Οι ιστορίες της Ηλέκτρας Τσίκα-Μαράκη και της Ευφροσύνης Τσίκα, το γένος Μεϊμάρογλου
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Ηλέκτρα Τσίκα-Μαράκη είναι σήμερα ένα από τα παλαιότερα μέλη της Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος». Συνταξιούχος δασκάλα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά. Η οικογένεια του πατέρα της, Τριαντάφυλλου Τσίκα, ήταν Μικρασιάτες. Η μητέρα της, Ελένη Βαρουχάκη, ήταν από το Καστέλι Κισάμου Χανίων. Το ζευγάρι παντρεύτηκε από έρωτα, παρά τις ενστάσεις της οικογένειας της Ελένης για τον γάμο με έναν πρόσφυγα. Το 1938 έκαναν το πρώτο τους παιδί, μέσα στην Κατοχή το δεύτερο, την Ηλέκτρα, και λίγα χρόνια μετά το τρίτο.
Οι γειτονιές στις οποίες έζησε η οικογένεια ήταν προσφυγογειτονιές: Σπλάντζια, Νέα Χώρα-Βαρούσι. Επίσης, επρόκειτο για οικογένεια που ζούσε με διευρυμένη μορφή: η Ελένη, μετά τον γάμο της, εγκαταστάθηκε στο ίδιο οίκημα με τους συγγενείς του Τριαντάφυλλου. Η Ηλέκτρα, λοιπόν, μεγάλωσε μέσα στις αφηγήσεις για τη Μικρά Ασία. Αφηγήσεις της γιαγιάς, Ευφροσύνης Τσίκα, το γένος Μεϊμάρογλου, από ένα χωριό του Αϊδινίου. Αφηγήσεις, επίσης, των Μικρασιατών γειτόνων τους στις βεγγέρες που έκαναν αργά τα απογεύματα στις αυλές τους. Μέσα από τη συζήτηση με την Ηλέκτρα, αναδύεται η ιστορία ζωής της γιαγιάς της, της Ευφροσύνης. Της γιαγιάς που ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας με τα παιδιά της και χωρίς τον άντρα της, γεγονός συνηθισμένο κατά τη διάρκεια των προσφυγικών ροών.
Το ιστορικό της οικογένειας ξεκινούσε από την περιοχή του Αϊδινίου. Ο Κωνσταντής Τσίκας, ένα από τα 10 παιδιά του Τριαντάφυλλου Τσίκα, δούλευε στους οικογενειακούς νερόμυλους στο Κιόσκιοϊ. Κάποτε ερωτεύτηκαν με την Ευφροσύνη Μεϊμάρογλου. «Την αγάπησε, την έκλεψε, καβάλα σε μια άσπρη φοράδα μπήκανε μέσα, λέει, στην πλακόστρωτη αυλή και είπε στα αδέρφια του «αυτή είναι η γυναίκα μου». Ε, παντρευτήκανε, ζήσανε καλά, ήτανε νέος, ήταν όμορφος, είχε τσακίρικα μάτια». Χαμογελάει η Ηλέκτρα όταν περιγράφει τις σχεδόν κινηματογραφικές σκηνές από τη ζωή του παππού και της γιαγιάς της.
Η ζωή τους στο Κιόσκιοϊ ήταν άνετη, η οικογένεια ευκατάστατη. Η Ευφροσύνη έκανε 5 γέννες κι απέκτησε 7 παιδιά, με δύο ζευγάρια δίδυμα. Από τα παιδιά που γέννησε επιβίωσαν τα 4:ο Τριαντάφυλλος, η Ιωάννα, ο Πολύκαρπος και η Μαρία.
Το 1919, στις σφαγές του Αϊδινίου, σφιαγιάστηκαν 8 από τα αδέρφια του άντρα της. Ο ίδιος, λίγο αργότερα, οδηγήθηκε στα αμελέ ταμπουρού και δεν τον ξαναείδε. Δεν είναι γνωστό πότε η Ευφροσύνη έφυγε από το Κιόσκιοϊ, ούτε υπό ποιες συνθήκες ακριβώς. Πάντως, μετά την απώλεια του Κωνσταντή και της οικογένειάς του, βρήκε βοήθεια και καταφύγιο στην οικογένεια μιας αδερφής της, η κόρη της οποίας είχε αρραβωνιαστεί έναν Χανιώτη. Η αδερφή αυτή με τα παιδιά της, έναν αδερφό, και την Ευφροσύνη με τα 4 παιδιά της, ταξίδεψαν, λοιπόν, για τα Χανιά κι εγκαταστάθηκαν αρχικά στο χωριό τού αρραβωνιαστικού, στον Πύργο Ψηλονέρου.
Όταν η Ευφροσύνη με τα παιδιά της έφτασαν στην Κρήτη, ο 14χρονος Τριαντάφυλλος θεωρούνταν πια αρχηγός της οικογένειας. Άρχισε να δουλεύει ο ίδιος και η αδερφή του, η Μαρία. Η Ευφροσύνη, λέει η Ηλέκτρα, δεν ήθελε να λάβει αγροτική αποκατάσταση. Ήθελε τα παιδιά της να «προκόψουν» στην πόλη, δεν είχε κάτι να συνδέει την οικογένεια με τη γη. Ο Τριαντάφυλλος, κάποια χρόνια αργότερα, είχε γίνει χημικός στην «Ελαιοβιομηχανική Εταιρεία Πρέβε-Ιωαννίδη Α.Ε.». Η Μαρία μαθήτευσε ως ράπτρια και τη δεκαετία του 1930 είχε ιδρύσει δική της σχολή ραπτικής. Η οικονομική άνεση που έδιναν αυτές οι εργασίες στην οικογένεια και οι ομολογίες που τους έδωσε το κράτος για αποκατάσταση, τους επέτρεψαν να αγοράσουν ένα τετραώροφο σπίτι στη Σπλάντζια. Το σπίτι αυτό λέγανε πως ήταν κάποιου ευκατάστατου μουσουλμάνου, με ταβάνια ζωγραφισμένα από φύλλα χρυσού. Φαίνεται πως η οικογένεια της Ευφροσύνης προσέγγισε ξανά το επίπεδο διαβίωσης που είχε πίσω στη Μικρά Ασία.
Το 1941 τα Χανιά βομβαρδίστηκαν σφοδρά. Η παλιά πόλη καταστράφηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό και ιδιαίτερα οι πυκνοχτισμένες γειτονιές της, όπως η Σπλάντζια. Το σπίτι της οικογένειας καταστράφηκε εντελώς και κάηκε όλη η οικοσκευή. Αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού το εργοστάσιο που δούλευε ο Τριαντάφυλλος επιτάχτηκε. Ο ίδιος συνέχισε να δουλεύει εκεί και πληρωνόταν σε λάδι. Οι οικονομίες από τους μισθούς χρόνων που αποταμίευε σε λάδι στις δεξαμενές του εργοστασίου επιτάχτηκαν από την κατεχόμενη διοίκηση. «Τελείωσε η ιστορία. Αρχίσανε όπως ήρθανε. Με τίποτα», λέει η Ηλέκτρα.
Οι ιστορίες που αφηγούνταν η Ευφροσύνη στα εγγόνια της, οι ατελείωτες ώρες που η Ηλέκτρα την θυμάται να είναι γονατιστή μπροστά στο καντήλι του υπνοδωματίου της και να μουρμουράει προσευχές, η εμπειρία της ίδιας της οικογένειας που ξαναξεκινούσε από το μηδέν τότε που η ίδια η Ηλέκτρα είχε γεννηθεί, οι πρόσφυγες γείτονές τους – «τι νοικοκυραίοι ήτανε!» – και η περιφρόνηση που εισέπρατταν από κάποιους ντόπιους, όλα αυτά σμίλεψαν στην Ηλέκτρα συναισθήματα για το βίωμα των Μικρασιατών προσφύγων και κάπως έτσι, μέσα στα χρόνια, συγκροτήθηκε μέσα της η αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα των Μικρασιατών. «[η γιαγιά Ευφροσύνη] μου μιλούσε για τους μύλους… μου έλεγε για τις συνταγές… Και τα σώψυχά μου γεμίζανε μια γλύκα! Δεν τη γνώρισα εγώ τη Μικρασία, δεν τη γνώρισα! Αλλά είχα την ίδια νοσταλγία, μου την είχε μεταδώσει! Αυτή τη νοσταλγία που είχε η γιαγιά μου για τις πατρίδες κι αυτή την αγάπη, μου τη μετέδωσε. Και την κρατάω ακόμη μέσα μου, ζωντανή! Αυτή τη νοσταλγία κι αυτή την αγάπη. Και γι’ αυτό τώρα 35 χρόνια είμαι στην Αδελφότητα».
Η Ηλέκτρα, δεύτερη γενιά Μικρασιάτισσα, αφιερώνει μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της στη διατήρηση και τη διάδοση της μνήμης των Μικρασιατών και του πολιτισμού που έφεραν μαζί τους. «Αυτό φέρανε, στο είναι τους το κουβαλούσανε, τίποτα άλλο δεν φέρανε, αυτές ήταν οι αποσκευές τους […]», λέει. Η ιστορία ζωής της γιαγιάς Ευφροσύνης, όπως και όλης της υπόλοιπης οικογένειας, έχει εμπνεύσει ένα μέρος της ιστορίας ζωής της ίδιας της Ηλέκτρας. Και η Ηλέκτρα τώρα είναι ο κατεξοχήν άνθρωπος που ξεναγεί σχολεία στο Σπίτι των Μικρασιατών, έναν μουσειακό χώρο στο κέντρο των Χανίων, μεταδίδοντας κι αυτή, μέσω της αφήγησης, μια ιστορία για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Το υστερόγραφο που κρατούσε η Ηλέκτρα για το τέλος της συνέντευξής της είναι ενδεικτικό της εμπλοκής της με την μικρασιατική προσφυγιά. Φανερώνει τον τρόπο που παρατηρεί και ερμηνεύει τον κόσμο σε σχέση με το προσφυγικό βίωμα, την εμπειρία του εκτοπισμού και τις απαιτήσεις που έχει η προσαρμογή των προσφύγων στις νέες συνθήκες που τους επιφυλάσσονται. Σύντομα και έντονα, περιγράφει τον πατέρα της, μεγάλο πια, να παίζει βώλους με τα παιδιά της γειτονιάς.