερα, εγκατέλειψε την πόλη. Μέσα στον πανικό της αποχώρησής τους, εξαφανίστηκε η αδερφή του πατέρα τού Αρίφ, η Αϊσέ. Εντοπίστηκε σύντομα στο σπίτι της χριστιανικής οικογένειας Φούμη, υποψήφια νύφη ενός γιου, του Αρμόδιου Φούμη. Μέσα στη βία της ανταλλαγής και του χρόνου που μετρούσε αντίστροφα, η Αϊσέ αποχαιρέτησε τους δικούς της που την προικοδότησαν, βαφτίστηκε, κι έμεινε στα Χανιά. Λίγα χρόνια αργότερα, ο άντρας της ο Αρμόδιος την δολοφόνησε.
Γύρω από αυτά τα γεγονότα-σκελετό για την πλοκή, η Μάρω Δούκα αναπτύσσει ένα μυθιστόρημα με πολλούς εμπλεκόμενους και με θέμα αυτόν που μένει, αυτόν που έρχεται κι αυτόν που φεύγει από μια πόλη. Τον ντόπιο και τον μετανάστη, τον οικείο και τον άλλο. Δίπλα στον Αρίφ εμφανίζονται οι απόγονοι της οικογένειας Φούμη, δηλαδή ο Πανάρης και η Ελεονόρα, εγγόνια του δολοφόνου και της δολοφονημένης από τη μεριά της μητέρας τους. Καθένας απ’ αυτούς φέρει ένα δίκτυο συγγενών και φίλων που συγκροτεί ένα κοινωνικό σύμπαν, και παίζει τον ρόλο τού αντιπροσωπευτικού δείγματος της επαρχιακής χανιώτικης κοινωνίας. Το δίκτυο αυτό, τελικά, φτάνει και στη δολοφονημένη Ουκρανή μετανάστρια. Τα πρόσωπα πλαισιώνονται από τους σημαντικούς βοηθητικούς χαρακτήρες του αστυνομικού και του δημοσιογράφου. Αυτοί βλέπουν τα τεκταινόμενα από μια οπτική που συνεισφέρει στην υπόθεση, στην κατανόηση των ηθών, στον εμπλουτισμό των συναισθημάτων των αναγνωστών.
Ο Αρίφ, λοιπόν, είναι μια αναπαράσταση του άλλου, του εθνικά άλλου, στα Χανιά του 2002. Από τότε που η οικογένειά του ανταλλάχθηκε και μετακόμισε στην Τουρκία, έχει ξεθωριάσει η κατανόηση ότι μουσουλμάνοι και χριστιανοί ήταν συντοπίτες. Ο Αρίφ αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, ακόμη και από όσους παρουσιάζονται από τη Δούκα ως «προοδευτικοί χαρακτήρες» στο μυθιστόρημα. Αυτός ο άλλος έχει και ιστορική διάσταση: ο πατέρας του, μια γενιά πίσω, και ο παππούς του, δυο γενιές πίσω, αντιμετωπίζονταν επίσης ως άλλοι από τους χριστιανούς στα Χανιά στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν, όμως, διαφορετικό το περιεχόμενο του Κρητικού μουσουλμάνου το 1900 και διαφορετικό το περιεχόμενο του Τούρκου το 2003. Άλλα όσα χώριζαν (και ένωναν) τους χριστιανούς με τους μουσουλμάνους τότε, άλλα όσα χωρίζουν (και ενώνουν) τους Έλληνες και τους Τούρκους τώρα. Και φαίνεται, τέλος, ότι διαφορετικό θα είναι το περιεχόμενο του γιου του Τούρκου, μιας και η Δούκα ονομάζει τον γιο του Αρίφ Χάινριχ και τον θέλει να ζει στη Φρανκφούρτη, χωρίς ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του.
Εθνικά άλλη είναι και η δολοφονημένη Ουκρανή μετανάστρια, η Όλια. Επισημαίνοντας ότι η πληθυσμιακή μετακίνηση συνεχίζει και στον 21ο αιώνα, σαν μοτίβο μέσα στην ιστορία, η Δούκα χρησιμοποιεί το τέχνασμα της μη άμεσης αναγνώρισης του πτώματος, για να θίξει την αντιμετώπιση μιας τοπικής κοινωνίας στο ξένο: για όσο δεν είναι γνωστή η ταυτότητα της νεκρής, αλλά υπάρχει ο φόβος ότι πρόκειται για την κόρη της Ελεονόρας, η τοπική κοινωνία αναστατώνεται. Όταν διευκρινίζεται ότι η νεκρή είναι μάλλον μετανάστρια αρχικά αγνώστων στοιχείων, «το θέμα ξέπεσε αμέσως σε μονόστηλο στην προτελευταία σελίδα».
Δεν είναι, όμως, μόνο ο Αρίφ και η Όλια άλλοι για τα Χανιά του 2003. Είναι αλλότρια η αίσθηση και του Έλληνα που δεν είναι Χανιώτης, σύμφωνα με τη Δούκα. Οι χαρακτήρες του βιβλίου εξομολογούνται με διάφορους τρόπους τη δυσπιστία τους προς αυτούς που δεν γνωρίζουν. Με το στόμα της στενής φίλης της Ελεονόρας, η Δούκα παρατηρεί ότι «αν τύχει όμως και θελήσει αυτός ο ξένος να σταθεί ισότιμα ανάμεσά μας, θα τον αποβάλουμε σαν ξένο σώμα, είχε το παράδειγμα ενός γνωστού της από την Αθήνα…».
Τελικά, όμως, ο άλλος δεν προσδιορίζεται μόνο από τη χωρική του αναφορά. Αντίθετα, εμπλουτίζοντας την κατανόηση του αναγνώστη για τον ξένο σε μια κοινωνία, η Δούκα προικίζει με ανοίκεια χαρακτηριστικά ένα κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, τον Πανάρη. Ο ευφυής, αλλά χωρίς ακαδημαϊκές, επαγγελματικές και προσωπικές περγαμηνές Πανάρης, είχε να επιδείξει ιστορίες μεγαλεπήβολων στόχων που κατέληξαν σε εγκατάλειψη: προοπτικές να περάσει στην ιατρική, που δεν ικανοποίησε. Μια πορεία στην οδοντιατρική, την οποία εγκατέλειψε. Η επιθυμία να σπουδάσει πολιτική οικονομία, που έμεινε ανεκπλήρωτη. Διέξοδος στην Αμερική, μια θυελλώδης σχέση η οποία έληξε. Η επιστροφή του στην Ευρώπη, όπου αδύναμος ψυχολογικά νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο. Με την επιστροφή του στα Χανιά, μονοπωλεί το ενδιαφέρον του ένας θησαυρός οικογενειακών χειρογράφων στο υπόγειο του σπιτιού, τα οποία όσο μελετά, τόσο απαξιώνει. Επιθυμεί να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Κρήτης, αλλά αποθαρρύνεται μπροστά σε κάθε εμπόδιο που προκύπτει. Η ζωή του Πανάρη είναι ανοίκεια στην χανιώτικη κοινωνία. Και η Δούκα περιγράφει γιατί: στο αίτημα του Πανάρη να πολιτευτεί, ο πολιτευόμενος πατέρας του τού υπενθυμίζει: «για να σου δοθεί το χρίσμα χρειάζεται ζωή χωρίς ρωγμές, δεν το καταλαβαίνεις;». Ο εγκρατής αστυνομικός που γνωρίζει την οικογένεια, αλλά και την τοπική κοινωνία, τον χαρακτηρίζει «τρελό». Ο Πανάρης είναι μια αναπαράσταση του γνωστού, του συντοπίτη άλλου, του ξένου ως προς τις διαδρομές της ζωής και της δράσης του.
Η Δούκα επιλέγει να κλείσει τον κύκλο των ηρώων του μυθιστορήματός της ενώνοντάς τους μεταξύ τους. Ο Αρίφ, Τούρκος και απόγονος Κρητικών μουσουλμάνων, η Όλια, Ουκρανή δολοφονημένη μετανάστρια στα Χανιά, ο Πανάρης, Χανιώτης άλλοτε πολλά υποσχόμενος γόνος γνωστής οικογένειας, η Ελεονόρα, δίδυμη αδερφή του με επαγγελματική και οικογενειακή αρραγή εικόνα, είναι όλοι συγγενείς, κρατούν από τους ίδιους ανθρώπους τρεις γενιές πίσω. Ο οικείος και ο άλλος είναι γεννήματα της ίδιας μήτρας, με διαφορετικές διαδρομές. Η Δούκα, έτσι, κάνει ορατούς και τους δύο σε μια πλοκή που αντλεί έμπνευση από την ιστορία των Χανίων, μια ιστορία με πληθυσμιακές μετακινήσεις. «Από αιώνα σε αιώνα, σκεφτόμουν, με τα ίδια οικοδομικά υλικά από τα γκρεμισμένα σπίτια και τους καμένους ναούς, χτιζόταν και ξαναχτιζόταν η πόλη. Δεν υπάρχει, πιστεύω, ιερότερη στιγμή από αυτή που συναντιούνται τα στρώματα των πολιτισμών, το ένα επάνω και μέσα στο άλλο».
Βιβλιογραφία
Μάρω Δούκα, Αθώοι και Φταίχτες, Πατάκης 2010
Δέσποινα Κακατσάκη, Η εικόνα του άλλου και η έννοια της ταυτότητας στους Αθώους και Φταίχτες της Μάρως Δούκα, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, χ.χ. [http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/NeoellinikaKritikaKeimena.htm]
Όλγα Σελλά, «Αθώοι και Φταίχτες στον καθρέφτη της συμβίωσης…», Καθημερινή (06.4.2004)