Σύγχρονες κρίσεις του ιστορικού κέντρου: Για τα εμπόριο υφασμάτων και ρούχων στη Θεσσαλονίκη
Πλήρης Περιγραφή
Το ηχητικό ντοκουμέντο αποτελεί τμήμα συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι 2021 με τον κύριο Βλαχογιάννη, αντιπρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης. Ο αφηγητής στο απόσπασμα της συνέντευξης μιλά για το εμπόριο ρούχων και υφασμάτων και για τις κρίσεις που περιήλθε το εμπόριο και ο τομέας της μεταποίησης στη βόρεια Ελλάδα από τη δεκαετία 1990 έως και σήμερα. Στο κέντρο του εν λόγω ηχητικού αποσπάσματος τίθεται το ζήτημα των ακάλυπτων ή και μεταχρονολογημένων επιταγών, που φέρεται ότι καταπόνησε τον τομέα της εμπορίας ρούχων και υφασμάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας 1990. Μάλιστα, σε ένα βαθμό η πρακτική των ακάλυπτων επιταγών φέρεται να συνδέθηκε με μια σαρωτική συνθήκη χιονοστιβάδας σχετικά με το κλείσιμο επιχειρήσεων του τομέα της παραγωγής ρούχων -ή έστω του περιορισμού των εργασιών και της κερδοφορίας τους.
Ο κύριος Βλαχογιάννης αναφέρει πως «η ακάλυπτη επιταγή ήταν μια πληγή. Πλέον έχει περιοριστεί αισθητά η διακίνησή της. Ξεκίνησε θα έλεγα από νομοθετικές ρυθμίσεις που ήταν μη αποτελεσματικές. Και από μια επιθετική πολιτική των τραπεζών, υπερβολικά επιθετική πολιτική, για να βρουν πελατεία, που οδήγησε στο να δέχονται σε μεγάλο βαθμό τις επιταγές, χωρίς να εξέταση της πιστοδοτικής ικανότητας του πελάτη. Ακριβώς επειδή ο κάθε ένας που έπαιρνε μια επιταγή μπορούσε να την οπισθογραφήσει και να φτάσει μια στιγμή που θα φτάσει σε μια τράπεζα ως collateral ως εχέγγυο για την χρηματοδότηση. Ο μηχανισμός αυτός σχημάτιζε ρευστότητα, κάτι σαν οιονεί χρήμα. Δεν δόθηκε η απαιτούμενη σημασία στην εξέλιξη αυτού του φαινομένου από τις εποπτικές αρχές, κυρίως από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία όφειλε να έχει τραβήξει εγκαίρως το χειρόφρενο και αυτό να γινόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Άρα, το φαινόμενο αυτό γιγαντώθηκε, και όταν από μόνο του έφτασε στο σημείο της κατάρρευσης, αυτό δούλεψε σαν χιονοστιβάδα. Η μεγαλύτερη εκκαθάριση αυτού του πράγματος, της χρηματοπιστωτικής ανωμαλίας, θα έλεγα πως έγινε κατά την περίοδο 2009-2012. Τότε, ήταν που συσσωρεύτηκαν προβλήματα. Άρα η ακάλυπτη επιταγή, η μεταχρονολογημένη επιταγή στη φάση της επέκτασης λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο διαφορετικά. Αλλά όταν τα πράγματα πήραν μια τέτοια δυναμική που έγινε δύσκολο να τα ρυθμίσει κανείς και να τα εποπτεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, τότε άρχισε να δείχνει την κακή της πλευρά και στο τέλος έδειξε την χειρότερή της πλευρά με την κατάρρευση, η οποία επήλθε την τριετία-2001-2012».
Ήδη, περίπου στις αρχές της δεκαετίας 1990 οι ακάλυπτες επιταγές εισήλθαν στο κέντρο της συζήτησης επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνταν στην εμπορία ρούχων και υφασμάτων. Επρόκειτο για την εποχή που μετά την πτώση του σοσιαλισμού στην ανατολική γεωγραφικά Ευρώπη και τα Βαλκάνια άρχισαν να αναδύονται γεωγραφικές περιοχές ως νέοι τόποι φθηνού εργατικού δυναμικού. Το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα έμοιαζε πλέον να ανεβάζει το κόστος της συνολικής παραγωγής εμπορευμάτων ένδυσης σε ό,τι αφορά τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής κυρίως αγοράς ένδυσης. Σύμφωνα με τον Λαμπριανίδη η περίπτωση της βιοτικής και κοινωνικοπολιτικής συνθήκης ζωής στη Θεσσαλονίκη ευτυχώς δεν «αναδεικνύει ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το χαμηλό κόστος εργασίας». Ταυτόχρονα, με το αναδυόμενο πλέγμα του παγκόσμιου ανταγωνισμού στον τομέα της ένδυσης, το ελληνικό κράτος σταμάτησε να αποδίδει πλέον στους εντόπιους παραγωγούς/εξαγωγείς εμπορευμάτων την σχετική εξαγωγική επιδότηση για τα προϊόντα που αυτοί πωλούσαν στο εξωτερικό. Όλα τα προηγούμενα αποτέλεσαν ένα ισχυρό πλήγμα για το εμπόριο ρούχων και υφασμάτων στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία 1990 μειώθηκε η απασχόληση στον εν λόγω κλάδο, ενώ σύντομα ο τομέας της μεταποίησης σχετικά με τα ενδύματα ακολούθησε ραγδαία πτώση της παραγωγής .
Στο χρονικό αυτό πλαίσιο, υφασματέμποροι και βιοτέχνες αναρωτιούνταν εάν οι πελάτες τους θα είχαν την ικανότητα να αποπληρώσουν τις αγορές τους, μιας και οι αγορές προηγούνταν των πληρωμών περίπου έξι μήνες. Για παράδειγμα, ένα κατάστημα γέμιζε με αποθέματα/είδη της χειμερινής κολεξιόν το φθινόπωρο και αποπλήρωνε το σχετικό χρέος στον έμπορο που παρείχε τα εν λόγω χειμερινά είδη την άνοιξη. Σύμφωνα με τον κύριο Βλαχογιάννηεκκρεμότη, αυτή ακριβώς η διαφορά ανάμεσα στους χρόνους παραγγελίας και πληρωμής συνέτεινε σε μια ιδιαίτερη ευαλωτότητα του τομέα εμπορίας υφασμάτων και ρούχων, όπως αυτή αναδείχθηκε ιδιαίτερα μετά το 2009. Έτσι, την αισιοδοξία της εποχής των αρχών της δεκαετίας 2000, η οποία σε ένα βαθμό συνδέθηκε με την άνοδο του Χρηματιστηρίου στην Ελλάδα, διαδέχθηκε η ανάδυση ενός μεγάλου ανταγωνισμού σχετικά με το χαμηλό κόστος παραγωγής και το κέρδος, ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που παρήγαγαν τυποποιημένα ενδύματα και χώρες που παρήγαγαν επίσης τυποποιημένα ενδύματα με πολύ χαμηλό όμως κόστος. Όλα τα παραπάνω έλαβαν χώρα στο κατώφλι της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και ταλάνισαν σε βάθος τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον ήδη χτυπημένο κλάδο της εμπορίας ένδυσης και υφασμάτων.
Βιβλιογραφία
Βενετία Κουτσού, «Μελέτη Αγοράς Εργασίας Κλάδου Ένδυσης», Σύνταξη μελετών αγοράς εργασίας στους κόμβους του ΓΔ στα παραρτήματα του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Γραφείο ∆ιασύνδεσης ΑΤΕΙ-Θ, Θεσσαλονίκη 2006
Λόης, Λαμπριανίδης «Η πορεία ανάπτυξης της πόλης από τη δεκαετία του ’80: Γιατί δεν αξιοποιήθηκαν αποτελεσματικά οι ευκαιρίες», στο Γρηγόρης Καυκαλάς, Λόης Λαμπριανίδης, Νίκος Παπαμίχος (επιμ.), Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο, η πόλη ως διαδικασία αλλαγών, Κριτική, Θεσσαλονίκη 2008