Η ιστορία του Γιώργου Περδικάκη, μια περίπτωση (πρώιμης μεταπολεμικής) εσωτερικής μετανάστευσης
Πλήρης Περιγραφή
Ο Γιώργος Περδικάκης είχε γεννηθεί σε ένα χωριό των Χανίων το 1920. Οι γονείς του, πολύ σύντομα μετά τη γέννησή του, μετακόμισαν στην πόλη. Μέσα στην Κατοχή, όταν ο Γιώργος ήταν 22-23 χρονών, αποφάσισε να βρει την τύχη του στην Αθήνα. «[Έφυγα] χωρίς να ξέρω την Αθήνα, χωρίς να έχουνε φύγει οι Γερμανοί, χωρίς να’ χω ξαναταξιδέψει καθόλου! Και το αποφάσισα μαζί με άλλον ένανε, ζει ή πέθανε, θεός συχωρεσ’ τον, δεν ξέρω, και μπήκαμε σε ένα καϊκάκι, όπως είναι οι τράτες, αλλά σαν το μισό αυτό, δεν ήταν τόσο μεγάλες οι τράτες τότε… εταξιδεύαμε δυο μέρες για να πάμε στον Πειραιά. Και βγαίνουμε στον Πειραιά, επαρχιώτης, δεν ήξερα και τις πονηριές και τα πράγματα και την Κατοχή… πως πεινούσε η Αθήνα και υπέφερε. Και κρατούσα ένα… κοφινάκι τόσο δω και είχα μέσα κάτι ρούχα και κάτι τρόφιμα που μου είχε δώσει η συχωρεμένη η μητέρα μου. Και πέσανε οι λεγόμενοι φύλακες, ξέρω ‘γω, να κάμουνε έλεγχο. Μόνο που δεν τα διαλύσανε για να κατασπαράξουνε, κάτι να βρούνε να φάνε».
Ο Γιώργος βρήκε στην Αθήνα έναν αδερφό του, που έμενε εκεί κάποια χρόνια ήδη. Έπιασε μια δουλειά και έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα μαζί του. Έπειτα κλήθηκε στον στρατό, το 1947. Έκανε θητεία 33 μήνες και μετά τη λήξη της δεν επέστρεψε στα Χανιά. «Λέω πού να πάω τώρα στα Χανιά, με τα στρατιωτικά δεν μου πήγαινε καλά. Και κάθομαι στην Αθήνα και εργαζόμουν για να κονομήσω ένα μεροκάματο, να… κάμω κι ένα παντελόνι που λέει ο λόγος». Μετά το στρατιωτικό του έπιασε δουλειά, όμως δεν είχε διαμονή. «Ήτανε από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, είχε μια είσοδο κι έμπαινες στο πάρκο μέσα. Κι έκανες δεξιά, σαν όνειρο το βλέπω τώρα, δεξιά και στο βάθος ήτανε κάτι κτίρια εγκαταλελειμμένα, παλιά, τι κτίρια ήτανε, από πού είχανε μείνει… δεν ξέρω. Και ήτανε, έμεναν πολλές οικογένειες, άστεγες… είχα βρει κι εγώ ένα δωμάτιο κι έμενα […] κάτι κρατικά ήταν αυτά. Κρατικά, εγκαταλελειμμένα; Μένανε και αντρόγυνα, μένανε και μόνοι όπως εγώ…».
Μετά από κάποια χρόνια με δουλειές του ποδαριού, αλλά και με μαθητεία κοντά σε τσαγκάρηδες, ο Γιώργος επέστρεψε στα Χανιά κι ανέλαβε το μαγαζί του πατέρα του, ένα τσαγκάρικο. Ο ίδιος δεν ήθελε αυτήν τη δουλειά, ήταν όμως μια δουλειά διέξοδος που τον έθρεψε. Το όνειρό του, να γίνει ναυτικός, δεν πραγματοποιήθηκε, όμως έκανε τελικά πολλά ταξίδια αναψυχής σε μακρινά μέρη του κόσμου.
Η μετακίνηση του Γιώργου στην Αθήνα ήδη από την περίοδο της Κατοχής δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση, αλλά εντασσόταν σε ένα πρώιμο ρεύμα μετακινήσεων προς την Αθήνα, ρεύμα που κορυφώθηκε μετά το 1949. Οι μελέτες έχουν δείξει ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών κατά την περίοδο 1940-1945 ήταν συχνότατες, από και προς τις πόλεις και την Αθήνα, μιας και το 1/10 του πληθυσμού της χώρας μετακινήθηκαν μία ή περισσότερες φορές εκείνα τα χρόνια, ενώ αρκετοί από αυτούς είδαν την Απελευθέρωση σε μέρος διαφορετικό από εκείνο που βρίσκονταν το 1940. Οι μετακινήσεις αυτής της περιόδου είναι άμεσα συνδεδεμένες με τον πόλεμο και την Κατοχή: αποχώρηση κάποιων πληθυσμών από περιοχές που επλήγησαν πολύ κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιδρομών· στρατιώτες που εγκλωβίστηκαν σε διάφορα μέρη κατά την επιστροφή τους από το μέτωπο και κινήθηκαν ευκαιριακά μέχρι να βρουν λύση στο πρόβλημα επιστροφής τους στους τόπους τους· μετακινήσεις από την ύπαιθρο λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των κατακτητών και των ληστρικών πολιτικών που εφάρμοζαν.
Η μετακίνηση του Γιώργου στην Αθήνα μεταφέρει μια πραγματικότητα που φαίνεται να αφορούσε ορισμένα άτομα που μετακινούνταν μόνα τους: την έλλειψη μακροπρόθεσμου προγραμματισμού. Μια πιο εξασφαλισμένη καθημερινότητα, για όσο διάστημα αυτό μπορούσε να το εγγυηθεί η εργασία ή η κατοικία που είχαν βρει, ήταν το άμεσο ζητούμενο. Κι έπειτα, όταν άλλαζαν τα δεδομένα, ο επαναπρογραμματισμός φαινόταν εξίσου βραχύβιος: το άτομο μετακινούνταν μάλλον εύκολα – πιο εύκολα από τις μεγάλες μεταναστεύσεις των επόμενων δεκαετιών ανθρώπων και οικογενειών – μεταξύ πόλης και υπαίθρου ή Αθήνας κι επαρχίας, ανάλογα με το πού μπορούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Ο Γιώργος έφτασε στην Αθήνα χωρίς να έχει προγραμματίσει πού θα μείνει, χωρίς να έχει ειδοποιήσει τον αδερφό του με τον οποίο, τελικά, συγκατοίκησε για μεγάλο διάστημα. «Ε…. έτρεξα εκεί πέρα. Ο αμέσως μεγαλύτερος αδερφός μου, πεθαμένος κι αυτός [τώρα], δεν ήξερε ότι πήγα εγώ στην Αθήνα. Ούτε κι εγώ τον ειδοποίησα. Πήγα σε ένα συγγενικό σπίτι και μου λέει η ξαδέρφη μου «ε, Γιώργη, καλά είναι τώρα που ήρθες, καλά εντάξει, δε σου λέω για να φύγεις ή να μείνεις εδώ πέρα, αλλά το σωστό είναι να βρεις τον αδερφό σου». […] Και τον συνάντησα μετά από 2-3 μέρες και μου λέει, θεός σχωρέστον, ήρθε, με πήρε, με πήγε στο δωμάτιό του που έμενε στον Νέο Κόσμο […] κι έμεινα εκεί πέρα. Πόσα χρόνια έμεινα εκεί θα σε γελάσω. […] Ένα δωματιάκι τόσο δα μικρό ήτανε, με ένα ντιβανάκι ο ένας, ένα ντιβανάκι ο άλλος… αγώνας επιβιώσεως. Αυτή ήταν η ζωή μας. […]». Έπειτα, για κάποιο λόγο που δεν ανακαλεί, έφυγε από το σπίτι του αδερφού του. «Στην Αλεξάνδρας, εκεί ήτανε ένα πάρκο […] ο αδερφός μου είπε στο διευθυντή ότι δεν έχω δουλειά και με προσέλαβε σαν φύλακα […] Μετά σε εκείνη την περιοχή ήταν ένας Χανιώτης ο οποίος ήτανε παντρεμένος, είχε μείνει στην Αθήνα και… ήτανε τσαγκάρης κι αυτός και μου λέει «έλα ρε Γιώργη εδώ πέρα και να γίνεις κι εσύ» και πήγα και δούλευα εκεί πέρα. […]». Η δε απόφασή του να μην επιστρέψει άμεσα στα Χανιά δεν έκρυβε μια πολλά υποσχόμενη καθημερινότητα, όμως του δημιουργούσε την ασφάλεια της ελάχιστης επιβίωσης: «Πήγα στρατιώτης, έκαμα 33 μήνες, απολύθηκα φτωχός. Κι έμεινα στην Αθήνα κι εργαζόμουνα για να κονομήσω να κάμω ένα κοστουμάκι ρούχα. Γιατί ήμουνα με τα στρατιωτικά».
Βιβλιογραφία
Παρασκευή Καπώλη, Η εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αθήνα 2014
Βύρων Κοτζαμάνης, «Η κινητικότητα του αγροτικού πληθυσμού στη δεκαετία 1940-50 και η αναδιάρθρωση του κοινωνικο-δημογραφικού χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Πρώτη προσέγγιση», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 77 (1990), 97-126
Πηγές
Συνέντευξη του Γιώργου Περδικάκη στην ερευνήτρια Κατερίνα Αναγνωστάκη στις 22.10.2013. Παραχώρηση από το προσωπικό αρχείο της Κατερίνας Αναγνωστάκη