Η ιστορία ζωής του Κλέαρχου Γκοζάνη
Πλήρης Περιγραφή
Στην παρούσα εγγραφή καταγράφεται η ιστορία ζωής του Κλέαρχου Γκοζάνη. Η ιστορία του Κλέαρχου φαίνεται μια τυπική περίπτωση Μικρασιάτη που έφτασε στην Ελλάδα ως παιδί, μεγάλωσε, σταδιοδρόμησε και δημιούργησε την οικογένειά του και τα δίκτυά του ως πρόσφυγας.
Την αφήγηση της ιστορίας κάνει η κόρη του, Στέλλα Γκοζάνη-Χαριτάκη. Είναι, επομένως, ένα ερώτημα αν αυτή είναι η ιστορία του Κλέαρχου ή η ιστορία της Στέλλας. Η αφήγηση είναι οπωσδήποτε της Στέλλας, αυτή είναι που διαλέγει σε ποιον κόσμο μας μεταφέρει, ποιες είναι οι πληροφορίες που μοιράζεται, ποια είναι τα πράγματα που θυμάται να μας πει. Η Στέλλα, μέσα από την αφήγηση της ιστορίας του μπαμπά της, αφηγείται ένα μέρος του εαυτού της. Από την άλλη, ο Κλέαρχος είναι ο πρωταγωνιστής στην αφήγηση της Στέλλας. Οι γονείς του, τα αδέρφια του, η γυναίκα του, τα παιδιά του, η επαγγελματική του πορεία, ο χαρακτήρας του, ένα μέρος του χαρακτήρα της Στέλλας, όλα αυτά η Στέλλα τα αφηγείται με άξονα τον πατέρα της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κι όλα αυτά τα συμβάντα παρουσιάζονται σαν αστερισμοί γύρω από τον Κλέαρχο. Ό,τι κι αν μας λέει αυτό για την ίδια τη Στέλλα, παραμένει μια πηγή για την ιστορία της ζωής του Κλεάρχου.
Ο Κλέαρχος Γκο(υ)ζάνης γεννήθηκε στα Βουρλά γύρω στο 1915. Οι γονείς του είχαν άλλα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν αμπελουργός. Οι μέρες της καταστροφής της Σμύρνης βρήκαν την οικογένεια στην αποβάθρα, προσπαθώντας να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο. Εκεί έχασαν τον δεύτερο γιο της οικογένειας, τον Μήτσο.
Η οικογένεια, χωρίς τον μικρό Μήτσο, έφτασε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό έξω από τα Χανιά, το Δαράτσο. Αποκαταστάθηκαν αγροτικά και συνέχισαν να καλλιεργούν σταφίδα. Λίγο καιρό αφού αποκαταστάθηκαν, αποφάσισαν να αναζητήσουν τον χαμένο γιο μέσω του Ερυθρού Σταυρού και τον εντόπισαν στη Μυτιλήνη, να έχει διασωθεί από μια άλλη προσφυγική οικογένεια.
Ο Κλέαρχος δεν τελείωσε το δημοτικό, και ξεκίνησε να εργάζεται. Μαθήτευσε δίπλα σε έναν ντόπιο έμπορο, «ήταν παλικαράκι τίμιο και πανέξυπνο», και τελικά σταδιοδρόμησε ως έμπορος. Στα 25 του κατετάγη στον στρατό και πήγε στο μέτωπο της Αλβανίας. Εκεί έχασε το ένα του μάτι.
Επέστρεψε στα Χανιά, «πρόκοψε», άνοιξαν οι δουλειές του και άρχισε να οργώνει και τα χωριά για να εμπορευτεί. Σε ένα τέτοιο ταξίδι του στο Καστέλι Κισάμου γνώρισε την Κωστούλα Παπαδάκη, με την οποία ερωτεύτηκαν. Όμως, ο πατέρας της δεν ενέκρινε τον γάμο με έναν πρόσφυγα. Έτσι, το ζευγάρι κλέφτηκε και έφυγε στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Έμειναν για λίγα χρόνια στην παλιά Κοκκινιά.
Όταν η Κωστούλα γέννησε το πρώτο της παιδί οι σχέσεις της με την οικογένειά της αποκαταστάθηκαν και το ζευγάρι σύντομα επέστρεψε στα Χανιά. Όταν γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, η ίδια η Στέλλα που αφηγείται, ο Κλέαρχος από λάθος κατάλαβε ότι γεννήθηκε αγόρι. Πανηγύρισε τον υποτιθέμενο γιο με πυροβολισμούς. Παρά το γεγονός ότι ο γιος τελικά ήταν κόρη, ο Κλέαρχος αντιμετώπιζε τη Στέλλα σαν να ήταν αγόρι. Η ίδια η Στέλλα λέει ότι έφτασε να ενηλικιωθεί για να «νιώσει γυναίκα και κορίτσι».
Η Στέλλα είχε την χαρά να προλάβει στη ζωή και να γνωρίσει όλη την οικογένεια που έφτασε το 1922 από τη Μικρά Ασία. Κάποιοι από αυτούς, μετά τον πόλεμο, μετεγκαταστάθηκαν στην Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής τους, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στο νησί.