Τι επαγγέλλονταν οι αστοί πρόσφυγες;
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Στο Βιβλίον Στατιστικής Προσφύγων Κρήτης που βρίσκεται στα ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ο Νομάρχης Χανίων υπέγραφε το 1922 μια απογραφή των προσφύγων που είχαν φτάσει στον νομό. Στη στατιστική αυτή, πέραν των αριθμών των προσφύγων, γινόταν και μια καταγραφή των δηλωμένων επαγγελμάτων τους ανά φύλο. Τα πολυπληθέστερα επαγγέλματα ήταν οι γεωργοί και οι εργάτες για τους άνδρες, ακολουθούσαν οι έμποροι και έπειτα, σε μεγάλη απόσταση, δηλώνονταν κι άλλα επαγγέλματα πιο εξειδικευμένα, όπως διδάσκαλοι, υποδηματοποιοί, σιδηρουργοί κλπ. Για τις γυναίκες, πέρα από τα οικιακά που ήταν η δηλωμένη απασχόληση της συντριπτικής πλειοψηφίας τους, δηλώνονταν πάρα πολλές εργάτριες και υπηρέτριες. Τα επαγγέλματα που ακολουθούσαν και φανέρωναν τον προσανατολισμό της γυναικείας εξειδικευμένης εργασίας ήταν ράφτρες, υφάντρες, κεντήστρες, ταπητουργοί κλπ.
Τα στοιχεία αυτά για την περίπτωση των Χανίων αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα που εντάσσεται σε όσα αναφέρει η βιβλιογραφία για την απασχόληση των προσφύγων στην Ελλάδα. Από τη μία, έχει καταγραφεί ότι η βιομηχανία και η βιοτεχνία, όπως και οι οικοδομές, ήταν ένας τομέας απορρόφησης εργατικού δυναμικού προσφύγων που έμειναν στις πόλεις. Πιθανότατα ένα μέρος όσων δηλώνονταν ως «εργάτες» να τροφοδοτούσαν τους τομείς αυτούς. Φαίνεται, πάντως, ότι η ομάδα αυτή των εργατών δεν είχε κοινά χαρακτηριστικά στο εσωτερικό της. Η έρευνα έχει δείξει πως όσοι έγιναν βιομηχανικοί εργάτες, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, είχαν μια μάλλον σταθερή απασχόληση. Αντίθετα ίσχυε για αυτούς που συνιστούσαν την ομάδα των «μεροκαματιάρηδων», όσων δηλαδή έκαναν διάφορες εργασίες και η παραμονή τους σε αυτές ήταν συνήθως μικρή. Αυτοί οι τελευταίοι, μάλιστα, συνήθως μετακινούνταν από έναν τόπο σε άλλο για ανεύρεση της επόμενης εργασίας τους.
Από την άλλη, πολλοί από τους αφιχθέντες προτίμησαν να ασχοληθούν με το εμπόριο, το οποίο στην περίπτωση των Χανίων αποτελούσε την τρίτη κατηγορία δηλώσεων: πλανόδιοι μικροπωλητές, μικροκαταστηματάρχες ή μεγαλέμποροι, πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στον τριτογενή τομέα για την επιβίωσή τους, είτε γιατί είχαν αυτήν την προηγούμενη εμπειρία και το ανάλογο κεφάλαιο για να επενδύσουν ξανά, είτε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, δηλαδή εξαιτίας του ελάχιστου κόστους που απαιτούνταν για την είσοδό τους σε έναν εμπορικό κλάδο.
Ειδική αναφορά στη βιβλιογραφία γίνεται στον κλάδο της ταπητουργίας, ο οποίος φαίνεται πως άνθισε μετά την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα, τουλάχιστον πρόσκαιρα. Με την άσκηση μιας οικονομικής κρατικής πολιτικής που θέλησε να ενθαρρύνει αρχικά την ανάπτυξή του, και με τα πολύ χαμηλά γυναικεία μεροκάματα, η ταπητουργία έκανε έντονη την εμφάνισή της για ένα διάστημα μετά την εγκατάσταση προσφύγων στην Ελλάδα. Στην περίπτωση των Χανίων, όπως αυτή σκιαγραφείται στο συγκεκριμένο αρχείο, φαίνεται η εξειδίκευση αρκετών γυναικών στον κλάδο.
Στον τοπικό Τύπο εντοπίζονται οι πρώτες μεμονωμένες αγγελίες γυναικών ραπτριών που αναζητούν πελατεία: «Ράπτρια γυναικείων φορεμάτων (μοδίστρα) πρόσφυξ εκ Μικρασίας ζητεί εργασίαν παρ’ οικογενείαις…». «Η καλλιτέχνις μοδίστρα, κ. Μαρία Τσέλιου, πρόσφυξ […] αναλαμβάνει την ραφήν Γυναικείων φορεμάτων με την τελευταίαν λέξιν της Μόδας…».
Βιβλιογραφία
Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020
Κώστας Κατσάπης, «Το Προσφυγικό Ζήτημα» στο Αντώνης Λιάκος (επ.), Το 1922 και οι Πρόσφυγες. Μια νέα ματιά, Νεφέλη, Αθήνα 2011, σ. 125-169
Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας» στο Χ. Χατζηιωσήφ (επ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, 1922-1940 Ο Μεσοπόλεμος, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σ. 8-57