Εξαιρέσεις (και μη) μουσουλμάνων από την ανταλλαγή πληθυσμών
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης βασίστηκε στο θρήσκευμα. Οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, εθνικό ή γλωσσικό, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο να εφαρμοστεί. Επιπλέον, η ανταλλαγή αυτή ήταν η πρώτη υποχρεωτική που εφαρμόστηκε για τέτοιες περιπτώσεις.
Η υποχρεωτική αυτή ανταλλαγή προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων στους πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα να διοργανωθούν κατά τόπους συλλαλητήρια διαμαρτυρίας. Όμοιες αντιδράσεις εξέφρασαν και πολλοί μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα, ενίοτε ενώνοντας τις φωνές τους με αυτές των προσφύγων.
Από την πλευρά των μουσουλμάνων που έμαθαν ότι επρόκειτο να ανταλλαγούν, υπήρξαν αρκετοί που επεδίωξαν να αλλάξουν υπηκοότητα προκειμένου να ενταχθούν στις εξαιρέσεις της ανταλλαγής και να παραμείνουν στην Ελλάδα. Η επιδίωξη αυτή καταγράφηκε και στην περίπτωση των Κρητικών μουσουλμάνων, οι περισσότεροι από τους οποίους προσπάθησαν να λάβουν ιταλική υπηκοότητα. Μάλιστα, αυτή η πρόθεσή τους χρησιμοποιήθηκε ενίοτε από τον Τύπο για την ενίσχυση ενός αφηγήματος που μιλούσε για τις πολύ καλές συνθήκες διαμονής στην Ελλάδα, έναντι των κακών προδιαγραφών της γείτονος Τουρκίας. Αρκετά νωρίς, αρχές του 1923, ο τοπικός Κήρυξ διαμήνυε ότι «οι Τούρκοι της Ελλάδος εναντιούνται εις την ανταλλαγήν των πληθυσμών», αποδεικνύοντας πόσο δημοκρατικό ήταν το σύστημα στην Ελλάδα, σε αντίθεση με όσα θα συναντούσαν στην Τουρκία.
Αρκετά σύντομα, όμως, αυτού του είδους η αρθρογραφία θα εξέλιπε, καθώς το ελληνικό – και το τουρκικό αντίστοιχα – κράτος προσπάθησε να στηρίξει με κάθε μέσο την αποδοχή της υποχρεωτικής ανταλλαγής από τους πληθυσμούς του, παλιούς και νέους. Αφενός, ήταν ζήτημα αποφυγής κοινωνικών εντάσεων: οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες έπρεπε να αποδεχτούν τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα που είχε η απόφαση της Σύμβασης της Λοζάνης. Αφετέρου, την απόφαση αυτή δεν είχαν επιβάλει οι Δυνάμεις στα δύο κράτη, αλλά τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία την είχαν προτείνει εξίσου: αν δεν γινόταν υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, τα δύο κράτη θα βρίσκονταν σε δεινή θέση όσον αφορά την αποκατάσταση των νέων πληθυσμών που είχαν ήδη φτάσει ή θα έρχονταν .
Στην Κρήτη η προσπάθεια των μουσουλμάνων να αλλάξουν υπηκοότητα για να παραμείνουν στο νησί ήταν μια διαδικασία που δημοσιευόταν. Τα ονόματα όσων αιτούνταν αλλαγή κοινοποιούνταν μαζί με το πόρισμα της κάθε αίτησης. Ενδεικτικό το δημοσίευμα του Μαΐου του 1924, αρκετούς δηλαδή μήνες μετά την έναρξη της ανταλλαγής: «Δεν αναγνωρίζονται ως ξένοι υπήκοοι […] καθ’ όσον τα υπ’ αυτών υποβληθέντα δικαιολογητικά εκρίθησαν αβάσιμα, συνεπώς υπόκεινται εις τας σχετικάς διατάξεις περί ανταλλαγής πληθυσμών και δέον να εγκαταλείψουν το Ελληνικόν έδαφος το ταχύτερον», γράφει η Νέα Έρευνα.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών εφαρμόστηκε ταχύτατα στις χαμηλότερες τάξεις των μουσουλμάνων, όπως αποτυπώνεται στον τύπο της εποχής, Η εφημερίδα Κήρυξ, στις αρχές Νοεμβρίου του 1923, ανακοίνωνε την άφιξη των μελών της Υποεπιτροπής ανταλλαγής «ίνα […] αρχίσουν αμέσως την ανταλλαγήν, έναρξιν κάμνοντες από τους ακτήμονας». Η Νέα Έρευνα, λίγες μέρες αργότερα, περιέγραφε την πρώτη αναχώρηση ανταλλαγέντων από το λιμάνι των Χανίων. «[…] Χίλιοι περίπου μετανάσται εκ Χανίων Μουσουλμάνοι, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των τέκνων. Οι μετανάσται ούτοι […] ανήκουν ως επί το πολύ εις τας τάξεις απόρων και εργατών».
Η ανταλλαγή, όμως, δεν ολοκληρώθηκε μέχρι το 1930, οπότε καταγράφονταν ακόμη αιτήσεις μουσουλμάνων για αλλαγή υπηκοότητας. Μια τέτοια αίτηση εντοπίστηκε στην εφημερίδα Ανόρθωσις του Ηρακλείου. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εκείνοι που μπορούσαν να παρατείνουν για τόσα χρόνια την παραμονή τους στο νησί, είχαν την δυνατότητα να το κάνουν λόγω οικονομικής ευχέρειας και κοινωνικών δικτύων.
Τον Μάιο του 1924, κι ενώ η ανταλλαγή ήταν σε εξέλιξη, πέθανε ένα θρησκευτικό πρόσωπο ιδιαίτερης σημασίας για την πόλη. Επρόκειτο για τον τότε αρχηγό του τάγματος των Μεβλεβήδων στα Χανιά, και Καδή της πόλης τα τελευταία χρόνια, τον Μεχμέτ Σεμσεντίν Ντεντέ. Η εφημερίδα Νέα Έρευνα τον περιέγραφε ως άνθρωπο που «διεκρίνετο διά την καλοκαγαθίαν του και την μετριοφροσύνην του και διά τας λοιπάς αρετάς του εφ’ ω ηγάπατο και ετιμάτο υπό του Μουσουλμανικού στοιχείου, όσον και υπό των ημετέρων». Ο νεκρός, σύμφωνα με την εφημερίδα, είχε ως τελευταία επιθυμία να ταφεί στη Σμύρνη, επιθυμία που συμβάδιζε με την απόφαση της ανταλλαγής. Παρόλη την επιθυμία του, η εφημερίδα τονίζει ότι «άλλως τε δεν επιτρέπεται πλέον ο ενταφιασμός εν τω περιβόλω του Τεκέ όπου ο οικογενειακός αυτού τάφος». Ο νεκρός όντως μεταφέρθηκε με πλοίο στη Σμύρνη, ως μια ακόμη εκδοχή ανταλλάξιμου πληθυσμού. Αν και κανείς μπορεί να υποθέσει πως μέχρι την αναχώρηση όλων των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων συνέχισαν να γίνονται ταφές στο μουσουλμανικό νεκροταφείο της πόλης, το γεγονός της μεταφοράς αυτού του φημισμένου νεκρού στη Σμύρνη μαζί με τους ανταλλαγέντες παραμένει ενδεικτικό των συνθηκών που δημιούργησε η υποχρεωτική μετακίνηση των ανθρώπων στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Βιβλιογραφία
Γιάννης Γκλαβίνας, «Συγκατοικώντας με την άλλη πλευρά της Ανταλλαγής των Πληθυσμών: η συμβίωση Χριστιανών προσφύγων και Μουσουλμάνων ανταλλαξίμων στην Ελλάδα την περίοδο 1914-1924», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ. 19 (2015), σ. 217-240
Konstantinos Tsitselikis, Old and New Islam in Greece. From historical minorities to Immigrant Newcomers, Martinus Nijhoff Publishers, Leiden 2011
Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020
Μανώλης Μανούσακας, «Φωτοαναδρομές στον Χανιώτικο Κάμπο, 179. Τεκές Μεβλεβήδων», Χανιώτικα Νέα 14.8.2008