Στο τσαγκαράδικο του Δαμιανού Παυλιόγλου
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Δαμιανός Παυλιόγλου γεννήθηκε στον Βόλο το 1931. Οι γονείς του, Πρόδρομος και Κυριακούλα, ήρθαν από τη Μικρά Ασία το 1924 με τους ανταλλάξιμους πρόσφυγες της Συνθήκης της Λοζάνης. Ζούσαν στην περιφέρεια Ικονίου της Μ. Ασίας, στο χωριό Πέρμαντα. Η Κυριακούλα προερχόταν από μία εύπορη οικογένεια, η οποία διατηρούσε μια βιοτεχνία κεραμοποιίας που απασχολούσε αρκετούς εργάτες. Ο Πρόδρομος ήταν οικοδόμος και παράλληλα οργανοπαίχτης. «Πολύ καλός κτίστης και έπαιζε θαυμάσιο μπουζούκι, έλεγε η γιαγιά [η Κυριακούλα]» θυμάται η Χριστίνα Παυλιόγλου, κόρη του Δαμιανού. Τα αδέλφια της Κυριακούλας μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έφυγαν στις Η.Π.Α. Το πρώτο διάστημα τα αδέλφια διατηρούσαν επαφή με την αδελφή τους μέσω αλληλογραφίας. Δεν επισκέφτηκαν ποτέ την Ελλάδα -τουλάχιστον από όσο μπορεί να γνωρίζει η οικογένεια του Δαμιανού Παυλιόγλου- και με τον καιρό διακόπηκε κάθε επικοινωνία μεταξύ τους. Ο Πρόδρομος είχε μια αδελφή, τη Μαρία, η οποία έρχεται και εκείνη πρόσφυγας στον Βόλο και εγκαθίσταται στον συνοικισμό Ιωλκού.
Ο Πρόδρομος και η Κυριακούλα απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία εκ των οποίων γεννήθηκαν στη Μ. Ασία: τον Παύλο το 1915, τον Χαράλαμπο το 1917 και την Καλλιόπη το 1922 και άλλα δύο τα οποία γεννήθηκαν στην Ελλάδα: τη Σοφία το 1925 και τον Δαμιανό το 1931. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Βόλο στον συνοικισμό Ιωλκού, «…στον Φόρο, στις προσφυγικές παράγκες που τους παραχώρησε το κράτος. Η μία παράγκα δίπλα στην άλλη, η μία φτώχεια δίπλα στην άλλη…» σχολιάζει η Χριστίνα. Στο πάνω μέρος της γειτονιάς κάμποσες βρύσες έδιναν το νερό για τις ανάγκες των ανθρώπων. Και συνεχίζει:
«Ήρθαν οι παππούδες και ξεκίνησαν από την αρχή. Ήρθαν και ποτέ δεν αποδέχτηκαν ότι θα μείνουν εδώ για πάντα. Ήρθαν και ως τα βαθιά τους γεράματα έκλαιγαν και τραγουδούσαν για την αγαπημένη τους πατρίδα, την ομορφιά της, τα έχοντά της, τη ζωή που άφησαν… Αρνήθηκαν να μάθουν ελληνικά. Καταλάβαιναν αλλά δεν μιλούσαν. Ο Πρόδρομος, ο παππούς μου, λόγω της δουλειάς του ως κτίστης και ως ξυλοκόπος στον Βόλο και το Πήλιο είχε εξασκήσει περισσότερο τη γλώσσα. Η Κυριακούλα, η γιαγιά μου, δούλευε σε κάθε είδους αγροτική δουλειά, στα Αλίπαστα στον Βόλο και σε οτιδήποτε θα έφερνε ένα εισόδημα στο σπίτι για να χορτάσει η οικογένεια… Τον πατέρα μου, Δαμιανό, τον γέννησε σε ένα χωράφι όπου δούλευε μαζεύοντας σπανάκι… Άνθρωποι άξιοι, εργατικοί, περήφανοι… Τους βρίσκει ο Πόλεμος του 1940 και στη συνέχεια η Κατοχή…».
Η πείνα την περίοδο της Κατοχής μαστίζει τον συνοικισμό και τους κατοίκους του. Η Κυριακούλα αναζητά το φαγητό της οικογένειας. Μαζί με τα δυο μικρότερα παιδιά, την Σοφία και τον Δαμιανό, τριγυρνούν στα χωριά της Καρδίτσας και κάνουν «σταχτομάζωμα» στα φρεσκοθερισμένα χωράφια. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να εξασφαλίσει το αλεύρι για το ψωμί τους.
«Πολλά βράδια μας έπαιρνε ο ύπνος περιμένοντας να γίνει το φαγητό που ετοίμαζε η μάνα μας… Το τσουκάλι όμως δεν είχε φαγητό παρά μόνο νερό που σιγόβραζε… Έτσι μας ξεγελούσε, εμάς και την πείνα μας…», θυμάται η κόρη του Δαμιανού να της αφηγείται ο πατέρας της.
«Η γιαγιά, επίσης, ξεδιαλέγει τα καπνά του εργοστασίου της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου στον Βόλο που πέφτουν από τα φορτηγά κατά τη φορτοεκφόρτωση και κάνει μαύρη αγορά. Μάλιστα πολλές φορές είχε μαζί μου τον πατέρα μου Δαμιανό».
Η Χριστίνα ανακαλεί πάλι στη μνήμη της τις ιστορίες που άκουγε μεγαλώνοντας από τον πατέρα της:
«Έβαζε [η Κύριακούλα] σ’ ένα τσουβάλι τα καπνά, το δένε μ’ ένα σκοινί από τη μία άκρη και από την άλλη έδενε εμένα για να μη με χάσει, για να μη μας κλέψουν. Έτσι ταξιδεύαμε με το τρένο από σταθμό σε σταθμό όπου και διανυκτερεύαμε. Κάναμε μαύρη αγορά, φτάσαμε ως την Κατερίνη και ακόμα παραπέρα…»
Με αυτούς τους τρόπους η οικογένεια καταφέρνει να επιβιώσει. Εν τω μεταξύ οι αδελφές του Δαμιανού, η Καλλιόπη και η Σοφία έχουν παντρευτεί στο Ν. Ικόνιο Σοφάδων του Ν. Καρδίτσας, χωριό αμιγώς προσφυγικό. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Δαμιανού, ο Χαράλαμπος, έχει παντρευτεί και αυτός και αποκτά έναν γιο. Την περίοδο της Κατοχής ανέβηκε αντάρτης στο βουνό. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του και μέχρι σήμερα κανείς δεν έμαθε τίποτα για αυτόν.
Ο Δαμιανός το 1941 είναι 10 χρονών. Σχολείο πήγε μέχρι και τη δευτέρα δημοτικού.
«Παίρνει το κασελάκι και βγαίνει για μεροκάματο. Έχει και μία φυσαρμόνικα, κάποιος του την χάρισε, και παίζει όμορφα. Απέναντι από τις παράγκες που μένουν, στον ίδιο δρόμο υπάρχει ένα γυμναστήριο. Έχουν καταλύσει Ιταλοί στρατιώτες. Ακούν τη φυσαρμόνικα του πιτσιρικά, ακούν τις βούρτσες που χτυπά στο κασελάκι του, τον φωνάζουν να τους γυαλίσει τις μπότες τους, τον κάνουν χάζι και τον γεμίζουν καλούδια».
Ο «πιτσιρικάς» μεγαλώνει και η μάνα του, η Κυριακούλα, τον πηγαίνει να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη, σ’ έναν παλιό, καλό τεχνίτη που ήρθε και αυτός από τη Μ. Ασία, τον Καραβασίλη. «Ο πατέρας μου εξελίχθηκε σ’ έναν από τους καλύτερους τσαγκάρηδες του Βόλου», τονίζει η κόρη του εμφανώς περήφανη για εκείνον και την τέχνη του.
«Κατασκευάζει καινούρια κα ανδρικά αλλά και γυναικεία παπούτσια, χειροποίητα από την αρχή ως το τέλος. Δηλαδή δερμάτινα, σόλες από πετσί, κωλυμμένα και ραμμένα στο χέρι. Έχει πελάτες από Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα. Έρχονται γιατί ζητάνε το κάτι ιδιαίτερο. Κατά κύριο λόγο όμως το μεροκάματο βγαίνει από τις επιδιορθώσεις. Στήνει τον πρώτο του πάγκο κυριολεκτικά στον δρόμο της γειτονιάς, κάτω από ένα δέντρο. Στη συνέχεια βρίσκει ένα εγκαταλελειμμένο παραγκάκι, το σουλουπώνει και στήνει εκεί τη δουλεία του. Το τελικό μαγαζάκι του είναι ένα δωμάτιο από το μικρό σπιτάκι που έχτισε κάμαρα-κάμαρα με τη μάνα μου στο οικόπεδο που τους παραχώρησε το κράτος. Μέσα σε αυτό το οικόπεδο μέναμε τρεις οικογένειες με το σπιτάκι της η καθεμία, με μία στενή μακρόστενη αυλή και ένα καμπινέ τούρκικο για όλους. Η οικογένεια η δική μου –ο πατέρας μου, η μάνα μου, Ευθυμία πρόσφυγας επίσης δεύτερης γενιάς με καταγωγή από το Μαλακοπί της Μ. Ασίας κα την Κωνσταντινούπολη και ο αδελφός μου Πρόδρομος-, η οικογένεια του θείου Παύλου, αποτελούμενη από έξι άτομα και ο παππούς και η γιαγιά… Πολλές φορές ο πατέρας μου έβγαινε με το εμπόρευμά του σε παζάρια και πανηγύρια των γύρω περιοχών. Παράλληλα το 1965 πιάνει δουλειά στη Βαμβακουργία Αδαμόπουλου στον Βόλο όπου και εργάζεται μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το τσαγκάρικο όμως δεν το άφησε ποτέ. Σχολνώντας από το εργοστάσιο, μετά από ένα σύντομο μεσημεριανό ύπνο, καθόταν στην αγαπημένη του καρέκλα πίσω από τον πάγκο, με τα σφυριά, τα σουβλιά, τα καρφιά, τις ξυλοπρόκες, τις φαλτσέτες, τις τανάλιες, το αμόνι…
Πολύ αγάπησε την τέχνη του ο πατέρας μου! Μέχρι τα 91 του χρόνια που έφυγε, έπινε τον καφέ του στο μαγαζάκι του στον πάγκο του…».
Βιβλιογραφία
Προφορική συνέντευξη της Χριστίνας Παυλιόγλου, 30.4.2022. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στον Βόλο, στο τσαγκάρικο του Δαμιανού Παυλιόγλου