Από την πολυκατοικία του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης στην κεντρική Αλβανία. Αφηγήσεις της μετακίνησης, της εργασίας και της κρίσης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Αρντίτ κατάγεται από μια πόλη της κεντρικής Αλβανίας. Στην πόλη αυτή, και συγκεκριμένα στο εστιατόριο που δημιούργησε στον τόπο καταγωγής του, έλαβε χώρα το 2012 η παρούσα συνέντευξη. Τότε, ο Αρντίτ ήταν 38 χρονών και είχε ήδη ζήσει για είκοσι συναπτά έτη στην Ελλάδα. Αρχικά εργάστηκε στον γεωργικό τομέα και συγκεκριμένα στην παραγωγή των ροδάκινων της Έδεσσας για δύο χρόνια και έπειτα μετακινήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου αρχικά εργάστηκε στον κατασκευαστικό τομέα και έπειτα, για δώδεκα χρόνια, ως θυρωρός σε μια πολυκατοικία του ιστορικού κέντρου της πόλης. Λίγους μήνες πριν τη συνάντησή μας είχε μετακινηθεί εκ νέου προς την Αλβανία. Με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει κατά τα είκοσι χρόνια εργασίας του στην Ελλάδα άνοιξε τη δική του επιχείρηση, ένα μικρό εστιατόριο, στο οποίο εργαζόταν ο ίδιος ως επικεφαλής, μαζί με κάποια ακόμη μέλη της οικογένειάς του. Στο απόσπασμα της συνέντευξής ο Αρντίτ περιγράφει το χρονικό της απόφασής του να μετακινηθεί εκ νέου προς την Αλβανία, με σκοπό να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση.
Η εποχή της μετακίνησης του Αρντίτ στην Αλβανία, και συγκεκριμένα τα έτη 2009-2014, η οικονομική κρίση που διένυσε η Ελλάδα, σε μια περίοδο που ακόμα η απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας ήταν μια εξαιρετικά μακρά και δύσκολη διαδικασία, άτομα μέσης και νεότερης ηλικίας καλούνται να αποφασίσουν εάν θα μετακινηθούν εκ νέου στην Αλβανία (έχουμε ένα μεγάλο ρεύμα μετακίνησης προς τα πίσω εκείνα τα χρόνια), αν θα παραμείνουν στην Ελλάδα, ή αν θα εργαστούν ή θα σπουδάσουν σε χώρες του εξωτερικού.
Πηγές
«Εργάστηκα ως θυρωρός, στην ίδια πολυκατοικία για δώδεκα χρόνια. Η δουλειά ήταν οχτάωρη, με άστατο ωράριο και έπαιρνα 700 ευρώ το μήνα. Η πολυκατοικία μου παρείχε και δωρεάν σπίτι. Ήταν πολύ κεντρικά και έτσι μπορούσα να βλέπω τους φίλους μου. Τα τελευταία χρόνια η ζωή μου ήταν αποκλειστικά μέσα και γύρω από την πολυκατοικία. Λόγω της κρίσης [ο αφηγητής αναφέρεται στην περίοδο από το 2010 και έπειτα] κάποιοι ένοικοι έκαναν παράπονα. Ήθελαν να δουλεύω part-time , δηλαδή εξάωρο και να μειωθεί ο μισθός μου στα 400 ευρώ. Με τα προηγούμενα χρήματα που έβγαζα ήμουν καλά, όμως για 400 ευρώ δεν άξιζε αυτή η δουλειά. Πάντα πίστευα πως έχω καλές σχέσεις με τους ένοικους. Όμως πια, κάποιοι παραπονέθηκαν πως χωρίς μείωση του μισθού μου επιβαρύνονται με έξι ευρώ το μήνα στα κοινόχρηστα. Καταλαβαίνω πως ο κόσμος έχει προβλήματα. Όμως τί είναι τα έξι ευρώ; Τελικά κατάλαβα πως κάποιοι ήθελαν να βάλουν ένα δικό τους άτομο να δουλέψει σε αυτή τη θέση. Βλέπεις με τέτοια ανεργία ο κόσμος συμβιβάζεται και θέλει να βολευτεί. Αρνήθηκα την πρότασή τους, πήρα αποζημίωση από τη δουλειά και ταμείο ανεργίας. Νοίκιασα ένα σπίτι και έμεινα εκεί δύο μήνες ψάχνοντας δουλειά. Όμως με τα 360 ευρώ το μήνα απλά έτρωγα τα λεφτά της αποζημίωσης. Ήταν δύσκολα. Από την αρχή ήθελα να γυρίσω στην Αλβανία. Έλεγα να μαζέψω μερικά λεφτά και να πάω [στην Αλβανία] και όμως έμενα. Η δουλειά ήταν συμπαθητική και επίσης βοηθούσα τους δικούς μου. Τα προηγούμενα χρόνια, όποια οικογένεια στην Αλβανία δεν είχε συγγενή μετανάστη να στέλνει έστω και λίγα χρήματα περνούσε δύσκολα. Αποφάσισα λοιπόν να γυρίσω, ήταν δύσκολα στη Θεσσαλονίκη, τι θα έκανα; Ήρθα εδώ, στον τόπο που κατάγομαι και άνοιξα αυτό το μαγαζί. Στα Τίρανα και στο Δυρράχιο πηγαίνουν αυτοί που έχουν μαζέψει μεγάλο κεφάλαιο […]».
Αρντίτ, Θεσσαλονίκη 1912
Αρχείο εθνογραφικής έρευνας Ελίνας Καπετανάκη