Γερμανία-Άνω Πόλη, οι ιστορίες του Αντώνη Σουρούνη
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Αντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του Κουλέ Καφέ, από γονείς πρόσφυγες. Το 1960 εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει οι γονείς του. Σπούδασε για λίγο κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες. Στη συνέχεια εργάστηκε σε διάφορα επαγγέλματα (ναυτικός, τραπεζικός υπάλληλος, επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας). Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1969. Από το 1987 βιοπορίστηκε ως συγγραφέας.
Ο Α. Σουρούνης υπήρξε από τους λίγους νεοέλληνες συγγραφείς που στα γραπτά του ασχολήθηκε συστηματικά με την εμπειρία της μετανάστευσης στη δυτική Γερμανία. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, όπως το Οι Συμπαίκτες, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1977, με έντονα βιωματικά στοιχεία στα οποία πρωταγωνιστούν γκασταρμπάϊτερ που ζούσαν στο όριο της κοινωνικής αποδοχής και απείχαν αρκετά από τη στερεοτυπική εικόνα του νοτιοευρωπαίου μετανάστη. Στο βίντεο που παρουσιάζεται εδώ ο Α. Σουρούνης μιλάει σύντομα για το πρώτο του ταξίδι στη Γερμανία με το Hellas Express.
Το 2002 έγραψε το αφήγημα «Γέλια» όπου παραλληλίζει τη βιωμένη του εμπειρία ως γκασταρμπάιτερ με τις εμπειρίες των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Στο συγκεκριμένο αφήγημα έγραψε ακόμα με σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο για τις φαινομενικά αστείες ανατροπές της ιστορίας που έφεραν τον πατέρα του, ορφανό πρόσφυγα από τη Σμύρνη και μαχητή του Ελληνοϊταλικού πολέμου, να δουλεύει είκοσι χρόνια μαζί με Τούρκους και Ιταλούς στη Γερμανία.
Στο μέσο της δεκαετίας του 2000 επέστρεψε λογοτεχνικά στην παιδική και εφηβική του ηλικία και έγραψε το Μονοπάτι στη θάλασσα, Καστανιώτης, Αθήνα 2006. Στο βιβλίο συνέθεσε μια μεγάλη και έντονη ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής Άνω Πόλης και της γειτονιάς όπου μεγάλωσε:
Πουθενά δεν υπήρχε βρύση, ούτε μέσα στο σπίτι ούτε έξω στην αυλή. Κι όχι μόνο στο δικό μας, σε όλα τα σπίτια. Και όχι μόνο στα σπίτια της Μουσών, αλλά και σε όλα τα σπίτια από το Κουλέ Καφέ μέχρι το Γεντί Κουλέ κι από το Τσινάρι μέχρι τις Σαράντα Εκκλησιές. Είχα περπατήσει όλους τους δρόμους, πότε για βόλτα, πότε για μπάλα, πότε για πετροπόλεμο, και τους γνώριζα απ’ έξω κι ανακατωτά. Και τις βρύσες στους δρόμους γνώριζα απ’ έξω κι ανακατωτά, επειδή ό,τι κι αν κάναμε κάποτε σταματούσαμε να πλυθούμε και να ξεδιψάσουμε. Η βρύση στον παραπάνω μαχαλά λεγόταν Κόκκινη Βρύση και την ήξεραν μικροί και μεγάλοι. Όλοι την είχαν για σημάδι κι όταν θέλανε να σου πούνε κάτι, λέγανε «Πιο πάνω απ’ την Κόκκινη Βρύση», «Πιο κάτω απ’ την Κόκκινη Βρύση». Έτσι. (σ. 136).
Οι άνθρωποι είχαν χωριστεί πια σε πλούσιους και φτωχούς, πάει και τελείωσε. Και δεν είχαν χωριστεί από μόνοι τους, αλλά από την οδό Εγνατία. Προτού ακόμα ο καλός Θεός του χωρίσει σε «αμνούς και ερίφια» η κυρά-Εγνατία τους χώρισε σε πρόβατα και κατσίκια. Ο παππούς μου τα ’λεγε χωρίς να θυμώνει, ο μπαμπάς μου όμως άναβε και κόρωνε. Στην παραλία τα πρόβατα, τα τραγιά στα κατσάβραχα. Όσο ανέβαινες γινόσουν πιο φτωχός κι όσο κατέβαινες πιο πλούσιος. Μια φορά στην γιορτή μου, όταν ο θείος Άρης αντί για δώρο και χαρτζιλίκι μου ’δωσε την ευχή «ν’ ανέβω ψηλά», ο μπαμπάς μου θύμωσε και παραλίγο να τον δείρει. «Πού ψηλά, ρε συ, λες στο παιδί ν’ ανέβει; Ακόμα πιο ψηλά; Στην Πορτάρα με τους γύφτους να πάει να ζήσει, για στη φυλακή του Γεντί Κουλέ να μπει για να χαρείς; Να κατέβει να το εύχεσαι, όχι ν’ ανέβει, να κατέβει στα χαμηλά, εκεί που οι άνθρωποι περνάν ζωή και κότα, όχι στα ψηλά που περνάν ζωή και ξεροκόμματο». (σ. 186).
Πηγές
Αντώνης Σουρούνης, «Γέλια» από το βιβλίο Κυριακάτικες Ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 158-160
Προσπαθώ συχνά να δώσω στην Ιστορία ανθρώπινο πρόσωπο και κάθε φορά που το κατορθώνω, βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα χωρίς ηλικία, με ανάκατα μαλλιά, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω αν είναι απ’ αυτά που έχει ζήσει απ’ αυτά που σήμερα ζει. Μάλλον θα ‘ναι κι από τα δύο μαζί. Η σύγκρουση που λένε στα σενάρια, η ανατροπή. Σίγουρα θα γελάει με τον εαυτό της, δηλαδή μ’ εμάς. Γελάω κι εγώ μαζί της, δηλαδή με τον εαυτό μου, και δεν θα παραξενευτώ αν δω να γελάει και το παρδαλό κατσίκι. Διαβάζω ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα για τους Αλβανούς και νομίζω πως διαβάζω το βιογραφικό μου. Κυριακάτικα, λέει, κάθονται στο καφενείο της Ομόνοιας όπου μαζεύονται και τα λένε. Ό,τι έκανα κι εγώ πριν από τριάντα οχτώ χρόνια στην Κολονία. Προτού δημιουργήσουμε ένα καφενείο για να τα λέμε, μαζευόμασταν και τα λέγαμε στο σταθμό των τρένων. Ή δεν τα λέγαμε, κοιταζόμασταν μόνο από μακριά και συνεννοούμασταν. Το πρόσχημα μας ήταν πως θέλαμε ν’ αγοράσουμε ελληνική εφημερίδα από το μοναδικό κιόσκι που τις πουλούσε και οι πιο συνεσταλμένοι την κρατούσαν ορθάνοιχτη στα χέρια σαν ελληνική σημαία.
«Έλληνας είσαι, φίλε;»
Μπορεί να είχαμε την τύχη να καταφθάσει και κανένα τρένο από την πατρίδα φορτωμένο με καινούργιους. Μπορεί να είχαμε ακόμα μεγαλύτερη τύχη, να ’φτανε κανένας συντοπίτης και να μαθαίναμε νέα για γνωστούς μας. Όπως φαινόμασταν εμείς τότε, φαίνονται οι Αλβανοί σήμερα. Αυτοί δεν έρχονται με τρένο για να μαζεύονται στο σταθμό, έρχονται με τα πόδια και η Ομόνοια είναι το πηγάδι για να ξεδιψάσουν, να πέσουν μέσα και να πνιγούνε ή να τους πετάξουμε εμείς. Μας κυνηγούν, λένε. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ’ εμένα το ίδιο κάνανε. Ο χειρότερος και στυγνότερος εργοδότης που είχα στη ζωή μου ήταν Έλληνας στην Φραγκφούρτη και μάλιστα σπουδαγμένος. Ήμουν χωρίς άδεια εργασίας, χωρίς άδεια παραμονής κι έκρινε σωστό να είμαι και χωρίς μισθό. Μου έδινε δέκα μάρκα κάθε Σάββατο -δούλευα και τα Σάββατα-, όσα χρειαζόμουν για να πηγαινοέρχομαι και να του δουλεύω. Πολλές φορές, πηγαίνοντας με φίλους μου να πιούμε μια μπίρα σε γερμανικά μαγαζιά, σηκώνονταν μερικοί άντρες και μας κλείνανε την είσοδο. Την είχαν την ατυχία αυτή όσοι ξένοι διέθεταν έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου κλείναν την πόρτα. Είχαν όμως και την τύχη, εξαιτίας αυτών των ίδιων χαρακτηριστικών, να τους ανοίγουν την πόρτα οι γυναίκες. Δυστυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δεν μου την άνοιγαν.
Οι γονείς μου παίρνουν σύνταξη από τη Γερμανία και κάθε πρωί βγαίνουν στο μπαλκόνι και λένε «ευχαριστώ» – ιδέα δεν έχω σε ποιον. Είκοσι τόσα χρόνια δούλευαν στο εργοστάσιο δίπλα δίπλα με Τούρκους. Το 1922 ο πατέρας μου ήρθε στη Θεσσαλονίκη από τη Σμύρνη, όπου οι Τούρκοι σφάξανε τον δικό του πατέρα. Πρόσφυγες, με όλα τα δεινά της προσφυγιάς. Ακόμα και το όνομα άκουσα πως τους άλλαξαν. Ένας που ξέρει απ’ αυτά μου είπε πως ο Σουργούνης στα τούρκικα σημαίνει πρόσφυγας, άστεγος, αλήτης, και το ελληνικό στόμα απέβαλε το γάμα. Το 1940 πήγε στην Αλβανία να πολεμήσεις τους Ιταλογερμανούς. «Μετά είκοσι έτη» δούλευε μαζί με τους Ιταλούς στη Γερμανία. Σήμερα ήρθαν οι Αλβανοί να δουλέψουν στην Ελλάδα. Τρελά πράγματα. Η Ιστορία γελάει και μαζί της γελάω κι εγώ. Κι επειδή εγώ είμαι ο τελευταίος που πρέπει να γελάει, υποπτεύομαι μήπως και είμαι εκείνο το παρδαλό κατσίκι.
Σύντομο βίντεο για τον συγγραφέα Αντώνη Σουρούνη και το ταξίδι του στη Γερμανία με το Hellas Express.