Εργασία και ανταγωνισμοί στο λιμάνι του Βόλου τον Μεσοπόλεμο
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Στο λιμάνι του Βόλου βρήκαν εργασία πολλοί πρόσφυγες σχεδόν αμέσως με την εγκατάστασή τους στην πόλη. Η αυξημένη προσφορά εργασίας σε αυτό, σε συνδυασμό με τη σχετική επαγγελματική εμπειρία πολλών προσφύγων στον τόπο καταγωγής τους, σε παραθαλάσσιες περιοχές όπως οι Εγγλεζονησιώτες, Βουρλιώτες και Σμυρνιοί, έλκει τους άνδρες πρόσφυγες οι οποίοι αναζητούν εκεί την εξασφάλιση ενός μεροκάματου. Οι περισσότεροι προσφέρουν ανειδίκευτη εργασία ως λιμενεργάτες, φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας τα καΐκια και τα μεγάλα καράβια που κατέφταναν στο λιμάνι, ενώ άλλοι ως φορτοεκφορτωτές και συσκευαστές ξηράς, μεταφέροντας προϊόντα και εμπορεύματα από την αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού στην προκυμαία και από την προκυμαία στις αποθήκες, σε εργοστάσια, καταστήματα και όπου αλλού χρειαζόταν. Παράλληλα, άλλοι, λιγότεροι, πιο ειδικευμένοι πρόσφυγες –με καταγωγή κυρίως από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη– «στήνουν» εργαστήρια επισκευής πλοίων ή αλλιώς «ταρσανάδες», κατά μήκος της ακτής από τον Άγιο Κωνσταντίνο έως τον Άναυρο. Στο λιμάνι περιφέρονται και μικρά ανήλικα αγόρια πρόσφυγες, αναζητώντας και αυτά μία εργασία που θα τα πρόσφερε μία χαμηλή αμοιβή. Αυτή την έβρισκαν κυρίως μεταφέροντας νερό στα καράβια, στα οποία δούλευαν οι εργάτες, νερό το οποίο γέμιζαν σε μπετόνια από τις βρύσες του λιμανιού.
Στο λιμάνι, οι πρόσφυγες εισέρχονται σε μία διαμορφωμένη αγορά εργασίας στην οποία κυριαρχούν οι ντόπιοι λιμενεργάτες, πολλοί εκ των οποίων εργάζονται εκεί για πολλά χρόνια. Το λιμάνι του Βόλου διαδραματίζει ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα σημαντικό ρόλο στις εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων, ο οποίος θα αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του 1920, καθώς η πόλη γνωρίζει ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη. Η μεγάλη εμπορευματική κίνηση πρόσφερε εργασία και απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια για τη μεταφορά των εμπορευμάτων και των προϊόντων. Σε αυτή την αγορά εργασίας, στην οποία η μισθωτή σχέση εργασίας είναι ήδη διαμορφωμένη, οι πρόσφυγες θα διεκδικήσουν τον χώρο και τον ρόλο τους.
Δέκα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη 16 πρόσφυγες από την περιοχή της Νέας Ιωνίας και του προσφυγικού συνοικισμού Ιωλκού, ή αλλιώς του Αγ. Βασιλείου, σύστησαν τον Ιούνιο του 1932 τον Σύλλογο Φορτοεκφορτωτών και Συσκευαστών ξηράς «Ο Άγιος Γεώργιος». Η ανάγκη υπεράσπισης του δικαιώματός των προσφύγων φορτοεκφορτωτών στην εργασία στο λιμάνι του Βόλου, καθώς αυτό απειλούταν λόγω της θέσπισης νόμου σχετικά με τη δημιουργία βιβλιαρίων εργασίας, αποτέλεσε τον κύριο λόγο σύστασης του εν λόγω συλλόγου, όπως πληροφορούμαστε σε επιστολή του προσφυγικού Συλλόγου Φορτοεκφορτωτών και Συσκευαστών «Άγιος Γεώργιος», με έδρα τον Βόλο, προς το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου στις 8 Ιουλίου 1932. Τον Αύγουστο ο Σύλλογος αριθμεί 44 μέλη.
Η αθρόα προσφορά φθηνής εργατικής δύναμης, όπως ήταν αυτή των προσφύγων, ανέτρεψε γενικότερα τις ισορροπίες προσφοράς-ζήτησης σε πολλούς εργασιακούς κλάδους στην Ελλάδα και ειδικότερα και στο λιμάνι του Βόλου και απείλησε την απασχόληση και το εισόδημα όσων ήδη εργάζονταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένα επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων και των φορτοεκφορτωτών, να κηρυχθούν «κλειστά» επαγγέλματα, θέτοντας περιορισμούς στην είσοδο νέων προσώπων. Στα 1927-28 όλες οι οργανώσεις των καπνεργατών, των μυλεργατών, των αρτεργατών, των τυπογράφων, των φορτοεκφορτωτών κ.α. ζητούν ατομικό βιβλιάριο ειδικότητας αποκλειστικά για τα μέλη των συνδέσμων τους, απαγορεύοντας έτσι την πρόσβαση στην εργασία σε κάθε «ελεύθερο» εργάτη. Επίσης, μια άλλη τακτική που εμφανίστηκε πρώτη φορά στους λιμενεργάτες το 1924, και διευρύνθηκε και σε άλλους κλάδους τη δεκαετία του 1930, ήταν η εκ περιτροπής εργασία, η οποία εφαρμοζόταν, όταν μειωνόταν η οικονομική δραστηριότητα. Η ψήφιση νόμου σύμφωνα με τον οποίο δικαίωμα στις εργασίες του λιμανιού είχαν μόνο όσοι λιμενεργάτες διέθεταν ειδικό βιβλιάριο εργασίας δημιούργησε νέα δεδομένα και προκαλούσε συγκρούσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων λιμενεργατών.
Η οικονομική κρίση που έφτασε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είχε επιπτώσεις στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας και στο λιμάνι του Βόλου οξύνοντας τον ανταγωνισμό για τη διασφάλιση της εργασίας. Πριν ακόμα τα αποτελέσματα της κρίσης γίνουν ορατά, στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου, στις 7 Ιουνίου 1930, δημοσιεύεται μια επιστολή διαμαρτυρίας του προσφυγικού Σωματείου Φορτοεκφορτωτών «Αγ. Παντελεήμονας», στην οποία αναδεικνύεται το ζήτημα της οργάνωσης της εργασίας στο λιμάνι της πόλης και οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων γύρω από αυτή. Αναλυτικότερα, στην επιστολή το σωματείο εκφράζει τη διαμαρτυρία του για τη στάση του λιμενάρχη αναφορικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει άδεια ελλιμενισμού σε εμπορικό ατμόπλοιο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκφόρτωση εμπορευμάτων σε αυτό από τους φορτοεκφορτωτές του σωματείου. Το σωματείο κατήγγειλε πως η εργασία πραγματοποιήθηκε, εντούτοις, μέσω φορτηγίδων από άλλους εργάτες για λογαριασμό άλλου εργοδότη.
Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, η ίδια εφημερίδα με εκτενές άρθρο της με τίτλο «Οι πρόσφυγες και εντόπιοι φορτοεκφορτωται. Ένα οξύτατον ζήτημα δια τις εργασίας του λιμένος» αναδείκνυε την σύγκρουση που σοβούσε μεταξύ γηγενών και προσφύγων φορτοεκφορτωτών. Το άρθρο παρουσίαζε εύγλωττα τις καταγγελίες των προσφύγων σχετικά με τον αποκλεισμό τους από την αγορά εργασίας του λιμένα και την άρνηση των γηγενών εργατών και σωματείων να τους χορηγήσουν βιβλιάρια εργασίας, ώστε να μπορέσουν οι πρώτοι να ενταχθούν στα σωματεία και να συνεχίσουν να εργάζονται στο λιμάνι.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1932, όταν η οικονομική κρίση αρχίζει να γίνεται αισθητή στην πόλη, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Βόλου, επιδιώκοντας να μετριάσει την όξυνση της ανεργίας και τις επιπτώσεις που θα είχε σε οικονομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο για την πόλη, ζητά από την επιτροπή ρύθμισης των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στο λιμάνι να μην αποκλειστούν από τις εργασίες του λιμένα που αφορούσαν στην φορτοεκφόρτωση των ατμόπλοιων, όσοι εργάτες δεν διέθεταν βιβλιάρια εργασίας. Ο αποκλεισμός ωστόσο εκείνων που δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν βιβλιάρια εργασίας δεν απετράπη. Ο Σύλλογος Φορτοεκφορτωτών και Συσκευαστών «Άγιος Γεώργιος», με επιστολή προς το ΕΒΕ Βόλου στις 12 Απριλίου 1934, θα συνεχίσει να διεκδικεί την χορήγηση βιβλιαρίων εργασίας για τα μέλη του και τον καταμερισμό των εργασιών στο λιμάνι του Βόλου μεταξύ των εργατών που ανήκαν σε διαφορετικά σωματεία, φανερώνοντας διαχωριστικές γραμμές και ανταγωνισμούς στον κόσμο της εργασίας της πόλης, μεταξύ προσφύγων – γηγενών, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την άφιξη και εγκατάσταση των πρώτων σε αυτή.
Βιβλιογραφία
Ταχυδρόμος, 7.6.1930.
Ταχυδρόμος, 11.12.1930.
Γ.Α.Κ. Ν. Μαγνησίας, Αρχείο ΕΒΕ Βόλου, Φάκελος 876/ Φ.Ν “Λιμενικά 1930-1934”
Βασιλεία Γιασιράνη-Κυρίτση, Από τον παππού στον εγγονό. Μνήμες και ιστορία των πατρίδων. Η παράδοση στο επάγγελμα, Πολιτιστικός Σύλλογος Μικρασιατών Ν. Ιωνίας Μαγνησίας «Το εγγλεζονήσι» 2011
Διεύθυνση Αρχείων Μουσείων και Βιβλιοθηκών Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π. – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Δήμου Βόλου, Μνήμες Προσφύγων. Οι Μικρασιατές πρόσφυγες στο Βόλο, εκδ. Βόλος, Βόλος 2021