Οθωμανικό σπίτι που στέγασε πρόσφυγες
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η σημερινή Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, που ήταν γνωστή ως Μπαΐρ και βρίσκεται στο ανηφορικό τμήμα της πόλης, αναπτύχθηκε οικιστικά κυρίως μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς το 1430 αλλά συνέχισε να παραμένει αραιοκατοικημένη. Κατά τη διάρκεια του 16ου και του πρώτου μισού του 17ου αιώνα χριστιανοί και μουσουλμάνοι φαίνεται να κατοικούν μαζί στην Άνω Πόλη, ενώ οι εβραίοι της πόλης διέμεναν στο κέντρο.
Με την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα οι συνοικίες της πόλης άρχισαν να αποκτούν πιο οριοθετημένα χαρακτηριστικά και οι μεικτές περιοχές μειώθηκαν. Ο χριστιανικός πληθυσμός περιορίστηκε στο πεδινό τμήμα της πόλης πλησίον της θάλασσας, ενώ ο μουσουλμανικός στην Άνω Πόλη, που τότε ονομαζόταν Μπαΐρ (πλαγιά). Τα σπίτια των μουσουλμάνων ήταν συχνά μεγάλα, λιθόκτιστα, με αυλές και κήπους με οπωροφόρα, παράθυρα στη θάλασσα και κλειστούς εξώστες (σαχνισιά). Παράλληλα, νέες τουρκικές συνοικίες δημιουργήθηκαν στην ίδια περιοχή. Ως κυρίαρχη κοινότητα οι μουσουλμάνοι επέλεξαν την Άνω Πόλη για το καλό της κλίμα (το πεδινό τμήμα της πόλης δεν αεριζόταν λόγω της πυκνότερης δόμησης και της ύπαρξης του θαλάσσιου τείχους) αλλά και της γειτνίασης με την Ακρόπολη και το Γεντί Κουλέ (στο οποίο έδρευε η φρουρά της πόλης), γειτνίαση που παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Η πόλη ουσιαστικά παρέμεινε οριοθετημένη σε κοινοτικές περιοχές -με βάση τη θρησκεία- έως και το 1912 ή καλύτερα το 1917 και το 1924.
Η επόμενη περίοδος για την περιοχή ξεκίνησε το 1922 με την έλευση των χριστιανών προσφύγων της Μικράς Ασίας. Μέχρι το τέλος του 1924 έφυγε το σύνολο του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης (η φυγή του είχε ξεκινήσει από τους Βαλκανικούς Πολέμους), η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου διέμενε στην Άνω Πόλη. Τα άδεια σπίτια φιλοξένησαν πρόσφυγες ενώ σταδιακά αποδόθηκαν στην Εθνική Τράπεζα καθώς αποτελούσαν μέρος της ανταλλάξιμης περιουσίας. Στα μεγάλα αυτά οθωμανικά σπίτια στεγάστηκαν περισσότερες από μία οικογένειες, ενώ υπήρχαν πολλές περιπτώσεις που υπέστησαν τροποποιήσεις για να στεγάσουν διαφορετικές οικογένειες. Άλλοι πρόσφυγες οικειοποιήθηκαν τις άδειες εκτάσεις της Άνω Πόλης και έχτισαν μαζικά, μικρά σπίτια με ότι υλικό είχαν διαθέσιμο, και εκμεταλλευόμενοι συχνά και μέρος των τειχών (τα λεγόμενα καστρόπληκτα). Η περίοδος αυτή ήταν καίρια για την Άνω Πόλη, καθώς οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν μαζικά καθόρισαν τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα της περιοχής ενώ τα σπίτια τους διαμόρφωσαν το μορφολογικό της πρόσωπο για τα επόμενα 60 χρόνια.
Στη φωτογραφία εμφανίζεται τριώροφο σπίτι στην οδό Θεοφίλου 13 (παλιότερα 9-13). Το σπίτι φέρει στοιχεία της νεοκλασικής και εκτελεστικής αρχιτεκτονικής με έντονα διακοσμητικά στοιχεία ενώ και ο εσωτερικός του διάκοσμος είναι πλούσιος. Η μορφή του κτίσματος άλλαξε το 1929 όταν χωρίστηκε σε δύο κατοικίες για να στεγάσει προσφυγικές οικογένειες. Χτίστηκε κατακόρυφος τοίχος που χώρισε την αυλή στα δύο, προστέθηκε κλιμακοστάσιο για την πρόσβαση ενώ έγιναν και άλλες μορφολογικές αλλαγές. Παρόμοιες παρεμβάσεις έγιναν σε πάρα πολλά μεγάλα οθωμανικά σπίτια της Άνω Πόλης που αποδόθηκαν σε προσφυγικές οικογένειες, όπως στο σπίτι που βρισκόταν στο 27 του ίδιου δρόμου (το σημερινό 25). Γράφει σχετικά η Λουκία Πιστικίδου στο βιβλίο της Αναμνήσεις. Προύσα, προσφυγιά και ένα επίμετρο, εισαγωγή Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, Κόσμος, Αθήνα 2004, σ. 101:
Από την πρώτη μέρα η μητέρα απευθύνθηκε στον Εποικισμό για τη στέγασή μας. Μας παραχώρησαν μισό δωμάτιο τουρκικού σχολείου στην οδό Θεοφίλου 27 στην Άνω Πόλη, τώρα είναι διατηρητέο μνημείο Στο άλλο μισό χωρισμένο με κουρελούδες, παλιοκουβέρτες και σεντόνια καθόταν μια τετραμελής οικογένεια. Ξαναχάλασε η μητέρα ομολογίες, αγόρασε σανίδια και κάναμε ένα χώρισμα σε ύψος δύο μέτρα. Μετατρέψαμε και το ένα παράθυρο σε νεροχύτη για να πλυνόμαστε και να πλύνουμε τα πιάτα και βολευτήκαμε όπως μπορούσαμε. Το νερό από το νεροχύτη χυνότανε σε ακάλυπτο χώρο, αλλά δεν έφτανε ως το δρόμο. Ευτυχώς η άλλοτε σχολική αίθουσα είχε δύο πόρτες και απομονωθήκαμε. Μαγειρεύαμε μέσα στο δωμάτιο με κάρβουνα σε μαγκάλι ή φουφού. Η άλλη οικογένεια ήταν πολύ ενοχλητική. Το αντρόγυνο τσακωνότανε για το που θα εγκατασταθούν οριστικά, αλλά και για καθημερινά ζητήματα, η κόρη γκρίνιαζε διαρκώς και ο γιος, σχεδόν άντρας πια, δεν ήτανε καλύτερος. Ησυχία δεν βρίσκαμε σχεδόν καθόλου. Το τηγάνι τους σε ημερήσια διάταξη. Βρωμολογούσε όλο το δωμάτιο γιατί συχνά δεν άνοιγαν παράθυρο, ακόμα κι όταν τηγάνιζαν. Η κατάσταση ήταν αφόρητη, αλλά άλλη λύση δεν υπήρχε.
Το κτίριο της Θεοφίλου 13 εντάχθηκε σε πρόγραμμα αποκατάστασης από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997 και στέγασε για 10 χρόνια το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Θεσσαλονίκης.
Βιβλιογραφία
Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης, Αφιέρωμα στα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού, Υπουργείο Βόρειας Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1985-1986
Για την αναλυτική παρουσίαση άλλου μεγάλου κτιρίου που χωρίστηκε για να στεγάσει προσφυγικές οικογένειες βλέπε: Πολυξένη Γεωργάκη, «Το σπίτι της οδού Ακροπόλεως 13, στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 14 (Ιούνιος 2004), σ. 38-73
Γιάννης Ν. Γκλαβίνας, , Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα (1912-1923). Από την ενσωμάτωση στην ανταλλαγή, εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2013
Λουκία Πιστικίδου, Αναμνήσεις. Προύσα, προσφυγιά και ένα επίμετρο, εισαγωγή Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου, Κόσμος, Αθήνα 2004