Η Eron από το Περμέτι
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλόκ την δεκαετία του ’90, εκατομμύρια άνθρωποι που ζούσαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη μετανάστευσαν. Η Ελλάδα, μια γειτονική χώρα με γρήγορους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης εκείνη την περίοδο, έγινε τόπος εγκατάστασης για χιλιάδες νεοφερμένους, κυρίως από την Αλβανία. Μέσα από την αφήγηση της Eron από το Περμέτι, θα χαρτογραφήσουμε ίχνη αυτής της εμπειρίας μετακίνησης, εγκατάστασης, εργασίας και κοινωνικής ή όχι αποδοχής.
Η Eron έφτασε στον Βόλο τον Αύγουστο του 1993. Ο σύζυγός της, ο Λεωνίδας, είχε ήδη εγκατασταθεί και δούλευε στον Βόλο. Η Eron έβγαλε ταξιδιωτική βίζα για δύο εβδομάδες και ο Λεωνίδας πήγε στην Αλβανία να την πάρει για να ταξιδέψουν μαζί. Είχε μαζί της μόνο μια βαλίτσα με τα απαραίτητα για δύο εβδομάδες. Άφησαν την κόρη τους με τους συγγενείς τους.
Η Eron μιλάει στο απόσπασμα της συνέντευξης της για το ταξίδι της, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Λεωνίδας της περιέγραφε κάθε τόπο από όπου είχε περάσει. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, η αφήγηση του Λεωνίδα στην Ερον αποτελεί μια σύνοψη της ιστορίας της πρώτης περιόδου της Αλβανικής μετανάστευσης: Το κυνηγητό και η βία στα σύνορα, η εργασιακή περιπλάνηση, η έντονη εκμετάλλευση και η απλήρωτη εργασία, αλλά και η στήριξη και η αλληλεγγύη προς τους νεοφερμένους.
Στη συνέχεια η Eron μιλάει για την απόφασή της να μείνει στον Βόλο, παρόλο που ήξερε πως θα δουλέψει ως οικιακή εργάτρια και δεν θα βρει μια καλύτερη δουλειά. Μιλάει για τις εμπειρίες των συμπατριωτών της στο Βόλο, και για την αισιοδοξία της νεότητας: όπως χαρακτηριστικά λέει “ένιωθα νέα, πολύ νέα. Μπορούσα να τα καταφέρω”.
Στο τελευταίο απόσπασμα μιλάει για τα ονόματά της. Για αυτό που είχε μαζί της όταν ήρθε και για αυτό που της έδωσαν εδώ, το Χριστίνα. Οι βαφτίσεις των Αλβανών μεταναστών και μεταναστριών τη δεκαετία του ΄90 ήταν πολύ συνηθισμένες: για να γίνουν αποδεκτοί έπρεπε να αποκτήσουν ελληνικό όνομα και θρήσκευμα. Μια ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτισμική βία, την οποία έχουν υποστεί μετανάστες και μετανάστριες από διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές περιόδους. Η Ερον εξηγεί πως βαφτίστηκε γιατί χρειαζόταν, στα πρώτα της βήματα, την κοινωνική υποστήριξη και αποδοχή. Μιλάει για το όνομα Χριστίνα και τη “μάσκα” της ελληνίδας που φόραγε χρόνια, τόσο η ίδια όσο και άλλες γυναίκες, για να μην νιώθουν τη μιζέρια στα πρόσωπα των ανθρώπων όταν καταλάβαιναν πως είναι από την Αλβανία. Θυμίζει έντονα την συζήτηση που ανοίγει ο Frantz Fanon στο βιβλίο του “Μαύρο Δέρμα, Λευκές Μάσκες” σε σχέση με τον ρατσισμό. Κάνει λόγο, όμως, και για το πώς σταδιακά ξεπέρασε τον φόβο και την ντροπή που συνδεόταν με το αλβανικό της όνομα. Αποκτώντας νόμιμη άδεια παραμονής, μέσα από το διάβασμα και τις συζητήσεις με άλλους ανθρώπους νιώθει πιο σίγουρη αλλά και περήφανη για τα δύο ονόματα και για τους δύο τόπους.