Ο ερχομός στην Ελλάδα
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο θάνατος του Εμβέρ Χότζα, το 1985, σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, διεκδικήσεων και ανατροπών εντός της Αλβανικής κοινωνίας. Τότε, εκκινεί μια περίοδος κοινωνικών διεκδικήσεων εκ μέρους των Αλβανών πολιτών, που παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του κράτους, η δυσφορία των πολιτών και η ανάγκη για αλλαγή ήταν τόσο μεγάλες, που μέχρι το έτος 1990 οδήγησαν στην απαρχή της μεγάλης εξόδου Αλβανών πολιτών από την Αλβανία.
Μέχρι και το 1990 η απόπειρα διάβασης των αλβανικών συνόρων ταυτιζόταν από το Αλβανικό κράτος με την προσπάθεια διαφυγής από τη χώρα και άρα τιμωρούνταν αυστηρά Μάλιστα, ο Καπλάνι αναφέρει πως «το να αγγίζεις τα σύνορα μιας χώρας που όπως η Αλβανια μέχρι το 1991 ήταν ολοκληρωτικό καθεστώς ισοδυναμούσε είτε με θαύμα ή με θανάσιμη αμαρτία. Εκείνοι που έπαιρναν την άδεια να τα περάσουν ήταν λιγοστοί. Ήταν οι τυχεροί».
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας 1990, όταν πλέον ο έλεγχος των συνόρων από το Αλβανικό κράτος ήταν πια περιορισμένος μεγάλος αριθμό μελών της αλβανικής κοινωνίας κινήθηκε συνήθως χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα μετακίνησης και εξόδου από τη χώρα προς διαφορετικές γεωγραφικές κατευθύνσεις. Συνομιλητές της έρευνας αναφέρουν πως πολλοί Αλβανοί πολίτες ήθελαν να μάθουν «τι υπάρχει εκεί έξω». Τα πλάνα των μετακινούμενων σχετικά με την πράξη της εξόδου τους ήταν ασαφή. Λειτουργούσαν πέραν των μεγάλων προσδοκιών όπως το «να μαζέψει κανείς χρήματα» ή «να ξεκινήσει μια καλύτερη ζωή». Σύμφωνα με τον Πρατσινάκη (2005, 192-212), στο λόγο των πρώτων μετακινούμενων από την Αλβανία συχνά η έξοδος από τη χώρα προβαλλόταν ως η μόνη λύση προς την επικρατούσα συνθήκη της φτώχειας που αντιμετώπιζαν.
Οι χώρες προς τις οποίες μετακινούνταν οι πρώτοι αυτοί φυγάδες από την Αλβανία ήταν η Ελλάδα και η Ιταλία. Στην περίπτωση όμως της καταγωγής από περιοχές της βόρειας Αλβανίας, κάποιοι κατάφεραν να βρεθούν και να εγκατασταθούν σε χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, όπως στη Γερμανία και τη Μ. Βρετανία. Λιγότερες ήταν οι περιπτώσεις που άτομα κατάφεραν να μετακινηθούν σε άλλες ηπείρους, όπως στην Αμερική.
Επρόκειτο για μια εποχή μαζικής μετακίνησης κυρίως ανδρών, μιας και οι γυναίκες ή τα παιδιά ακολουθούν κάποιο διάστημα μετά τους άνδρες, όταν αυτοί έχουν εγκατασταθεί κάπου και έχουν βρει δουλειά. Η μετακίνηση από την Αλβανία και η δυσκολία νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα συνδέθηκε κυρίως με σωματικό μόχθο, με σκληρές εργασίες και συνήθως με χαμηλό μεροκάματο.
Ωστόσο, παρά τις απελάσεις πίσω στην Αλβανία, οι προσπάθειες των Αλβανών πολιτών για μετακίνηση και εγκατάσταση σε κάποια άλλη χώρα συνεχίζονταν. Μάλιστα, μετακινούμενος από την Αλβανία συνομιλητής ανέφερε πως από το 1991 που πρωτοήρθε την Ελλάδα μέχρι το 1998, που τελικά νομιμοποιήθηκε η παραμονή του στην Ελλάδα ο ίδιος είχε ήδη απελαθεί από την Ελλάδα δεκαεννέα φορές.
Βιβλιογραφία
Elina Kapetanaki, “On gender, nation and mobility through the gaze of two co-production films concerning Albania and/or Albanian cinema”, στο Eleni Sideri (επιμ.) Cultural Neighbourhoods and Co-productions in Southeast Europe and Beyond 4th Conference on Contemporary Greek Film Cultures, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Thessaloniki 2020
Γκαζμέντ Καπλάνι, Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων, Επίκεντρο, Αθήνα 2018
Manolis Pratsinakis, “Aspirations and strategies of Albanian immigrants in Thessaloniki”, Journal of Southern Europe and the Balkans, Vol. 7, No. 2, August 2005, σ. 195-212
Πηγές
Ο Άρης έζησε για δεκατέσσερα χρόνια στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Το 2010 αποφάσισε να μετακινηθεί στην Αλβανία για να εργαστεί σε επιχείρηση της οικογένειάς του. Στην μαρτυρία του περιγράφει το δρόμο και συμβάντα της περιόδου του πρώτου ερχομού του στην Ελλάδα.
«-Πώς τελικά αποφάσισες να πας στην Ελλάδα;
-Φτώχεια καταραμένη, δουλειά θα μπορούσα να βρω ως σερβιτόρος αλλά οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί. Με το που ήρθα στα Τίρανα αφού τελείωσα το τεχνικό λύκειο είχα βρει μια δουλειά σε ένα εστιατόριο. Ίσως δεν ήταν τόσο άσχημα αλλά έβλεπα πως αυτοί που έφευγαν για Ελλάδα και Ιταλία έφερναν λεφτά. Μου έλεγαν οι φίλοι που είχαν έρθει Ελλάδα ότι τα χρήματα ενός μήνα από την Ελλάδα αντιστοιχούν σε δουλειά ενός χρόνου στην Αλβανία. Εκείνη την εποχή όλοι ήταν παράνομοι και σκέφτονταν μέχρι να τους πιάσει η αστυνομία να μαζέψουν κανένα φράγκο. Όπως τώρα οι Αφγανοί και οι Πακιστανοί έτσι τότε κι εμείς. Ο αδελφός μου που είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα πριν από μένα ρώτησε το αφεντικό του αν μπορώ να δουλέψω κι εγώ μαζί στο επιπλοποιείο. Το αφεντικό του αδελφού μου απάντησε θετικά κι εγώ έφυγα αμέσως για Κορυτσά. Εκεί βρήκα τους έμπορους που με μετέφεραν. Το ήξεραν κάποιοι γνωστοί και μου είπαν πως αν πάει κανείς στην Κορυτσά εκεί τους βρίσκει όλους. Μέχρι τότε φαντάσου δεν είχα φύγει ποτέ από το σπίτι μου. Το ταξίδι εκείνο για Ελλάδα μου κόστισε 120.000 δραχμές. Από Κορυτσά φτάσαμε στα Μπίτολα, μείναμε εκεί ένα βράδυ και μετά μας έβγαλαν Φλώρινα. Έπειτα Θεσσαλονίκη, φτάσαμε βράδυ σε μια περιοχή που τώρα πιστεύω πως ήταν η Νεάπολη. Από εκεί τα ξημερώματα κάποιος από τους έμπορους με πήγε μέχρι τη δουλειά του αδελφού μου στον Φοίνικα. Τότε ένιωθα σαν χαζός. Έβλεπα μεγάλους δρόμους, φώτα… στην Αλβανία την ίδια εποχή μετά τις έξι το απόγευμα δεν υπήρχε φως. Δούλευα στη δουλειά του αδελφού μου δυο-τρεις μήνες και μετά μου είπαν πως δεν υπάρχει αρκετή δουλειά για όλους. Τότε αποφάσισα να πάρω σβάρνα τους δρόμους και τις οικοδομές για να βρω δουλειά. Αυτό το έκανα πιο πολύ από ντροπή βέβαια. Γιατί μαζεύονταν όλοι τα βράδια στο σπίτι και έλεγαν “ψάξε από εδώ, εκεί έχει δουλειά…”, άρα έπρεπε κι εγώ να δείξω πως κάτι από όλα αυτά κάνω. Πήρα το λεωφορείο βρήκα μια οικοδομή και έστρωνα πλακάκια. Δούλεψα εκεί επτά μήνες αλλά βαρέθηκα. Στο μεσοδιάστημα σε αυτή την πολυκατοικία κάποιος μας κάρφωσε για θόρυβο με τη μπετονιέρα και επειδή ήμουν χωρίς χαρτιά με μάζεψαν. Πάντα κρατούσα λεφτά μαζί μου για να μπορώ να γυρίσω και έπειτα από μια βδομάδα στην Αλβανία επέστρεψα. Αυτή φορά από τα σύνορα περπατήσαμε μέχρι τη Βέροια. Σε ένα μήνα με έπιασαν και πάλι. Κατά την επιστροφή στην Ελλάδα με έπιασαν και πάλι και μας απέλασαν. Είχα ορκιστεί τότε πως είναι η τελευταία φορά που με απελαύνουν και ότι αν ξανασυμβεί δεν θα ξαναγυρίσουν. Από τότε δεν απελάθηκα ποτέ πια, δυστυχώς ή ευτυχώς. Αυτό έγινε τον Μάιο του ’97. Το 1998 άρχισαν οι νομιμοποιήσεις». […]
Άρης, Θεσσαλονίκη 2011
Αρχείο εθνογραφικής έρευνας Ελίνας Καπετανάκη