Κάποια σπίτια, κόμβοι μετακίνησης
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η μετακίνηση πληθυσμού είναι μια διαδικασία που δεν ξεκινά στο λιμάνι καθενός τόπου, αλλά έχει διαφορετική αφετηρία για κάθε μετακινούμενο: το σπίτι του. Στην Κρήτη, νησί με μεγάλη ενδοχώρα που έχει απόσταση από τη θάλασσα, συχνά οι μετακινούμενοι έκαναν πολύωρες διαδρομές για να φτάσουν στο λιμάνι, πράγμα που σήμαινε ότι ξεκινούσαν νωρίς από τα σπίτια τους και συνήθως έπρεπε να βρουν λύσεις για τη διαμονή τους έως την ώρα της αναχώρησης από το λιμάνι. Άνθρωποι από τα ορεινά και ημιορεινά χωριά συχνά έπρεπε να περάσουν ένα βράδυ ή κάποιες ώρες της ημέρας σε κάποια στάση μέχρι την ώρα του απόπλου. Επίσης, πολύ συχνά το ταξίδι – ιδιαίτερα το ταξίδι της μετανάστευσης – απαιτούσε μια σειρά διαδικασιών, την διεκπεραίωση κάποιας γραφειοκρατίας, τον εξοπλισμό με απαραίτητα αγαθά για το ταξίδι κλπ., τα οποία απαιτούσαν παραμονή τουλάχιστον ορισμένων ημερών του μετακινούμενου στην πόλη, συνήθως το Ηράκλειο ή τα Χανιά. Σε μια εποχή που η συνήθης πρακτική των ανθρώπων δεν ήταν η παραμονή σε ξενοδοχεία, επιστρατεύονταν τα κοινωνικά δίκτυα και κάποια σπίτια ανθρώπων που έμεναν στις πόλεις ήταν ανοιχτά για τους συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς που κατέφταναν στην πρωτεύουσα του κάθε νομού.
Η Χρυσή Σπυριδάκη μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης τη δεκαετία του 1960 και 1970, όταν οι άνθρωποι πήγαιναν κι έρχονταν στο λιμάνι του. Οι γονείς της ήταν από τον Μέρωνα, ένα χωριό στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου. Το σπίτι τους αποτέλεσε κόμβο μετακίνησης ανθρώπων που άφηναν το νησί για διάφορους λόγους: γονείς εσωτερικών μεταναστών, μετανάστες στο εξωτερικό, φοιτητές, ταξιδιώτες στην Αθήνα για να τακτοποιήσουν τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις του κράτους, ταξιδιώτες για να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία της πρωτεύουσας. Στη συνέντευξή της παρουσιάζεται γλαφυρά αυτή η πρακτική της φιλοξενίας που πρόσφεραν οι άνθρωποι στο σπίτι τους, με χαρά και αδημονία, στους μετακινούμενους φίλους και συγγενείς. «Κάθε φορά που κάποιος από το χωριό θα κατέβαινε στο Ηράκλειο για κάποιες δουλειές ή θα πήγαινε στην Αθήνα, που έπρεπε να πάρει το πλοίο από το Ηράκλειο, ειδοποιούσανε από το τηλέφωνο ότι θα κατέβει ο τάδε […] Αν έμενε στο Ηράκλειο, έκανε τις δουλειές του και ετοιμάζαμε μεσημεριανό φαγητό για να φάει ή και να μείνει ακόμα στο σπίτι αν δεν προλάβαινε να πάρει το λεωφορείο και να ξαναγυρίσει Ρέθυμνο ή, αν έφευγε στην Αθήνα, έπρεπε να ‘ρθει στο σπίτι να τον φιλοξενήσουμε, μέχρι το βράδυ που έφευγε το καράβι στην Αθήνα για να πάει να κάνει τη δουλειά του. Και στην επιστροφή πάλι τα ίδια. […] Εγώ θυμάμαι συχνά το καλοκαίρι να κοιμόμαστε έξω γιατί κάναμε στρωματσάδες έξω. Μαζευότανε δηλαδή αρκετός κόσμος και μπορεί να μην είχαμε όλα τα υπνοδωμάτια και τα κρεβάτια αυτά για να φιλοξενήσουμε κόσμο, αλλά φιλοξενούσαμε στρώνοντας κάτω, θυμάμαι πάρα πολλές φορές με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου και τ’ αδέρφια μου να κοιμόμαστε κάτω στρωματσάδα, με ανοιχτές τις πόρτες έξω στην αυλή».
Ταυτόχρονα, ανακαλεί ορισμένες από τις ιστορίες μετακίνησης κοντινών ανθρώπων που πέρασαν από το σπίτι τους, δίνοντας μια αίσθηση της εποχής: «Αποφάσισαν στο χωριό, αποφάσισε η θεία μου τότε, ότι δεν είναι ζωή αυτή εδώ και πρέπει να φύγουμε μετανάστες στη Γερμανία. Ο θείος μου δεν ήθελε, αλλά αυτή σηκώθηκε, πήρε την κόρη της την πρώτη, την Ελπίδα, και πήγανε στην Αθήνα, όπου εκεί περνούσανε από μια επιτροπή, υπήρχε μια επιτροπή που τους εξέταζε από άποψη υγείας, αν ήταν υγιείς, κι έπρεπε να κάνουν κάποιες εξετάσεις να δούνε […] και έφυγε η θεία μου, αλλά η Ελπίδα δεν της επιτράπηκε να φύγει γιατί κάτι της βρήκανε ότι δεν ήταν… και επέστρεψε η Ελπίδα στο Ηράκλειο κι έκατσε ένα διάστημα, σε μας. Και αργότερα προσκάλεσε όλη της την οικογένεια [η θεία] κι έφυγαν στη Γερμανία».
«Ο πατέρας μου είχε επίσης έναν αδερφό, ο οποίος λεγόταν Ζαχαρίας Σπυριδάκης. Ο άνθρωπος αυτός έμενε στο χωριό παλιά, μαζί με τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Αυτή τη δεκαετία, τέλος της δεκαετίας του ’60 πρέπει, έφυγαν κι αυτοί. Τότε πρέπει να έφυγαν κι αυτοί. Και πήγαν στην Αθήνα. Αυτός λοιπόν βρήκε… έψαχνε δουλειά για να δει πώς θα εξυπηρετήσει την οικογένειά του και μέσω κάποιου άλλου χωριανού πήγε στην Αθήνα γιατί βρήκε δουλειά στην Colgate. […] Όταν συνταξιοδοτήθηκε ξανακατέβηκε στο χωριό».
«Ο αδερφός της μάνας μου, λοιπόν, αυτός έφυγε μικρός από το χωριό, σε πολύ μικρή ηλικία… 12; Σε κάποια τέτοια ηλικία. Κι έφυγε και πήγε στην Αθήνα και δούλεψε σε κάποιους γνωστούς ανθρώπους, δηλαδή στο μαγαζί κάποιων ανθρώπων, τελοσπάντων κάποια στιγμή […] κατατάχτηκε στην Αστυνομία. Και δούλεψε σαν αστυνομικός στην Πελοπόννησο. Όπου από κει παντρεύτηκε κιόλας, εκεί έμεινε όλα τα χρόνια της ζωής του μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε […] Όταν αποστρατεύτηκε αυτός, ο γιος του μπήκε στο Πανεπιστήμιο […] Δεν τον έφταναν, όμως, τα οικονομικά για να φροντίσει την οικογένειά του […] Οπότε αποφάσισε να πάει… σαν συνταξιούχος πια, να πάει στο εξωτερικό. Αυτός είχε από κει γνωρίσει, είχε δικτυωθεί με τον εφοπλιστή τον Λάτση που είχε ακούσει ότι παίρνει πολλούς ανθρώπους στη Σαουδική Αραβία που κάνουν εξορύξεις πετρελαίων κι έχει πλοία κλπ. Και πήγε και τον βρήκε και του είπε αυτός ότι «εντάξει, θα σε πάρω να εργαστείς με την ίδια ιδιότητα που είσαι εδώ στην Ελλάδα, σαν ασφάλεια». Και πήγε ο άνθρωπος εκεί, έφυγε, πρέπει να ‘κατσε… καμιά δεκαετία έκατσε εκεί πέρα. Ζούσε, απ’ ό,τι είχαμε μάθει, μας είχε πει δηλαδή, ζούσε μέσα σε ένα πλοίο που ήταν αραγμένο».
«Αυτή ήταν μια οικογένεια από το χωριό […] Αυτό το οποίο θυμάμαι εγώ είναι ότι είχε φύγει ο πατέρας πρώτος στην Αυστραλία κι είχε περάσει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρω στον ενάμιση, δύο χρόνια, για να προσκαλέσει αργότερα την οικογένειά του να πάνε κι αυτοί και δεν τους… δεν… αυτό δεν κατάφερνε να το επιτύχει, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Οπότε κινήθηκε και η γυναίκα του από το χωριό, που είχε τρία παιδιά […] κινήθηκε να δει πώς μπορεί να… […] ετοιμαστούν τα χαρτιά για να φύγουνε κι αυτοί. Την περίοδο τώρα αυτή, που κινήθηκε η ίδια η γυναίκα και ήρθε στο Ηράκλειο να δει τι χαρτούρα πρέπει να γίνει, έπρεπε να υπάρχουν συνεννοήσεις με την Αθήνα, θυμάμαι ένα καλοκαίρι ότι…. δεν θυμάμαι τόσο αυτήν στο σπίτι, αυτό που θυμάμαι είναι ότι άφησε τα παιδιά, γιατί αυτή έπρεπε να πάει σε κάποιες υπηρεσίες στο Ηράκλειο, σε κάποιες υπηρεσίες στην Αθήνα, να ξαναγυρίσει στο χωριό να βγάλει κάποια χαρτιά, δεν ήταν εύκολα τότε οι γραφειοκρατικές διαδικασίες… Και θυμάμαι μία περίοδο, να ‘τανε ένας μήνας, να ‘τανε δύο μήνες, ότι μείνανε τα παιδιά αυτά στο σπίτι μας. Θυμάμαι ότι ήταν τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι […] κι έμειναν ένα διάστημα μέχρι που τακτοποιήθηκε αυτό το ζήτημα και μετά φύγανε και πήγανε στην Αυστραλία». Από το καλοκαίρι εκείνο έχει μείνει στο άλμπουμ της Χρυσής μια φωτογραφία, παραμονές της αναχώρησης στην Αυστραλία. Η Χρυσή και η αδερφή της, η Μαίρη Σπυριδάκη, φωτογραφίζονται με τα τρία παιδιά της οικογένειας Βαμιεδάκη, που έπειτα μετανάστευσε. Ο μεγάλος γιος, στο κέντρο της φωτογραφίας, λεγόταν Ηλίας. Στην επόμενη φωτογραφία η Χρυσή στον κήπο του σπιτιού που φιλοξένησε ταξιδιώτες και ιστορίες.