Ανεργία, υποαπασχόληση και συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς συνοικισμούς του Βόλου, δεκαετία 1950
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Τα μόνιμα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1950 όσον αφορά στο ζήτημα της εργασίας και της απασχόλησης στην Ελλάδα, ήταν η αφθονία του εργατικού δυναμικού, η τεράστια ανεργία και η υποαπασχόληση. Ανάλογη ήταν και η κατάσταση στον Βόλο. Στις αρχές της πρώτης μετεμφυλιακής δεκαετίας το ζήτημα της ανεργίας στον Βόλο, που ήταν οξύ κατά τα χρόνια του Εμφυλίου, θα λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Οι οικονομικές και βιομηχανικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 –με καθοριστικό σημείο το 1953, όταν έγινε η νομισματική μεταρρύθμιση και η υποτίμηση της δραχμής– φαίνεται πως αποδυνάμωσαν ακόμα περαιτέρω την τοπική βιομηχανία, καθώς οι σημαντικότερες επιχειρήσεις αδυνατώντας να ανταποκριθούν στα νέα οικονομικά δεδομένα, κάτω από το βάρος της έλλειψης κεφαλαίων και μακροπρόθεσμων πιστώσεων από τις τράπεζες, οδηγήθηκαν στο κλείσιμο ή σε περιορισμό του κύκλου των εργασιών τους. Παράλληλα, αυτή την περίοδο συνεχίζεται η τάση συγκέντρωσης των βιομηχανικών μονάδων στην περιοχή της πρωτεύουσας, που είχε ήδη ξεκινήσει. Αυτή η γενικευμένη κρίση παρασύρει και τους υπόλοιπους τομείς της οικονομικής ζωής της πόλης και ο ρόλος της από πρωταγωνιστικός μετατρέπεται σε περιθωριακός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι συνθήκες διαβίωσης για τα πιο ευάλωτα μέλη του πληθυσμού της πόλης, όπως οι πρόσφυγες, γίνονται ακόμα πιο δύσκολες.
Ενδεικτικές είναι οι ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων της εποχής οι οποίοι διενήργησαν επιτόπιες έρευνες σε προσφυγικούς συνοικισμούς και λαϊκές συνοικίες του Βόλου, όπου διέμεναν προσφυγικές οικογένειες, για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό αυτών των περιοχών. Δημοσιογράφοι επισκέπτονται λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες, συνομιλούν με κατοίκους και καταστηματάρχες, όπως αρτοποιούς, παντοπώλες και κρεοπώλες, άλλες φορές εισέρχονται στο εσωτερικό των σπιτιών και στη συνέχεια παρουσιάζουν στις στήλες της εφημερίδας αναλυτικά τα πορίσματα της έρευνάς τους, επιδιώκοντας να αποτυπώσουν την κοινωνική και οικονομική φυσιογνωμία αυτών των περιοχών. Είναι χαρακτηριστική η διατύπωση αρθρογράφου της εποχής πως «τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία αποτελούν τις μικροτράπεζες της κάθε συνοικίας και τον καθρέπτην της οικονομικής ζωής».
Σε αυτά τα άρθρα αναδεικνύεται η φτώχεια και η οικονομική εξαθλίωση του προσφυγικού κόσμου της πόλης και των λαϊκών στρωμάτων της στη δεκαετία του 1950, απόρροια της ανεργίας αλλά και της χαμηλής αμοιβής της εργασίας, όποτε αυτή εξασφαλιζόταν έστω και περιστασιακά. Οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων των «ακραίων περιοχών», σύμφωνα με τη φρασεολογία της εποχής, είναι μια διαπίστωση που επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα: ο υποσιτισμός, η έλλειψη ή η ανεπαρκής στέγαση, η απουσία ουσιωδών έργων υποδομής κατατρύχουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την πλειοψηφία των κατοίκων της Νέας Ιωνίας, και των γειτονικών συνοικισμών του Καπακλί, των Επτά Πλατανιών, του Κουφόβουνου, περιοχές που βρίσκονται στη δυτική πλευρά της πόλης και στις οποίες συναθροίζονταν -κατά κύριο λόγο- πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες και φτωχοί γηγενείς κάτοικοι. Το πρόβλημα του υποσιτισμού μαρτυρά η μείωση της κατανάλωσης του ψωμιού:
«Τον Οκτώβριο του 1953, η κατανάλωσις του ψωμιού ανήρχετο εις 100-120 οκάδες ημερησίως δηλαδή 70 οκάδες άσπρα και 50 οκάδες μαύρο. Τελευταίως η κατανάλωσις του ψωμιού ανέρχεται συνολικώς εις 70 μόνον οκάδες, δηλαδή 60 μαύρο και 10 άσπρο. Τις ημέρες των αποκρεών οι πελάτες μου έφεραν μόνον ελάχιστες πίτες. Περισσότερο δούλεψε η μπομπότα και η πασπαλόπιτα».
επισήμανε στον Ταχυδρόμο τον Φεβρουάριο του 1954 αρτοποιός της Νέας Ιωνίας. Σε κάποιες περιοχές η κατανάλωση ψωμιού μειώθηκε ακόμα περισσότερο, κατά 50-60 οκάδες. Παρόμοιες είναι και οι περιγραφές άλλων μικροεπαγγελματιών, των παντοπωλών και των κρεοπωλών. Στα παντοπωλεία η κατανάλωση «εξαντλούνταν» στην αγορά λίγου λαδιού και ζυμαρικών, ενώ τα κρεοπωλεία αποτελούσαν ένα μέρος το οποίο μάλλον σπάνια επισκέπτονταν πολλοί από τους κατοίκους των περιοχών αυτών. Οι κίνδυνοι που προκαλούσε η ελλιπής διατροφή στην υγεία των λαϊκών στρωμάτων της πόλης διαπιστώνονταν και από επίσημους φορείς της πολιτείας, όπως τους γιατρούς του ΙΚΑ:
«Από απόψεως διατροφής, όχι διότι είναι πολλοί οι άνεργοι ή αυτοί που ζουν με κάποιο επίδομα, αλλά και διότι αι αποδοχαί των εργαζομένων είναι πολύ χαμηλαί, ώστε να μην επαρκούν δια την απαιτουμένην καλήν και άφθονον τροφήν. Επόμενον είναι οι ησφαλισμένοι να υποσιτίζωνται και ο οργανισμός των να είναι ευπροσβλητος. Υπό τας συνθήκας αυτάς, παρουσιάζο νται αρκετά δραματικά περιστατικά».
Διαπιστώνεται, λοιπόν, ρητά πως η ανεπάρκεια των εργατικών ημερομισθίων συνδέεται άμεσα με την απειλή της υγείας των λαϊκών στρωμάτων.
«Η νοσηρότης των κατοίκων εις την Νέαν Ιωνίαν» αναφέρει επίσης άλλος γιατρός του ΙΚΑ, «είναι κάπως μεγαλυτέρα, διότι όλοι είναι εργαζόμενοι και πολλοί διαβιούν υπό συνθήκας ανθυγιεινάς. Η στέγασις δεν είναι καλή εις την Νέαν Ιωνίαν και ιδίως εις τας συνοικίας «γερμανικά» και «τετράγωνα»… Σήμερον οι εργαζόμενοι της Νέας Ιωνίας δεν ευρίσκονται εις καλήν κατάστασιν, ενδεικτικό δε είναι ότι πολλοί δεν έχουν ούτε τις 3-4 χιλιάδες δια το μικρόν ποσοστόν, που χρειάζεται να καταβάλουν προκειμένου να λάβουν τα φάρμακα του ΙΚΑ».
Η ασθένεια εδώ, όπως διαπιστώνεται, φαίνεται να πλήττει περισσότερο κάποιες γειτονιές μέσα στον ίδιο συνοικισμό, αντανακλώντας τις κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτών των περιοχών. Τέλος, το φωτογραφικό υλικό αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της προσφυγικής γειτονιάς και το είδος της φτωχικής κατοικίας στο οποίο διαβιούσαν οι ένοικοί της, κατασκευασμένη στο μεγαλύτερο μέρος της από ξύλο και αντικατοπτρίζει τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, την οικονομική και κοινωνική ζωή του πληθυσμού της προσφυγικής γειτονιάς της Νέας Ιωνίας Βόλου, μαρτυρά την υποβαθμισμένη κατάστασή της και υπαινίσσεται την απουσία στοιχειωδών έργων υποδομής.
Βιβλιογραφία
Χρυσάφης Ιορδάνογλου, «Η οικονομία 1949-1974. Ανάπτυξη και νομισματική σταθερότητα», στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. τόμος 9: Νικητές και ηττημένοι 1949-1974, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003
Πάνος Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, Πατάκης, Αθήνα 2001
Θανάσης Μπέτας, “Καπνοβομηχανία Ματσάγγος εν Βόλω, 1918-1972”. Εργασία και επιβίωση στο Βόλο, αδημ. διδ.διατριβή, Παν/μιο Θεσσαλίας, Βόλος 2015
Χ. Χατζηιωσηφ, «Η πολιτική οικονομία της ανασυγκρότησης και του Εμφυλίου» στο Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., τόμος Δ1΄, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009