Εργασία από το μπαλκόνι και η σύνδεση με το σύστημα παραγωγής φασόν
Πόλη
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Πλήρης Περιγραφή
Η εργασία σε κλειστό μπαλκόνι ή σε χώρο-εργαστήριο στο σπίτι σφράγισε μια ολόκληρη εποχή σχετικά με τη γυναικεία κυρίως απασχόληση σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενδυμάτων. Η φωτογραφία απεικονίζει ένα οπίσθιο μπαλκόνι σε προάστιο της Θεσσαλονίκης, όπου η ιδιοκτήτρια του σπιτιού -και του εν λόγω μπαλκονιού- μετέτρεψε σε άτυπο εργαστήριο κατασκευής ρούχων. Η συνθήκη της γυναικείας εργασίας από το σπίτι σχετικά με την κατασκευή ρούχων συναντάται πολύ τακτικά σε προάστια της Θεσσαλονίκης κυρίως κατά τις δεκαετίες 1970, 1980 και 1990. Τότε, και εν μέσω μιας συνθήκης «διάχυτης εκβιομηχάνησης της πόλης», όπου εργαστήρια, βιοτεχνίες και μικρές μονάδες μαζικής παραγωγής έτοιμων ενδυμάτων εκκινούν τη λειτουργία τους παντού στην Θεσσαλονίκη, γυναίκες που αναζητούν άμεσα εργασία και κατέχουν σχετικές δεξιότητες με την κατασκευή ρούχων, συχνά παρέχουν τις υπηρεσίες τους από το σπίτι στις παραπάνω μονάδες παραγωγής, κεντώντας τουαλέτες, ράβοντας μαζικά φινιρίσματα, σιδερώνοντας πουκάμισα.
Η ιδιοκτήτρια του άτυπου εργαστηρίου στο εικονιζόμενο μπαλκόνι, εξήντα χρονών κατά την περίοδο που έλαβε χώρα η συνέντευξη, αφηγήθηκε τους λόγους και την προσωπική συνθήκη ζωής της μέσα από την οποία ξεκίνησε να εργάζεται από το σπίτι της.
«Έχω εργαστεί στο σπίτι, αλλά όχι πολύ διάστημα, έβγαζα τα δείγματα για ένα κατάστημα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μου έδινε και της έβγαζα τα δείγματα, και από εκεί έβγαινε η παραγωγή. Έβγαζα μόνο δείγματα. Μου έκοβε το ύφασμα και μου το έδινε για να το βγάλω σε ρούχο και να το δώσω στις άλλες μοδίστρες να μετά βγει η παραγωγή. Τότε δεν μου άρεσε το φασόν, γιατί είχα μάθει στην υψηλή ραπτική, είχα δουλέψει σε πολύ καλά ατελιέ. Όμως εκείνο το χρονικό διάστημα επιβαλλόταν να δουλέψω και μάλιστα από το σπίτι. Έτσι, έβγαζα τα δείγματα και τα έδινε μετά η εργοδότριά μου στις μοδίστρες για να γίνει το φασόν.
Κοίτα, φασόν με φασόν έχει διαφορά. Άλλο να βγάλεις ένα δείγμα και να βγουν 3.000 κομμάτια και άλλο να βγούνε 30-40-60 κομμάτια. Και τα έστελνε στη Μύκονο, στα νησιά, αιθέρια κομμάτια, καλά υφάσματα. Δεν έβγαζε δηλαδή αυτό που έκαναν στο γερμανικό, να βγαίνουν 50.000 κομμάτια. Αυτό το έκανα όταν ήταν ο γιος μου μικρός. Με βόλευε τότε η δουλειά από το σπίτι, αφού ο γιος μου ήταν μικρός. Αλλά δεν μπορούσα να βγάζω είκοσι κομμάτια την ημέρα, μου ήταν αδύνατο. Είχα την οικογένειά μου και την βάζω πάνω από όλα. Και ύστερα όλα τα άλλα. Έχω ένα πολύ μικρό μπαλκονάκι που το έχω κλείσει, μέσα στο σπίτι μου. Σε αυτό το μπαλκονάκι έχω βάλει τις μηχανές μου και δούλευα από εκεί. Το έχω ακόμα. Τώρα, δουλεύω καμιά φορά παραγγελίες αν μου το ζητήσει κάποια πελάτισσα. Όμως είναι πια λίγες οι πελάτισσές που ράβουνε και εγώ δεν έχω χρόνο, αλλά δεν θέλω να χαλάσω το χατίρι κάποιας πελάτισσας».
Βιβλιογραφία
Ντίνα Βαΐου, Λόης Λαμπριανίδης, Κωστής Χατζημιχάλης, Ζώγια Χρονάκη, «Διάχυτη εκβιομηχάνιση στη Θεσσαλονίκη», Σύγχρονα Θέματα, Νο 70, 1991