Επιδιώξεις απαλλαγής από την ανταλλαγή: ατομικές συνέργειες
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Πλήρης Περιγραφή
Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών βάσει θρησκεύματος δημιούργησε πλήθος αντιδράσεων τόσο εκ μέρους Μικρασιατών που ήρθαν στην Ελλάδα, όσο και μουσουλμάνων που έφυγαν για την Τουρκία. Όσοι δεν επιθυμούσαν να ανταλλαγούν φαίνεται ότι προσπάθησαν να διερευνήσουν την πιθανότητα να υπαχθούν στις εξαιρέσεις της Σύμβασης Ανταλλαγής.
Η διερεύνηση αυτή, όμως, δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία. Η επαφή των πολιτών με την κρατική διοίκηση σε συνθήκες πολιτικών αναταραχών κι ανταγωνισμών και σε περιόδους πολιτικών τομών, όπως ήταν η περίοδος αυτή τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία κατά την εφαρμογή της ανταλλαγής, δεν ήταν αυτονόητη. Εκτός από αυτό, οι ίδιοι οι όροι που πλαισίωναν την ανταλλαγή δεν ήταν διαμορφωμένοι εξ αρχής στο σύνολό τους. Επιμέρους θέματα που ανέκυπταν διαμορφώνονταν στην πορεία, με αποτέλεσμα κάποιες κατηγορίες πληθυσμών να μην είναι εξ αρχής σαφές αν υπάγονταν ή όχι στην ανταλλαγή. Τέλος, η ενημέρωση των πολιτών για ό,τι αφορούσε την περίπτωσή τους δεν ήταν αυτονόητη. Φαίνεται ότι κάποιος που είχε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδεύει από την επαρχία για να επισκέπτεται τα υπουργεία και να λαμβάνει νομικές συμβουλές ή κάποιος που είχε τα κοινωνικά δίκτυα να φτάσει στην πηγή της πληροφορίας και στο κέντρο των αποφάσεων, αύξανε για τον εαυτό του τις πιθανότητες να μάθει έγκυρα τι μπορούσε να διεκδικήσει.
Κάποια από τα παραπάνω μας επιτρέπει να δούμε η αλληλογραφία του Ιπποκράτη Αμπατζή με τον Χασάν Βέη Σουρουρζαδέ, που φυλάσσεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Αθηνών (ΕΛΙΑ). Ο Ιπποκράτης Αμπατζής ήταν πρόσφυγας από το Αδραμύτιο της Μικράς Ασίας, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα με την οικογένειά του ήδη με το κύμα προσφύγων του 1914. Δεν επέστρεψαν στη γενέτειρά τους στο ενδιάμεσο, κι έτσι η απόφαση για την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924 τους βρήκε εγκατεστημένους στην Αθήνα. Όμως, όπως βλέπουμε από τα ίδια τα γραπτά του, ο Ιπποκράτης ήταν βαθιά απογοητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η κατάσταση της οικογένειας λόγω της άφιξής τους στην Ελλάδα, και διεκδικούσε σθεναρά την υπαγωγή τους στις εξαιρέσεις της Σύμβασης και την επιστροφή τους πίσω στο Αδραμύτιο.
Εν τω μεταξύ, μετά την άφιξή του στην Ελλάδα ο Ιπποκράτης είχε γνωρίσει μια οικογένεια μουσουλμάνων στην Κρήτη και ανέπτυξε πολύ στενούς δεσμούς με δύο μέλη της, τον Νεσιμή Βέη Χιλμηζαδέ Βοσκάκη και τον ανιψιό του, Χασάν Βέη Σουρουρζαδέ. Επρόκειτο για μια ευκατάστατη οικογένεια μουσουλμάνων, μέλη της οποίας εγκατασταθεί στην Κρήτη μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Από την πλευρά τους, αντίστοιχα με τον Ιπποκράτη, επιθυμούσαν την παραμονή τους στο νησί, τη μη ανταλλαγή τους.
Η προσπάθεια αυτή και των δύο πλευρών να εξαιρεθούν τους έφερε κοντά, συναισθηματικά και επί της διαδικασίας. Ο Ιπποκράτης ανέπτυξε πυκνή αλληλογραφία με τον Χασάν Βέη, στην οποία μοιράζονταν τις δυσκολίες και τις ανησυχίες τους, και στην οποία ανέθετε ο ένας στον άλλο εξυπηρετήσεις που σχετίζονταν με επαφές με τη διοίκηση και με πρόσωπα που μπορούσαν να τους βοηθήσουν, αξιοποιώντας καθένας από την πλευρά του την κοινωνική του δικτύωση:
«Φίλτατε Χασάν Βέη Σουρουρζαδέ, […] θέλω να σας αναγγείλω ευχάριστα πλέον διά την υπόθεσιν του θείου σου, Νεσιμή Βέη Χιλμηζαδέ. Η ανωτέρω υπόθεσις έχει σχεδόν τελειώση από την παρελθούσαν εβδομάδα, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, μικρά τις διατύπωσις υπολείπεται και σημεραύριον θα έχητε σχετικόν τηλεγράφημά μου, προς τελείαν ησυχίαν του θείου σου», έγραφε ο Ιπποκράτης στον Χασάν Βέη, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του θείου του, για θέματα που αφορούσαν τη διαχείριση της περιουσίας του τελευταίου στα Χανιά (επιστολή 26/01/1925).
«[…] Ανησυχώ να μάθω τι γίνεται με την υπόθεσιν της υπηκοότητός σας. Διατί δεν μου αποστέλλετε τα πιστοποιητικά σας να απαντήσωμεν του Αγκιάχ επί τέλους. Άμα τα λάβητε γράψετε μου υπό ποίον πνεύμα θέλετε να του απαντήσω και εγώ το κάνω συμφώνως προς την επιθυμίαν σας», έγραφε σε επιστολή του προς τον Ιπποκράτη ο Χασάν Βέης λίγους μήνες αργότερα (επιστολή 22/03/1925). Ο Χασάν Βέης ήταν εκείνη την περίοδο ασκούμενος δικηγόρος στην Αλεξάνδρεια, και προσφερόταν να εξυπηρετήσει τον Ιπποκράτη σε νομικά ζητήματα.
«Έχεις πολύ δίκαιον να παραπονήσαι εναντίον μου διότι δεν σου έγραψα αρκετόν τώρα καιρόν και αφού συ μου έγραψες αρκετάς φοράς και κατ’ επανάληψιν. Δεν πιστεύω όμως να νομίζης ότι σ’ ελησμόνησα ή έχω τίποτε εναντίον σου. […] Ότι σε αγαπώ το ηξεύρεις και μάλιστα ακόμη περισσότερον η αγάπη μου προς εσέ ηύξησεν, από του θανάτου του μακαρίτου θείου σου και εξαιρετικού φίλου μου και τελείου ανθρώπου, Νεσιμή, τον οποίον δεν ημπορώ ακόμη να ξεχάσω […] τακτικά βλέπω [τον θείον σου] στον ύπνον μου με τα κόκκινα εκείνα μάγουλά του και με το πάντοτε γελαστό και άκακο πρόσωπό του». Πρόκειται για μία από τις φορές που ο Ιπποκράτης εξέφραζε τα έντονα και βαθιά συναισθήματά του για μια οικογένεια που θεωρούσε ομοιοπαθή και συνοδοιπόρο του στην προσπάθειά του να επανακτήσει τη ζωή που άφησε πίσω στο Αδραμύτιο (επιστολή 11/01/1927).
Όμοια εκφραζόταν με κάθε ευκαιρία και ο Χασάν Βέης, ο οποίος παρακάτω απολογούνταν γιατί έχασε μια συνάντηση με τον Ιπποκράτη εξαιτίας της αναχώρησής του από τα Χανιά νωρίτερα από το προγραμματισμένο δρομολόγιο (επιστολή 27/03/1925): «Δεν φαντάζεσθε την χαράν μου να σας αναγνώσω μεταξύ των επιστολών των οικίων μου αλλά και την λύπην μου διότι η αναχώρησίς μου εκ Χανίων εματαίωσεν μίαν επικείμενην συνάντησίν μας […] Κατόπιν τούτου, αγαπητέ και αξιότιμε φίλε, αισθάνομαι τον εαυτόν μου αποτροπιασμένον και αληθώς διαπράξαντα σφάλμα λόγω του ότι ανεχώρησα μίαν ημέραν προ της ορισθείσης προθεσμίας διά την αναχώρησίν μου εκ Χανίων και σας ζητώ συγνώμην. […] Αισθάνομαι βαθείαν λύπην και αποτροπιασμόν μέχρι του σημείου ώστε διά να επανορθώσω το λάθος μου να σας ερωτήσω εάν είναι ανάγκη να έλθω προς συνάντησίν σας εις τας Αθήνας».
Παρά τη συστηματική προσπάθεια και των δύο πλευρών, οι προσδοκίες τους τελικά δεν ικανοποιήθηκαν. Η οικογένεια Αμπατζή παρέμεινε στην Αθήνα. Ο Ιπποκράτης το έφερε αυτό βαρέως μέχρι το τέλος της ζωής του, λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί θεώρησε πως, λόγω της ανταλλαγής, η οικονομική του κατάσταση ανατράπηκε διά παντός, η δε δυνατότητά του να δουλέψει παραγωγικά και κερδοφόρα ανεστάλη από την αποτυχημένη εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Ο Νεσιμή Βέης πέθανε αναπάντεχα σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα το 1925. Ο Χασάν Βέης υπάχθηκε, τελικά, στους ανταλλαγέντες και μετοίκησε στην Τουρκία το 1931. Οι επιλεγμένες επιστολές συνθέτουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι άνθρωποι αυτοί, των προσδοκιών τους που δεν ικανοποιούνταν, και των πρακτικών που ακολουθούσαν προκειμένου να ορθώσουν το ανάστημα της ατομικής τους επιθυμίας, έναντι στις αποφάσεις των συνδιασκέψεων των κρατών τους.
Βιβλιογραφία
Χ. Α. Κοσσύβα, Νομοθεσία Διοικήσεως Μουσουλμανικών και Ανταλλαξίμων Ακινήτων, τύποις Π. Λίβα & Γ. Χάντζου, Αθήναι 1928
Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), Αμπατζής Ιπποκράτης, Κωδικός αναγνώρισης Α.Ε. 38, φάκελος 1.1-1.2