Εργαζόμενοι για τον γύψινο διάκοσμο κατοικιών κατά τις απαρχές της μεγάλης ανοικοδόμησης στη Θεσσαλονίκη
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Οι εικονιζόμενοι των φωτογραφιών είναι μέλη της οικογένειας Καπετανάκη -κατά τα τη διάρκεια της εργασίας. Η οικογένεια Καπετανάκη μετακινήθηκε αρχικά από τη Σύρο στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1923 προκειμένου να λειτουργήσει εργαστήριο κατασκευής γύψινων διακοσμήσεων και κατασκευών. Ο Λεωνίδας Καπετανάκης, γεννηθής περί το 1890 στη Σύρο, μετέβη στην Αθήνα από τις αρχές του 20ου αιώνα και λειτουργούσε εκεί συνεταιριστικά σημαντικό για την εποχή εργαστήριο κατασκευής γύψινου διακόσμου. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας 1920 αποχώρησε από την συνεταιριστική επιχείρηση και μετέβη με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου και δεν υπήρχε ακόμα κάποιο μεγάλο εργαστήριο παραγωγής γύψινης διακόσμησης.
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Δάγκα η προοπτική οικονομικής σύνδεσης της Θεσσαλονίκης με την «Παλαιά Ελλάδα» περί το 1920 γεννούσε προσδοκίες σε σχέση με προοπτικά επιχειρηματικά οφέλη. Ενώ, η μαζική άφιξη προσφύγων στην Θεσσαλονίκη, αλλά και η μετοίκηση ανθρώπων με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, οι οποίοι διέθεταν κάποιο οικονομικό κεφάλαιο, δημιούργησε την ανάγκη για κατασκευή διαφορετικών ειδών κατοικιών, ταυτόχρονα, υπήρξε μεγάλη ανάγκη για τη δημιουργία νέων εργασιακών χώρων, καταστημάτων και γραφείων.
Καθώς φαίνεται, για τον Λεωνίδα Καπετανάκη αυτή ήταν η ευκαιρία της οικογένειας να καινοτομήσει σε έναν τομέα που ακόμα δεν είχε ανθίσει στη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος έφερε την επεξεργασία της σκόνης μαρμάρου στην πόλη και μιας και ήταν καλός τεχνίτης έλεγε πως «αν πετάξω ‘ύψο’ θα βγει ένα λουλούδι». Συγγενείς του Λεωνίδα αναφέρουν πως η επιχείρηση «Λ. Καπετανάκη και Υιοι» ήταν η μόνη -μεγάλη- επιχείρηση γύψινων διακοσμήσεων στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1950, με υποκατάστημα στην Καβάλα και για λίγο διάστημα στην Καστοριά. Όπου οι «υιοί» Νίκος Καπετανάκης ήταν αρχιμάστορας και ο Χρήστος Καπετανάκης ήταν υπεύθυνος της οικονομικής διαχείρισης της επιχείρησης. Ανάμεσα στα έργα τους ήταν ο γύψινος διάκοσμος στο “Παλατάκι”, τα γύψινα σημεία της Τράπεζας της Ελλάδος και της Πλατείας Αριστοτέλους.
Ωστόσο, περίπου στα τέλη της δεκαετίας 1950 και κατά τις αρχές της δεκαετίας 1960 η κατάσταση στο εργαστήριο έλαβε νέα τροπή. Δημιουργήθηκαν νέα εργαστήρια παραγωγής γύψινου διακόσμου στην Θεσσαλονίκη, τα οποία πλέον δημιουργούσαν προσφορές για τις παροχές τους σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Η οικονομική συνθήκη για την επιχείρηση δεν ήταν πια βιώσιμη. Σταδιακά η επιχείρηση διαλύθηκε και οι “Υιοι” αυτής άλλαξαν επαγγελματικό προσανατολισμό -ο Νίκος Καπετανάκης αναχώρησε για την Αμερική ως μετανάστης όπου είχαν πρόσφατα συγκεντρωθεί και άλλα τέκνα και μέλη της οικογένειας, ενώ ο Χρήστος Καπετανάκης ξεκίνησε να εργάζεται ως εργολάβος οικοδομών. Επρόκειτο για μια νέα εποχή της μετανάστευσης, της μεταπολεμικής πλέον ανοικοδόμησης στη Θεσσαλονίκη, αλλά και της αντιπαροχής.
Οι μετακινήσεις στο χώρο της εν λόγω οικογένειας, φέρονται σε ένα βαθμό να ακολουθούν τις μεγάλες αλλαγές εντός της ελληνικής κοινωνίας κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, έπειτα την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης και των Νέων Χωρών στην Παλαιά Ελλάδα, τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών στα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, αυτές οι κινήσεις στο χώρο και στον επαγγελματικό κόσμο μοιάζουν να αποκαλύπτουν τροπές και ροές της εμπορικής και οικονομικής ζωής στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρειο Ελλάδα, από τη μεγάλη οικιστική ανάγκη που δημιουργήθηκε κατά τα έτη 1920-1924 στην πόλη, την μεταπολεμική ανοικοδόμηση του κέντρου της Θεσσαλονίκης, αλλά και τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα από τη βόρεια Ελλάδα προς την Αμερική και τη βόρεια Ευρώπη κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970.
Βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Δάγκας, Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1998