Η οικογένεια της Ευγενία Τσομπανοπούλου
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Ευγενία Τσομπανοπούλου, γεννήθηκε το 1915 στο Σεβδίκιοϊ της Μ. Ασίας, μία κωμόπολη η οποία βρισκόταν περίπου δώδεκα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Την εποχή εκείνη αριθμούσε γύρω στους 10.000 κατοίκους, οι οποίοι –Έλληνες στην πλειονότητά τους- ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με αγροτικές και γεωργικές εργασίες. Ο πατέρας της Ευγενίας, Νίκος Τσομπανόπουλος ήταν γεωργός. Και η μητέρα της, Μαρίνα Μπαξεβάνογλου, προερχόταν από οικογένεια γεωργών. Ο Νίκος και η Μαρίνα απέκτησαν τέσσερα παιδιά στη Μ. Ασία: την Ευγενία, τον Λάμπρο, τον Θάνο και τη Μαρίτσα. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Αύγουστο του 1922, η οικογένεια της Ευγενίας ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς. Η οικογένεια εγκατέλειψε τη γενέθλια γη με μια απουσία. Ο πατέρας έμεινε πίσω ως αιχμάλωτος. Τα τέσσερα παιδιά με τη μητέρα τους επιβιβάστηκαν σε πλοίο που μετέφερε πρόσφυγες στα ελληνικά λιμάνια της Καβάλας, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και του Πειραιά.
Στο λιμάνι του Βόλου αποβιβάστηκαν και εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Παλαιού Λιμεναρχείου βρίσκοντας προσωρινή στέγη μαζί με εκατοντάδες άλλους συνταξιδιώτες τους μέσα στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Αφού παρέμειναν εκεί για ένα διάστημα, στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Ξηρόκαμπου όπου δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας. Με την μόνιμη εγκατάσταση στον συνοικισμό η Ευγενία, όπως και τα αδέρφια της, εγγράφηκαν στο δημοτικό σχολείο ολοκληρώνοντας τη φοίτησή της σε αυτό. Το 1924 η οικογένεια ενώθηκε ξανά, καθώς ο Νίκος Τσομπανόπουλος κατάφερε να εντοπίσει την οικογένεια του μέσω των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού. Η οικογένεια μεγάλωσε και άλλο με την έλευση και του πέμπτου παιδιού της, του Γιώργου, ο οποίος γεννήθηκε στον συνοικισμό. Η οικογένεια κατοικούσε πλέον μόνιμα στην Νέα Ιωνία, στη διασταύρωση των οδών Δορυλαίου και Μυριοφύτου, στο δυτικό μέρος του συνοικισμού, σε ιδιόκτητη κατοικία.
Ο Νίκος Τσομπανόπουλος επαγγελματικά ασχολήθηκε στον νέο τόπο με ό, τι γνώριζε και δραστηριοποιούνταν στον τόπο καταγωγής του, δηλαδή με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Ανοίγοντας ένα μανάβικο στο μπροστινό μέρος του οικοπέδου που παραχωρήθηκε στην οικογένεια για τη στέγασή της, κατάφερε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Η μητέρα, Μαρίνα, «μια πολύ άξια γυναίκα… μία γυναίκα Σμυρνιά γεμάτη καλοσύνη και αγάπη για τα παιδιά της και τους συνανθρώπους της και τους γείτονές της», όπως τονίζει ο εγγονός της Μαργαρίτης Πατσιαντάς, ασχολείται με τα οικιακά. Ο γιος τους, Λάμπρος, δούλεψε και αυτός στην επιχείρηση, την οποία μάλιστα κληρονόμησε, την επέκτεινε μεταφέροντας και ο ίδιος τα «μυστικά» του επαγγέλματος στον δικό του γιο, Νίκο, ο οποίος δραστηριοποιείται στη λαχαναγορά της πόλης. Η παράδοση στο επάγγελμα θα συνεχιστεί για μία ακόμα γενιά, καθώς και το παιδί του Νίκου (δισέγγονο πλέον του πρόσφυγα Νίκου Τσομπανόπουλου) Λάμπρος, ασχολείται μέχρι σήμερα με το εμπόριο φρούτων στην πόλη του Βόλου.
Ο Νίκος Τσομπανόπουλος, ο πατέρας της Ευγενίας, είχε τρεις αδελφούς και δύο αδελφές στο Σεβδίκιοϊ. Ο ένας μετά τον Σεπτέμβριο του 1922 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και έγινε κτηματομεσίτης, ενώ, ο άλλος, ο Λάμπρος, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Η γυναίκα του Λάμπρου με τα παιδιά τους έφτασαν πρόσφυγες στον Κορυδαλλό, στον Πειραιά. Ένας τρίτος αδελφός, ο Κώστας βρέθηκε στις Η.Π.Α. και οι δύο αδερφές του, η Αναστασία και η Μαριάνθη, στην αρχή στη Μασσαλία και στη συνέχεια στη Λυών, όπου και έζησαν μόνιμα. Ο Νίκος διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του επαφή με τα αδέλφια του, κυρίως μέσω αλληλογραφίας και τηλεφώνου. Μάλιστα, η Αναστασία, η οποία έζησε στη Λυόν, επισκέφθηκε δυο – τρεις φορές -με τον επίσης Έλληνα σύζυγό της- την Νέα Ιωνία για να συναντήσει με τον αδελφό της και την οικογένειά του. Και ο αδελφός του Κώστας, από τις ΗΠΑ, βρέθηκε τουλάχιστον μία φορά στη Νέα Ιωνία. Ενώ , με την οικογένεια του Λάμπρου που ζούσε μόνιμα στον Κορυδαλλό οι επαφές ήταν αρκετά συχνές.
Η Ευγενία Τσομπανοπούλου εργάστηκε πρώτη φορά σε ηλικία 13 ετών στην Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου. Στη Νέα Ιωνία, στη δεκαετία του 1920, είχε διαδοθεί ευρέως ότι η καπνοβιομηχανία ζητούσε εργατικό προσωπικό και πολλοί πρόσφυγες, άνδρες και γυναίκες βρήκαν δουλειά εκεί. Η Ευγενία εργάστηκε στο εργοστάσιο, στο τμήμα του πακεταρίσματος, τοποθετούσε δηλαδή με τα χέρια της τα τσιγάρα στα πακέτα. «Οι ώρες εργασίας ήταν πάρα πολλές…, όταν καθιερώθηκε το οκτάωρο ένιωσαν μια ανακούφιση λόγω του περιορισμού του χρόνο εργασίας», θυμάται ο γιος της Μαργαρίτης να του αναφέρει η μητέρα του. Ο ίδιος τη φέρνει στη μνήμη του ως έναν ιδιαίτερα εργατικό και δημιουργικό άνθρωπο, πολυτάλαντο «ήξερε να κεντάει, να πλέκει, να ράβει… άριστη μαγείρισσα… Τις γεύσεις τις έχω ακόμα στον εγκέφαλό μου…». Γεύσεις μικρασιάτικες οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στον γιο της μαρτυρώντας πως οι διατροφικές επιλογές και συνήθειες του προσφυγικού κόσμου, τα αρώματα και οι μυρωδιές της κουζίνας είναι έντονα εγγραμμένα στη μνήμη των προσφύγων δεύτερης και τρίτης γενιάς και συνιστούν σημαντικό στοιχείο πολιτισμικών αναφορών και διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και αναπαραστάσεων.
Η Ευγενία παντρεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1941 τον Ρήγα Πατσιαντά, τον οποίο γνωρίζει στο εργοστάσιο, στο οποίο εργαζόταν και ο ίδιος. Ο γάμος του βολιώτη Ρήγα Πατσιαντά, ο οποίος προερχόταν από μία μικροαστική οικογένεια της πόλης, με την πρόσφυγα Ευγενία Τσομπανοπούλου από την Νέα Ιωνία το 1941 δεν ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Δεκαοκτώ χρόνια μετά την έλευση των προσφύγων οι μεικτοί γάμοι, γάμοι δηλαδή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, όπως ο συγκεκριμένος, αποτελούσαν μία εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Ο γάμος τελέστηκε μέσα στο πατρικό σπίτι του γαμπρού, στο κέντρο του Βόλου, στην συμβολή των οδών Δεληγιώργη με Γαζή, στο σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε το πρώτο παιδί του ζευγαριού. Η εγκυμοσύνη σηματοδότησε τη διακοπή της Ευγενίας από την εργασία στην καπνοβιομηχανία το 1941. Απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τη Φιλίτσα, στα τέλη του ίδιου έτους και 11 χρόνια αργότερα, το 1952, το δεύτερο, τον Μαργαρίτη. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας των δυο αδελφών συνδεόταν με τις ιδιαίτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της δεκαετίας του 1940, με την Κατοχή και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ο σύζυγος της Ευγενίας, ο Ρήγας, γραμματέας του Εργατικού ΕΑΜ στην Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου, μέλος του γραφείου πόλης του ΕΑΜ και στέλεχος του ΚΚΕ ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση κατά την περίοδο της Κατοχής.
Οι συνθήκες μέσα στην πόλη την εποχή εκείνη καθιστούσαν ιδιαίτερα δύσκολη την ανάπτυξη πολιτικής δράσης, καθώς πέρα από την παρουσία των κατακτητών υπήρχαν και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, οι Εασαδίτες (ΕΑΣΑΔ). Στον Ματσάγγο την περίοδο της Κατοχής «όλο σχεδόν το προσωπικό», σημειώνει ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς, είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ. Η Ευγενία, αν και όχι τόσο ενεργά όσο ο σύζυγός της, συμμετείχε και εκείνη στις πολιτικές και αντιστασιακές διεργασίες που λαμβαναν χώρο στην πόλη. Μετά την Κατοχή, την περίοδο της «Λευκής Τρομοκρατίας», ακολούθησαν διωγμοί και δολοφονίες από τις ντόπιες παρακρατικές ομάδες στελεχών του εαμικού και εργατικού κινήματος. Ο Ρήγας, για να αποφύγει τις διώξεις, για ένα διάστημα αρκετών μηνών έφυγε από την πόλη και κρύφτηκε. Τον Σεπτέμβριο του 1946 ανέβηκε στο βουνό και έγινε μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί έμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1950. Συνελήφθει μαζί με άλλους συντρόφους και συναγωνιστές του. Δικάζεται, οδηγήθηκε στις φυλακές του Βόλου για ένα διάστημα, πέρασε στρατοδικείο και αθωώθηκε την περίοδο των μέτρων ειρήνευσης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Επέστρεψε στην οικογένεια του και στο εργοστάσιο τον Σεπτέμβριο του 1951. Έγινε προϊστάμενος του εμπορικού τμήματος και την επόμενη δεκαετία διευθυντής της καπνοβιομηχανίας, το 1964, όταν το εργοστάσιο πέρασε στην Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως.
Επιστρέφοντας στην προσφυγική οικογένεια της Ευγενίας, ο Μαργαρίτης μάς πληροφορεί ότι η μητέρα της Ευγενίας, η Μαρίνα Μπαξεβάνογλου είχε μία αδελφή, την Μαρία, η οποία μετά την καταστροφή βρέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον άνδρα και τον γιο της, Γρηγόρη, στην περιοχή του Υμηττού. Η Μαρίνα κράτησε επαφή με την αδελφή της και την οικογένειά της, επαφή που θα κρατήσουν στη συνέχεια και τα παιδιά τους, η Ευγενία και ο Γρηγόρης. «Βλέπεις ότι [οι πρόσφυγες] διασκορπίστηκαν. Διασκορπίστηκαν παντού… Και στη Θεσσαλονίκη και στον Κορυδαλλό και στον Υμηττό και στη Νέα Ιωνία και στην Αμερική και στη Γαλλία» υπογραμμίζει ο Μαργαρίτης Πατσιαντάς επιβεβαιώνοντας μέσα από το παράδειγμα της οικογένειάς του ότι οι μικρασιάτες πρόσφυγες άλλοι τυχαία και άλλοι από επιλογή βρέθηκαν διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη, τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού αναζητώντας εκείνες τις προϋποθέσεις που θα τους επέτρεπαν να αρχίσουν τη νέα τους ζωή.
Η Ευγενία Τσομπανοπούλου πέθανε το 1999, στον Βόλο, σε ηλικία 84 ετών. Στο τέλος της ζωής ανακαλούσε στη μνήμη της εικόνες σκόρπιες, σπαράγματα των τραγικών εμπειριών που βίωσε τον Σεπτέμβριο του 1922, μικρό κορίτσι, 7 ετών, στην προκυμαία της Σμύρνης, τον διωγμό, το ταξίδι με το πλοίο και την εγκατάστασή της στη Νέα Ιωνία.
Βιβλιογραφία
Προφορική συνέντευξη του Μαργαρίτη Πατσιαντά, 22.3.2022. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο καφεζαχαροπλαστείο «Μινέρβα» στο Βόλο