Ελένη Μαγαλιού, από το Πουρί Πηλίου στον Βόλο
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Ελένη Μαγαλιού γεννήθηκε στα 1944 στο Πουρί, ένα μικρό χωριό κοντά στη Ζαγορά Πηλίου. Είναι η μεγαλύτερη κόρη μια επταμελούς οικογένειας. Ο πατέρας της γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πουρί. Η μητέρα της καταγόταν από ένα γειτονικό χωριό, το Ξουρήχτι. Οι γονείς της παντρεύτηκαν με προξενιό. Απέκτησαν πέντε παιδιά: τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ο πατέρας της ήταν αρχικά αγρότης, αλλά στον Εμφύλιο Πόλεμο τραυματίστηκε βαριά δεχόμενος μία σφαίρα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια μίας μάχης που έγινε στο χωριό Κανάλια Πηλίου. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει ανάπηρος και μην μπορέσει ξανά να εργαστεί. Η οικογένεια έκτοτε επιβίωνε με μία μικρή σύνταξη που κατάφερε να πάρει ο πατέρας:
«…ήταν ανάπηρος, και το χέρι του και το πόδι του… έπαιρνε μια μικρή σύνταξη… και όταν ήμασταν όλοι εκεί στο χωριό… Μετά όταν ήρθαμε όλοι εδώ στον Βόλο, πήρε και περίπτερο… κάπως τα φέρναμε βόλτα…»
Η μητέρα της Ελένης δεν δούλευε, καθώς το μεγάλωμα των πέντε της παιδιών δεν της το επέτρεπε, όπως επισημαίνει η Ελένη. Τα παιδικά χρόνια στο Πουρί ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Φτωχά και δύσκολα, τονίζει. Η μητέρα της ήταν φιλάσθενη, με κλονισμένη σωματική και ψυχική υγεία, εκτός των άλλων και λόγω της δύσκολης συγκατοίκησης με τα πεθερικά της στο πατρικό σπίτι του άντρα της. Η Ελένη από πολύ νωρίς θα επωμιστεί το βάρος και τις ευθύνες του νοικοκυριού και της φροντίδας των μικρότερων αδελφών της.
«Η μητέρα μου ήταν ασθενής… τα νεύρα της, είχαν πάθει τα νεύρα της… είχε πολλά προβλήματα υγείας… και εγώ τι ήμουνα; Όλα από μένα… τελείωσα το δημοτικό και ύστερα ήρθαμε εδώ στον Βόλο»
Η οικογένεια τα φέρνει όλο και πιο δύσκολα στο χωριό και στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αποφασίζει να το εγκαταλείψει και να εγκατασταθεί μόνιμα στον Βόλο αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Στην απόφαση αυτή φαίνεται πως επηρέασε και η θεία της Ελένης, η αδελφή του πατέρα της, που ζούσε ήδη στην πόλη.
«Αφού έτσι και αλλιώς και στο χωριό που είσαι… τα παιδιά θα μεγαλώσουν, τα αγόρια μπορεί να πάνε σχολείο, να σπουδάσουν… καλά τα κορίτσια… τότε τα είχαν στην άκρη, μόνο τα αγόρια θα έπρεπε τότε να…, ο πατέρας μου ήταν και τέτοιος άνθρωπος… Και το 1958 ερχόμαστε όλοι στον Βόλο»
Στα 1958 η οικογένεια νοικιάζει ένα μικρό σπίτι στην περιοχή του Οξυγόνου, στη Μεταμόρφωση, κοντά στο σπίτι όπου διέμενε η αδελφή του πατέρα. Μετά από ένα διάστημα, λόγω της αναπηρίας του πατέρα θα τους παραχωρηθεί από το κράτος ένα περίπτερο, το οποίο το νοικιάζουν. Αυτό αποτελεί το μοναδικό εισόδημα της επταμελούς οικογένειας. Οι αδελφοί της Ελένης συνεχίζουν το σχολείο στον Βόλο. Ο ένας τελειώνει το νυχτερινό γυμνάσιο, δουλεύοντας παράλληλα σε ένα φαρμακείο και στη συνέχεια θα εργαστεί ως υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα. Ο μικρότερος αδελφός της μαθαίνει αρχικά την τέχνη του ράφτη, την οποία εγκαταλείπει για να εισαχθεί αργότερα στο πυροσβεστικό σώμα. Η Ελένη, με την εγκατάστασή της στον Βόλο, στην ηλικία των δεκατριών ετών θα εργαστεί στο σπίτι μιας οικογένειας, αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των παιδιών και τις οικιακές εργασίες.
«Όταν ήρθαμε από το χωριό…, ε, πέντε παιδιά…, η θεία μου και η μαμά μου ήταν κουμπάροι… [με το αντρόγυνο] δουλεύαν και οι δυο στην τράπεζα της Ελλάδας και είχαν δυο μικρά παιδιά. Και πήγα εκεί. Και κρατούσα τα παιδιά… Ιωλκού με Αντωνοπουλου… Έμεινα εκεί τρία χρόνια… Με αγαπούσαν πολύ… θελαν να μείνω πολύ , να με παντρέψουν… Ήταν καλή γυναίκα… Στην αρχή ασχολούμουνα με τα παιδάκια. Ύστερα μαγείρευα κιόλας, ψώνιζα, καθάριζα. Με αγαπούσαν πάρα πολύ! Την Κυριακή ερχόμουν στην μάνα μου και στον πατέρα μου, εδώ στην οικογένειά μου. Είχα ρεπό δηλαδή! Ελεύθερο χρόνο δεν είχα. Άμα βγαίναμε, βγαίναμε μαζί. Μας έπαιρνε πηγαίναμε σινεμά, βλέπαμε παιδικά έργα, παίρναμε παγωτό… Πέρασα καλά εκεί πέρα!»
Η Ελένη θα μείνει στο σπίτι της οικογένειας των τραπεζικών υπαλλήλων για τρία χρόνια. Στη συνέχεια μαθητεύει ως μοδίστρα για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τη δουλειά την βρίσκει επίσης μέσω της θείας της. Η επόμενη δουλειά της θα είναι στο γερμανικό εργοστάσιο, το οποίο κατασκεύαζε κουτάλια και πιρούνια. Εκεί θα παραμείνει για τρία χρόνια. Από εκεί θα βρεθεί αργότερα σε ένα άλλο εργοστάσιο το οποίο παρασκεύαζε έτοιμα ανδρικά ενδύματα. Σε αυτό θα παραμείνει μέχρι τον ερχομό του δεύτερού της παιδιού, το 1974. Το 1972 έχει παντρευτεί τον Νίκο Μαργαριτόπουλο, ο οποίος καταγόταν από τα Φάρσαλα. Είχε έρθει και αυτός ως εσωτερικός μετανάστης στον Βόλο, με την οικογένειά του, την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Εργάζεται από μικρός στον Βόλο και γίνεται βαφέας αυτοκινήτων.
«Ο πατέρας του άντρα μου ήταν αριστερός… Και τον κυνηγούσαν … ήταν οι καταστάσεις αυτές… Ο άντρας μου… είχαν συνεργείο αυτοκινήτων. Δούλευε και αυτός από μικρός… Μετά ήρθε η Ντάτσουν και κλείσανε το συνεργείο και πήγανε και τα τρία τα αδέρφια… και ήταν επιστάτες, εργοδηγοί… Πήγε και στην Ιαπωνία! Έμεινε τρεις μήνες… έμαθε πολλά πράγματα εκεί!»
Η Ελένη, κλείνοντας την αφήγησή της, επισημαίνει με απόλυτη σαφήνεια τους διαφορετικούς λόγους που ώθησαν τις δύο οικογένειες, τη δική της και του άντρα της, από διαφορετικές περιοχές της Θεσσαλίας να μεταναστεύσουν τη δεκαετία του 1950 στον Βόλο. Αν για τη δική της η πρωταρχική αιτία ήταν η φτώχεια και οι κακουχίες στο ορεινό Πήλιο και η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής για τα μέλη της οικογένειάς της, για την οικογένεια του άνδρα της, από τα πεδινά Φάρσαλα, ο δρόμος προς την πόλη ήταν το αποτέλεσμα της βίας του Εμφυλίου Πολέμου και της ανάγκης προστασίας της ζωής και της επιβίωσης της.
Βιβλιογραφία
Προφορική συνέντευξη Ελένης Μαγαλιού, 3.6.2022