Η Χρύσα Αθανασίου, η ψυχή των Τζαμαλιώτικων
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Ευγενία Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην ενορία της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη το 1871. Εργαζόταν ως υπηρέτρια σε σπίτι Τούρκου το 1922 κι έτσι έμαθε από πρώτο χέρι ότι η Σμύρνη θα καιγόταν. Κατάφερε να σωθεί η ίδια με τα τρία παιδιά της (δύο κόρες και ένα γιο), αλλά δεν τα κατάφεραν ο σύζυγός της Ηλίας και ο δεύτερος γιος της Γιάννης, τους οποίους και δεν ξαναείδε.
Όταν έφτασαν στο Βόλο, η οικογένεια της Ευγενίας εγκαταστάθηκε στην καπναποθήκη του Τζαμαλή μαζί με άλλους πρόσφυγες, χωρίζοντας τον χώρο με λινάτσες. Η Ευγενία με τις κόρες της, την Ουρανία 20 ετών και την Καλλιόπη 18 ετών έπιασαν αμέσως δουλειά ως καπνεργάτριες και λίγα χρόνια μετά (τέλη του 1926-αρχές του 1927) εγκαταστάθηκαν στα δωμάτια που είχαν χτιστεί στη Ν. Ιωνία, δίπλα από τα προσφυγικά Τετράγωνα, γνωστά ως «Τζαμαλιώτικα» από το όνομα της αποθήκης στην οποία αρχικά διέμεναν οι πρόσφυγες. Το 1929 η Καλλιόπη γέννησε στα Τζαμαλιώτικα, την κόρη της Χρύσα. Η γιαγιά Ευγενία έπαψε να δουλεύει στα καπνά και ασχολήθηκε με το μεγάλωμα της εγγονής της, καθώς η Καλλιόπη δεν σταμάτησε να εργάζεται. Πήγαινε ωστόσο πολύ συχνά στην Πορταριά με τα πόδια, μάζευε ρίγανη και την πούλαγε για να βοηθήσει κι αυτή οικονομικά την οικογένεια.
Η μικρή Χρύσα μεγάλωσε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και θυμάται τα κοινά αποχωρητήρια, τα πλυσταριά μέσα στα οποία τα παιδιά έκαναν κούνια και έπαιζαν, το κρυφτό στα στενά δρομάκια των Τζαμαλιώτικων, το πηγάδι μέσα στο οποίο έπεσε η μικρή Δέσποινα και πνίγηκε και που μετά το έκλεισαν. Τα μικρά δωμάτια που δεν είχαν κουζίνα, αλλά ντενεκέδες και τις γυναίκες να μαγειρεύουν σε φουφούδες με κάρβουνα. Τα παλιόξυλα που είχαν για πόρτες και τα μικρά παράθυρα. Θυμάται τις λίγες βρύσες που είχαν στη διάθεσή τους και που βάζανε κουβάδες για να κρατήσουν τη σειρά τους και τους καβγάδες των κατοίκων του συνοικισμού. Καβγάδες «για το τίποτα» όπως αναφέρει, για την καθαριότητα, τις τουαλέτες, το νερό, την ησυχία. Στις δύσκολες, ωστόσο, αυτές συνθήκες συμβίωσης, οι ίδιοι οι πρόσφυγες, Σμυρνιοί, Εγγλεζονησιώτες, Αϊβαλιώτες, Φωκαείς, Νικομηδιώτες, Περγαμηνοί, κ.ά., βοηθούσαν τους γείτονές τους, αλληλοϋποστηρίζονταν και φρόντιζαν με επιγαμίες να «διατηρούν» την κοινή τους καταγωγή.
Στη διάρκεια της Κατοχής, η γιαγιά Ευγενία πέθανε από πείνα στο σπίτι της και την έθαψαν σε ομαδικό τάφο στο νεκροταφείο. Η Χρύσα ήταν 13 ετών και κατέφευγε πολλές φορές στο Πήλιο, μαζί με τη μητέρα της, για να αναζητήσουν τροφή και να ανταλλάξουν φαγώσιμα. Έπαιρναν σιτάρι από το Ριζόμυλο και το Αρμένιο δίνοντας λάδι, το οποίο προμηθεύονταν από τη Δράκεια. Στην Αγριά πήγαιναν για να πάρουν ελιές ή τσίπουρο το οποίο μετά πουλούσαν. Οι δοσοληψίες αυτές δεν ήταν εύκολες. Τα βράδια έμεναν σε στάβλους ή σε καφενεία χωριών χωρίς θέρμανση, ενώ δεν έλειπαν και απρόοπτα, όπως τότε που πήγε με φίλη της στα Λεχώνια για να μαζέψει κυδώνια και έφαγαν ξύλο από τον αγροφύλακα.
Η Χρύσα μπήκε στην ΕΠΟΝ όπως και πολλά προσφυγόπαιδα από τη Νέα Ιωνία η οποία είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «Μικρή Μόσχα». Η μητέρα της ήταν κομμουνίστρια καπνεργάτρια, είχε πάρει μέρος και στην αιματηρή απεργία του 1936 και πολλές φορές στο σπίτι τους, που είχε γίνει μαύρο από το μαγκάλι που έκαιγε για να ζεσταθούν, έκρυβαν αντάρτες που κατέβαιναν από το Φυτόκο.
Μετά τον πόλεμο έπιασε δουλειά στην καπνοβιομηχανία του Ματσάγγου και έβαζε στα κουτιά ταινίες. Άλλαξε πόστο όταν στο εργοστάσιο έφεραν μηχανές για να κάνουν αυτή τη δουλειά κι εκείνη πήγε στην πρέσα. Οι επιστάτες την αγαπούσαν, γιατί ήταν πάντα γελαστή και δεν την έβαζαν σε εργολαβίες, να παραδίδει δηλαδή μεγάλο αριθμό κουτιών και τελάρων. Βοηθούσε και τις μεγαλύτερες, κυρίως, γυναίκες να «βγάλουν» δουλειά. Στου Ματσάγγου δούλεψε περίπου είκοσι χρόνια, έως την ηλικία των 38 ετών, όταν παντρεύτηκε τον Θοδωρή Αθανασίου.
Ο Θοδωρής ήταν έμπορος, γυρολόγος, από την Κοκκινιά του Πειραιά, που πούλαγε κυρίως έτοιμα ενδύματα και είδη προικός. Αγάπησε τη Χρύσα με την πρώτη ματιά, όταν ήρθε να πουλήσει την πραμάτεια του στα Τζαμαλιώτικα. Τους συνέδεσε όχι μόνο η κοινή μικρασιατική προσφυγική καταγωγή, αλλά και οι κομμουνιστικές τους πεποιθήσεις, που ο Θοδωρής είχε πληρώσει ακριβά, με το θάνατο της 16χρονης αδερφής του στο μπλόκο της Κοκκινιάς και τα επαγγελματικά εμπόδια που συνάντησε στη συνέχεια λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Παρέμεινε μαζί της στα Τζαμαλιώτικα και έζησαν οι δύο τους στο δωμάτιο της γιαγιάς Ευγενίας, που σιγά σιγά είχε μεγαλώσει με δικό του κουζινάκι και τουαλέτα, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά.
Η ζωή της Χρύσας ταυτίζεται με την ιστορία του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας και ιδιαίτερα των Τζαμαλιώτικων. Με τα χρόνια οι πρώτοι πρόσφυγες έφυγαν από τη ζωή, οι απόγονοί τους παρέμειναν ή «άφησαν» τη Νέα Ιωνία και νέοι ιδιοκτήτες ήρθαν να μείνουν σε αυτή. Ειδικότερα, μετά τους σεισμούς και μέσα στις δεκαετίες 1960 και 1970 αρκετοί κάτοικοι της Θεσσαλίας κυρίως, αναζήτησαν εργασία και διέμειναν στη Νέα Ιωνία και στο Βόλο. Τη δεκαετία του 1990 Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες αναζήτησαν στέγη στα φθηνά σπίτια του συνοικισμού, πολλοί εκ των οποίων παραμένουν ακόμη σε αυτά και μαζί με οικογένειες Ρομά, συνθέτουν την πολυπολιτισμικότητα του πληθυσμού της Νέας Ιωνίας.
Πηγές
Η αρχή της συνέντευξη της Χρύσας Αθανασίου
Εγώ γεννήθηκα σε αυτό το σπίτι, στο δωμάτιο το ένα. Γιατί από αυτό που βλέπεις ήταν πλατεία, έπρεπε εδώ να δώσουν και στη Μαιάνδρου απάνω, εδώ. Ήταν ένας κλέφτης και τα πήρε και τους έδωσε ένα δωμάτιο.
«Ήρθαν οι ανθρώποι το είδανε, από την αποθήκη σου λέει παλάτι. Τουαλέτες ομαδικές, πλυσταριά ομαδικά, πράγματα, καβγάδες. Τελοσπάντων.
-Α.Α. Εδώ η περιοχή είναι τα Τζαμαλιώτικα;
-Χ. Ναι γιατί ήταν εκεί, Τζαμαλή λεγόταν η αποθήκη, στα Γερμανικά δώσαν ωραία. Τουαλέτες μοναχικές, σπιταρώνες, τα Πέτρινα ωραία, τα Τζαμαλιώτικα τα καταπατήσανε. Ένα δωμάτιο.
-Α.Α. Τι εννοείται τα καταπατήσανε;
-Χ. Ε, να δεν μας δώσανε να έχουμε δικό μας τουαλέτα. Να έχουμε δικά μας… να αυτό που βλέπεις άμα το γκρεμίσω είναι του δήμαρχου. Ένα δωμάτιο είναι δικό μου.
-Α.Α. Αυτό τώρα πώς γίνεται;
-Χ. Γίνεται γιατί ένα δωμάτιο μας δώκανε. Και ήταν όλα, τουαλέτες και πλυσταριά ομαδικά. Όταν τα γκρεμίσανε, ήταν εδώ πέρα ένα μέτρο πράγμα, έβαλε η μάνα μου εδώ μια τουαλέτα, μετά τη γκρέμισε, λίγο λίγο έκανε ένα ντουβαράκι, έκανε αυτό το…η καημένη τι να κάνει; Έκανε ένα..τουαλέτα, έκανε μία κουζίνα. Καλά που ήμασταν και πολλά παιδιά, απέναντι τέσσερα παιδιά, δίπλα τέσσερα παιδιά, σε ένα δωμάτιο. Τί τραβήξαμε αγοράκι μου… πείνα; φτώχεια; τι τραβήξαμε αγοράκι μου…
-Α.Α. Να τα πάρουμε λίγο από την αρχή; Εσείς ποια χρονιά γεννηθήκατε;
-Χ. Το ΄29.
-Α.Α. Το 1929.
-Χ. Η μάνα μου ήρθε 18 χρονών.
-Α.Α. Από που;
-Χ. Απ΄τη Σμύρνη. Μέσα από τη Σμύρνη.
-Α.Α. Το όνομά της ποιο ήτανε;
-Χ. Καλλιόπη.
-Α.Α. Καλλιόπη. Και στο επώνυμο;
-Χ. Ηλιοπούλου.
-Α.Α. Απ΄τη Σμύρνη. Και ο πατέρας;
-Χ. Ο πατέρας απ΄τη Σμύρνη κι αυτός.
-Α.Α. Και πώς λεγότανε;
-Χ. Λαλές, Λαλές. Που ήταν και ο ποδοσφαιριστής ο γιος στη Νίκη.
-Α.Α. Τον γνωρίζω βέβαια, έχουμε πάρει και συνέντευξη…
-Χ. Ναι, ναι ο Μήτσος, πέθανε το καημένο. Αδελφός μου ήτανε.
-Α.Α. Α, ήταν αδερφός σας ο κ. Λαλές;
-Χ. Ναι, ναι. Το καημένο. Αυτός έβαζε γκολ με τα ποδάρια..(γέλια)
-Α.Α. Τότε με τη μεγάλη ομάδα της Νίκης. Στην Α΄ Εθνική.
-Χ. Ναι βέβαια, μεγάλη ομάδα, εδώ όλο η Νίκη. Τον Ολυμπιακό τον βάζαμε κάτω.
-Α.Α. Άρα λοιπόν από τη Σμύρνη οι γονείς.
-Χ. Ναι και οι δυο.