Οικογένεια Χρήστου και Ευαγγελίας Χαρδαλούπα, μετανάστες στο Μόναχο 1962-1975
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Χρήστος Χαρδαλούπας γεννήθηκε το 1932 στον Πλάτανο Αλμυρού του Νομού Μαγνησίας και η σύζυγός του, Ευαγγελία Καριώτου, το 1936, στην Ομβριακή Δομοκού, του Νομού Φθιώτιδας. Περνούν τα παιδικά τους χρόνια στον τόπο της γέννησής τους, αλλά κάποια στιγμή οι οικογένειες και των δύο θα βρεθούν στον Βόλο. Εκεί θα συναντηθούν, θα γνωριστούν και θα παντρευτούν. Οι οικονομικοί λόγοι και η ανεργία είναι οι λόγοι που ωθούν το ζευγάρι να μεταναστεύσει στη Γερμανία. Δίχως να έχουν κάποιον συγγενή ή φίλο να τους περιμένει εκεί, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν για ένα μικρό διάστημα την Ελλάδα –όπως πίστευαν ή θα ήθελαν αρχικά- και το 1962 βρίσκονται στο Μόναχο, δίχως να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά τη διαδικασία της συγκέντρωσης των απαραίτητων ταξιδιωτικών και μεταναστευτικών τους εγγράφων. Με την ολοκλήρωση των σχετικών εγγράφων γίνονται δεκτοί για εργασία στο Μόναχο. Το ζευγάρι φεύγει από την Ελλάδα, χωρίς άλλους συγγενείς ή φίλους μετανάστες. Τα συναισθήματα της λύπης και της στενοχώριας κυριαρχούν τη στιγμή της αναχώρησης. Με την άφιξή τους στη Γερμανία θα προστεθούν και εκείνα της μοναξιάς και της απομόνωσης, λόγω της έλλειψης των αγαπημένων προσώπων που αφήσανε πίσω στην πατρίδα τους.
Φτάνοντας στον σταθμό του Μονάχου δεν τους περίμενε κάποιος γνωστός ή φίλος από την Ελλάδα. Εγκαθίστανται αρχικά στου κοιτώνες του εργοστασίου της Siemens, οι οποίοι, πρόσφεραν καταλύματα χωριστά για τους άνδρες και για τις γυναίκες, ακόμα και για τα ανδρόγυνα. Οι πρώτες δυσκολίες που συνάντησαν αφορούσαν την επικοινωνία στη γερμανική γλώσσα την οποία δεν γνώριζαν.
«Δυσκολεύτηκαν να μάθουν την γλώσσα. Η μητέρα μου μάς έλεγε ότι καθόταν μέσα στο τραμ, άκουγε την αναγγελία κάθε στάσης και την κατέγραφε σε ένα μπλοκάκι. Έτσι έμαθε μόνη της τα πρώτα Γερμανικά.» αναφέρει η Γιοχάννα Χαρδαλούπα, η πρώτη κόρη της οικογένειας, η οποία γεννήθηκε στο Μόναχο το 1965. Αφού έμειναν ένα μικρό διάστημα στους κοιτώνες του εργοστασίου, ο Χρήστος και η Ευαγγελία μετακομίζουν σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο μοιράζονται την κουζίνα και την τουαλέτα μαζί με ένα άλλο ζευγάρι μεταναστών από την Ελλάδα. Οι ντόπιοι, οι Γερμανοί γείτονές τους, αρχικά ήταν «προσεκτικοί» και «κλειστοί» απέναντί τους.
«Μέχρι να τους γνωρίσουν καλύτερα, μετά τους προσκαλούσαν στα σπίτια τους», επισημαίνει η Γιοχάννα.»
Μετά από λίγο καιρό φτάνουν στο Μόναχο για εργασία συγγενείς τους από την Ελλάδα: τα αδέλφια του Χρήστου και ο αδελφός της Ευαγγελίας, ο οποίος νοικιάζει το ένα δωμάτιο στο σπίτι που κατοικεί η ίδια με την οικογένειά της. Τα αδέλφια του συζύγου της βρίσκουν και εκείνα μετά από ένα διάστημα κατάλυμα κοντά σε αυτούς, στην ίδια περιοχή, και έτσι τα Σαββατοκύριακα μπορούν να συναντιούνται όλοι μαζί και να διασκεδάζουν. Στη μνήμη της Γιοχάννα η εικόνα της γειτονιάς στην οποία πέρασε τα πρώτα της παιδικά χρόνια διασώζεται:
«Ήταν μια τυπική γειτονιά μεγαλούπολης. Πολυκατοικία παλιά, μόνο με σκαλιά, μεγάλα σκαλιά και ενδιάμεσα από κάθε όροφο υπήρχε ένα παράθυρο με περβάζι. Μέναμε στον 2ο ή 3ο όροφο. Σε κάθε όροφο υπήρχαν 2 διαμερίσματα. Είχε εσωτερική αυλή με μονόζυγο (αυτό ειδικά το θυμάμαι, γιατί εκεί έπεσα κι έσπασα πρώτη φορά το χέρι μου!). Ήταν κοντά στο ποτάμι που περνάει μέσα από το Μόναχο και τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε εκεί βόλτα κατά μήκος του ποταμού με τον πατέρα μου και εγώ έκανα πατίνια».
Ο Χρήστος Χαρδαλούπας μετά από ένα διάστημα –έχοντας μάλλον ολοκληρώσει το συμβόλαιο εργασίας με το εργοστάσιο- αλλάζει δουλειά, αναζητώντας προφανώς καλύτερες απολαβές. Τα επόμενα χρόνια της παραμονής του στο Μόναχο δουλεύει σε οικοδομές, ως οξυγονοσυγκολλητής. Και η Ευαγγελία θα φύγει από το εργοστάσιο. Εκείνη εργάζεται στη συνέχεια σε διάφορες δουλειές:
«Η μητέρα μας δούλεψε στο σιδερωτήριο μεγάλου ξενοδοχείου, μετά καθάριζε τα γραφεία εταιρείας, και στο τέλος δούλεψε σε πλεκτήριο» μάς πληροφορεί η κόρης της, Γιοχάννα. Η οικογένεια κατάφερνε να επιβιώνει αξιοπρεπώς με τα χρήματα που αμείβονταν οι γονείς, αξιοποιώντας ένα μέρος αυτών σε εκδρομές και ταξίδια. Η καθημερινότητα θα πρέπει να ήταν δύσκολη, ωστόσο και κουραστική και για τους δύο. Τα Σαββατοκύριακα διασκέδαζαν με άλλους Έλληνες μετανάστες -φίλους και συγγενείς- αλλά οι παρέες τους δεν περιορίζονταν μονό με τους ομοεθνείς, αλλά συμπεριλάμβαναν και Γερμανούς τα σπίτια των οποίων επισκέπτονταν.
Η Γιοχάννα, η οποία γεννήθηκε το 1965 θα μείνει στο Μόναχο με την οικογένεια της μέχρι το 1975, όταν οι γονείς της αποφασίζουν, μετά από δεκατρία χρόνια παραμονής εκεί –διάστημα μεγαλύτερο από ό, τι αρχικά υπολόγιζαν- να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι αναμνήσεις που ανακαλεί πρώτες από εκείνη την περίοδο σχετίζονται με το περιβάλλον που περνούσε ένα μεγάλο διάστημα της καθημερινότητάς της, δηλαδή το σχολείο:
«Θυμάμαι πολύ καλά το ελληνικό σχολείο του Μονάχου, που στεγαζόταν σε γερμανικό. Ήταν όλα πολύ όμορφα, καθαρά και με τάξη. Θυμάμαι πολύ έντονα, με νοσταλγία, την δασκάλα της 1ης και 4ης τάξης – ήταν η ίδια. Ήταν δύσκολο να έχουμε “σχέσεις” με τους συμμαθητές μας, μιας και σχεδόν όλοι διέμεναν σε διαφορετική περιοχή της πόλης. Μόνο στο μεγάλο διάλειμμα και προς το τέλος του διδακτικού ωραρίου, πριν φύγουμε, τότε τα λέγαμε μεταξύ μας!»
Η απόφαση για επαναπατρισμό πάρθηκε το 1975 και συμπίπτει με τον ερχομό της δεύτερης κόρης της οικογένειας, της Κωνσταντίνας, η οποία και εκείνη γεννήθηκε στο Μόναχο, αλλά θα στη συνέχεια, την ίδια χρονιά θα βρεθεί μόνιμα στην Ελλάδα με την οικογένειά της.
«Όταν γεννήθηκε η αδελφή μου! Ήταν η αφορμή για τον επαναπατρισμό. Μάλλον πίεσε η μητέρα μας! Θυμάμαι να μαζεύουμε πράγματα, να γεμίζουμε το αυτοκίνητο και να ξεκινάμε!»
Η παλιννόστηση και η εγκατάσταση στον Βόλο μάλλον δεν ήταν αυτό που φανταζόταν η νεαρή Γιοχάννα, όταν ξεκινούσε με ενθουσιασμό το ταξίδι για την πατρίδα των γονιών της, την οποία μέχρι τότε θα πρέπει να γνώριζε μόνο μέσα από περιγραφές και φωτογραφίες. Η Γιοχάννα φτάνοντας στο γενέθλιο τόπο των γονιών της μοιάζει να νοιώθει, αν όχι «ξένη», αλλά σίγουρα «διαφορετική», κάτι που μαρτυρά το περιστατικό που μάς διηγείται από την πρώτη της μέρα στο σχολείο της γειτονιάς της:
«Με το …”καλημέρα” σας! [σημ. δική μου: αντιμετώπισα δυσκολίες]. Δεν πρόκειται να ξεχάσω την 1η μέρα στο ελληνικό σχολείο!!! Δυστυχώς επιστρέψαμε αρχές Σεπτεμβρίου και η μητέρα μου δεν είχε προλάβει να μου αγοράσει “ποδιά”!!! Και με στέλνει στο σχολείο με …παντελόνι!!!! ΚΟΛΑΣΗ!!! Χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο και μπροστά (και δυνατά!) άρχισε να με βρίζει ένας δάσκαλος στην γραμμή που είμασταν! Επιστρέφοντας σπίτι, το πρώτο πράγμα που είπα: ”Θέλω να γυρίσουμε πίσω τώρα!!!”»
Βιβλιογραφία
Γραπτή συνέντευξη της Γιοχάννα Χαρδαλούπα 8.7.2022.
Η Γιοχάννα Χαρδαλούπα σήμερα εργάζεται ως καθηγήτρια Γερμανικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση