“Το μεταναστευτικό έρεισμα”
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η Λούλε ήταν περίπου εικοσιπέντε χρονών το 2012, όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη. Έχει γεννηθεί στην Αλβανία, μεγάλωσε σε νησί των Κυκλάδων και σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την ακρίβεια, όταν έλαβε χώρα η συνέντευξη, η Λούλε ζούσε στη Θεσσαλονίκη ήδη επτά χρόνια. Με αφορμή την πρόσφατη οικονομική κρίση στην Ελλάδα σχολίασε το ζήτημα της δικής της μετακίνησης στο χώρο ως έρεισμα δημιουργίας των επιθυμητών από την ίδια συνθηκών ζωής. Επρόκειτο για μια ζωή όπου η ίδια θα μπορεί να είναι δημιουργική χωρίς να χρειάζεται συνεχώς να λογοδοτεί για την εθνικότητά της. Μιας και όπως η ίδια αναφέρει, «η μετανάστευση είναι έρεισμα και δίνει ερείσματα».
Η παραπάνω διατύπωση της Λουλέ έρχεται σε μια περίοδο όπου η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε συναντήσει μια έκρηξη εκφοράς εθνικιστικού λόγου στην καθημερινή ζωή. Ήταν η εποχή μετά την υπογραφή Μνημονίου ανάμεσα στην Ελλάδα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όταν θύλακες της ακροδεξιάς έχαιραν μεγάλης αναγνωσιμότητας στη χώρα, ανάμεσα σε Έλληνες, αλλά και σε μετακινούμενους από πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, όπως από την Πολωνία και συνηθέστερα από την Αλβανία. Η Λούλε, εν προκειμένω μιλά για τη μετανάστευση ως εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ίδιους τους μετακινούμενους/ες, προκειμένου εκείνοι/ες να υπερβούν τα στεγανά και την άνθιση του εθνικιστικού λόγου, απ’ όπου και αν αυτός προέρχεται.
Βιβλιογραφία
Ελένη Καπετανάκη, Νέα Ζωή, Επιστρέφοντας στην Αλβανία. Μια Εθνογραφική Προσέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο 2017, Διαθέσιμο από: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/41414
Πηγές
«Ο πατέρας μου έφτασε στην Ελλάδα το 1992, ήρθε για να δουλέψει. Στο νησί εγκατασταθήκαμε λίγο μετά όλη η οικογένεια. Έτσι έκαναν τότε οι αλβανικές οικογένειες, έφευγαν όλοι μαζί. Τα παιδικά μας χρόνια δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Ήδη γνωρίζαμε λίγα ελληνικά και μπήκαμε κατευθείαν στο σχολείο. Νιώθαμε μετανάστες, επειδή οι γονείς μας είχαν έρθει να δουλέψουν και δούλευαν σκληρά. Στο σχολείο νιώθαμε μια δυσκολία όταν λέγαμε ότι είμαστε από την Αλβανία, παρότι ενσωματωθήκαμε αμέσως. Ωστόσο λέγαμε ότι είμαστε από την Αλβανία, σε αντίθεση με τα ξαδέλφια μας στην Αθήνα που ακόμα και τώρα το κρύβουν. Φαντάσου η αδελφή μου στο δημοτικό ήταν σημαιοφόρος και δεν αντιμετώπισε κανένα θέμα με αυτό, όπως είχε γίνει αντίστοιχα παλιότερα εδώ στη Μηχανιώνα. Έμεινα στο νησί μέχρι τα 18 μου, έπειτα ήρθα στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Τότε η ζωή έγινε τέλεια. Επιλέξαμε τους φίλους μας και αρχίσαμε να ασχολούμαστε με τον πολιτικό χώρο που μας ενδιαφέρει. Δεν λογοδοτούσαμε πια για την καταγωγή μας. Και αυτό είναι η μετανάστευση, είναι έρεισμα και σου δίνει ερείσματα. Εξαρτάται από το πως θα το δεις, τι κουβαλάς, εξαρτάται και από την οικογένειά σου πολλές φορές το πως θα αξιοποιήσεις το γεγονός ότι είσαι μετανάστρια. Έτσι, μπορεί κανείς να μην μιλά για τον εαυτό του και την καταγωγή του, μπορεί να θέλει να παντρέψει τα παιδιά του με Έλληνες ή μπορεί να προτιμά τα παιδιά του να παντρευτούν με οποιαδήποτε εθνικότητα εκτός της ελληνικής. Όμως, η εθνικότητα είναι κάτι επικίνδυνο, είναι κάτι που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει καλά για τις δυσκολίες που έχει ζήσει, γιατί μέσα από την εθνικότητα αναζητά και βρίσκει ένα αποκούμπι για να νιώσει καλύτερα».
Λουλέ, Θεσσαλονίκη 2012
Αρχείο εθνογραφικής έρευνας Ελίνας Καπετανάκη