Από τα σύνορα στα ελληνικά της τηλεόρασης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Το 2012, εποχή κατά την οποία έλαβε χώρα η συνέντευξη που παρατίθεται, η Ελόνα ήταν σαράντα χρονών. Είχε ήδη ζήσει περίπου δεκαεπτά χρόνια στην Θεσσαλονίκη, πλέον εργαζόταν στην περιοχή του ιστορικού κέντρου της πόλης και οι περιγραφές της αφορούν στα πρώτα έτη και στις συνθήκες της άφιξής της στην Ελλάδα/Θεσσαλονίκη.
Η Ελόνα ήρθε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας 1990. Σχετικά με εκείνη την περίοδο είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αλβανική μετανάστευση αφορούσε κυρίως άνδρες. Η παράτυπη διάβαση των συνόρων για την πλειοψηφία των μετακινούμενων από την Αλβανία, πλην εκείνων που διέθεταν Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς, οι δύσκολες συνθήκες της μετάβασης στην Ελλάδα με τα πόδια για τους παράτυπα μετακινούμενους, αλλά ίσως ακόμη και η πολιτισμική πρακτική του «κουρμπέτ» όπου σύμφωνα με την Papailias στην αλβανική κοινωνία ο άνδρας πρωτίστως μεταναστεύει και καλείται σωματικά και ηρωικά ακόμη να προστατεύσει τα μέλη της οικογένειάς του, σήμαναν πως μόνο λίγες αρχικά γυναίκες μετέβησαν στην Ελλάδα κατά το πρώτο κύμα της αλβανικής μετανάστευσης.
Μέχρι το 1998 όπου με το νέο μεταναστευτικό νόμο (ΦΕΚ 240Α/28.11.1997) αποδόθηκε άδεια παραμονής και εργασίας σε παράτυπα διαμένοντες στην Ελλάδα πολίτες άλλων χωρών ήταν σύνηθες ότι γυναίκες μετανάστριες από την Αλβανία και από άλλες χώρες πρώην σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, διαβίωσαν για μεγάλα διαστήματα κλεισμένες σε κάποιο σπίτι. Άλλες, εργάστηκαν ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί σε σπίτια ντόπιων οικογενειών, ενώ κάποιες, αναμένοντας το χρόνο να περάσει μέχρι τη νομιμοποίησή τους εργάστηκαν εκείνη τη χρονική περίοδο ατύπως στη διαδικασία παραγωγής ρούχων με το σύστημα φασόν. Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γράφει πως η πρώτη γενιά των μετακινούμενων είναι η γενιά της λάντζας. Η μετακίνηση από την Αλβανία και η δυσκολία νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα συνδέθηκε με πάσης φύσεως σωματικού κυρίως μόχθου εργασίες. Και σκληρές εργασίες, συνήθως με χαμηλό μεροκάματο.
Αργότερα, με το Προεδρικό Διάταγμα 359/97 (ΦΕΚ 240Α/28.11.1997) και την απόδοση της άδειας παραμονής και εργασίας μαζικά σε άτομα που διαβιούσαν στην Ελλάδα παρατύπως για σειρά ετών, πολλές γυναίκες κατάφεραν να βγουν από το σπίτι. Όπως αναφέρει συνομιλήτρια με καταγωγή από την Αλβανία, η οποία εργάστηκε στον τομέα παραγωγής ρούχων φασόν από το σπίτι: «Ήταν τον καιρό που καθόμουν στο σπίτι και μάθαινα ελληνικά. Τι άλλο να κάνω; Κεντήματα». Και ήταν πολλές οι γυναίκες με καταγωγή από την Αλβανία και την πρώην ΕΣΣΔ που από τις αρχές της δεκαετίας 1990 εργάστηκαν στον άτυπο τομέα της διαδικασίας φασόν ως κεντήτριες ή ράπτριες εξειδικευμένων σημείων των ρούχων. Πλέον, όπως διατύπωσε μια από τις συνομιλήτριές: «ήρθαν οι Κινέζοι και όλα τα κεντήματα και τα πετσετάκια παράγονται από πλαστικό. Αυτή η εργασία χάθηκε και κάποιες γυναίκες ίσως δεν θα θελήσουν να μιλήσουν. Είναι στο παρελθόν, η πρώτη περίοδος ζωής στην Ελλάδα».
Πηγές
«Πάντα ήθελα να φύγω από την Αλβανία για να προχωρήσω. Δε με χωρούσε ο τόπος. Δεν ήξερα για που, πάντως ήθελα να φύγω. Η μητέρα μου επέμενε να τελειώσω πρώτα το πανεπιστήμιο και μετά να πάω όπου θέλω.
Στην Ελλάδα βρέθηκα τυχαία. Αφότου τελείωσα το πανεπιστήμιο παντρεύτηκα. Στο γάμο είχαν έρθει κάποιοι συγγενείς μου που τότε δούλευαν στην Ελλάδα. Αυτοί πρότειναν να έρθουμε εδώ. Είχα χαρεί πολύ με την πρόταση. Χωρίς να το σκεφτώ απάντησα αμέσως ναι. Ετοιμαστήκαμε, μπήκαμε το ’95 από τα Σκόπια. Τότε, πολύς κόσμος ερχόταν από εκεί. Ξεκινήσαμε με ένα αμάξι που είχε μέσα τους συγγενείς μας, εμένα και τον άνδρα μου και μερικά παιδιά.
Φανταζόμουν ότι αφού έχουμε βγει από τον κομμουνισμό έχουμε μπει σε μια φάση δημοκρατίας και ελευθερίας. Δεν φανταζόμουν τι μας περίμενε… Είχα φορέσει τα καλά μου για να έρθω στην Ελλάδα. Ήθελα όταν έρθω ο κόσμος να με δει με τα καλά μου. Έβαλα μια φούστα από την προίκα μου, καλλωπίστηκα και ξεκινήσαμε.
Φτάνοντας στα σύνορα ο οδηγός φωνάζει “τρέξτε!!!”. Μπορεί μέχρι τότε να μην μου είχαν εξηγήσει ή και να μην είχα καταλάβει τι συμβαίνει στα σύνορα. Εγώ πίστευα πως θα είμαστε ελεύθεροι να πάμε σε μια άλλη δημοκρατική χώρα. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει. Εγώ στάθηκα, δεν καταλάβαινα. Ο οδηγός, που ήταν ο παράνομος διακινητής μας άρχισε να φωνάζει ξανά: “τρέξτεεεε!!!!”. Ο άνδρας μου με τράβηξε, έσκισα τη φούστα μου, έγινα χάλια, βρεθήκαμε τρέχοντας σε ένα χωράφι. Άρχισα να κλαίω. Τί είναι αυτό; Αυτό δεν είναι ελευθερία…! Ο άνδρας μου, μου μιλούσε… Ήταν χάλια, ένιωθα χάλια.
Με τα πολλά βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, στους συγγενείς μας. Ο άνδρας μου ήταν τυχερός, βρήκε αμέσως δουλειά. Εγώ έμεινα στο σπίτι για τέσσερα χρόνια. Φοβόμασταν ότι θα με πιάσουν χωρίς χαρτιά και δεν έβγαινα από το σπίτι. Μια φορά μόνο, είδα την πόλη βράδυ μέσα από ένα λεωφορείο. Μου έκαναν εντύπωση τα φώτα. Ήταν τα χειρότερα τέσσερα χρόνια της ζωής μου αυτά στο σπίτι. Το μόνο θετικό ήταν ότι έμαθα καλά ελληνικά βλέποντας τηλεόραση. Δεν υπήρχε βέβαια κανείς να μου το πει τότε αυτό, ότι δηλαδή έχω μάθει καλά ελληνικά. […] Τότε, οι δουλειές που μου πρότειναν ήταν να φροντίζω παππούδες και γιαγιάδες ή να δουλέψω ως καθαρίστρια. Όμως αυτό δεν το ήθελα. Έλεγα: «μα τότε γιατί σπούδασα;».
Τελικά με τους καινούργιους νόμους μπήκαμε στη διαδικασία νομιμοποίησης. Εντωμεταξύ προκηρύχθηκαν από τον ΟΑΕΔ σεμινάρια κοπτικής-ραπτικής για μετανάστριες. Τα παρακολούθησα και τότε άρχισε να αλλάζει η ζωή μου. Ήμουν χαρούμενη, γνώρισα ανθρώπους και άρχισε να επιβεβαιώνεται η προσπάθεία μου στα ελληνικά. Οι καθηγητές με υποστήριξαν πολύ. Έλεγαν πως ξέρω να μιλώ εξαιρετικά τα ελληνικά. Τα είχα μάθει βλέποντας τηλεόραση. Μετά το σεμινάριο έπιασα δουλειά για 2-3 χρόνια σε μια βιοτεχνία δυτικά. Στο μεταξύ επειδή ήξερα καλά ελληνικά έπιασα και δεύτερη δουλειά. Αυτό με βοήθησε αργότερα […]».
Ελόνα, Θεσσαλονίκη 2012
Αρχείο εθνογραφικής έρευνας Ελίνας Καπετανάκη