Βασίλης Χατζής και και Σουλτάνα Πέτρου, μετανάστες στο Μόναχο 1963-2002
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Βασίλης Χατζής γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Ερμίτσι, του Νομού Καρδίτσας. Οι γονείς του ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία εξασφαλίζοντας την επιβίωση των έξι παιδιών της με τα προϊόντα που παρήγαγαν ο ίδιοι. Θυμάται τα φτωχικά χρόνια στο χωριό, στο οποίο έζησε μέχρι τα είκοσι δύο του χρόνια: «Ρευστό δεν υπήρχε… πουλούσαμε τα αρνιά, το σιτάρι… αλλά τα είχαμε όλα, το γάλα, το τυρί, το κρέας… όχι το κρέας, μόνο κοτόπουλο, κρέας μοσχαρίσιο δεν υπήρχε, μια φορά τον χρόνο… το αρνί το Πάσχα και σε κανένα πανηγύρι…»
Αρχίζει το δημοτικό σχολείο στα 1947, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το σχολικό αυταρχικό περιβάλλον της εποχής, η έλλειψη στοιχειωδών μέσων για τη φοίτηση –μολύβια, τετράδια κλπ.- και η αδυναμία των γονιών να του προσφέρουν βοήθεια στις απαιτήσεις των μαθημάτων συνθέτουν το πλέγμα των αναμνήσεών του από τα χρόνια που πέρασε στο δημοτικό σχολείο. Με την ολοκλήρωση της φοίτησης σε αυτό, στην ηλικία των δεκατριών ετών, πιάνει δουλειά σ’ ένα γειτονικό χωριό, την Κουτσαρή -σημερινή Ιτέα- Καρδίτσας, σ’ εργαστήριο κατασκευής κάρων και αρότρων. Ήθελε να μάθει μία τέχνη και συγκεκριμένα να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Στο εργαστήριο κατασκευής κάρων θα μείνει έξι χρόνια. «Μετά τα πράγματα δυσκολέψανε… ήρθε η βιομηχανία, τρακτέρια, πλατφόρμες… Αυτά είχαν σβήσει σχεδόν το 1959, ΄60. Πήγα φαντάρος… και από εκεί έφυγα το 1962 και το 1963 με κάνανε πρόσκληση, ένας διερμηνέας Έλληνας από το εργοστάσιο που δούλεψα… και πήγα στη Γερμανία»
Η απόφαση για μετανάστευση ήταν προϊόν της ανεργίας που έπληττε την περιοχή του και των προσωπικών του προσδοκιών να εξασφαλίσει εργασία και μία καλύτερη ζωή που θα του πρόσφερε μία άλλη χώρα. «Ήθελα πιο μπροστά [να φύγω]… Και ένας γνωστός, λίγο συγγενής, από τη Ματαράγκα, πήγε σπούδασε, έκανε… και μετά ήταν και διερμηνέας στο εργοστάσιο… το εργοστάσιο τότε ζητούσαν εργάτες… και λέει τον διερμηνέα ‘πήγαινε στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας και πάρε όσους καταλαβαίνεις εσύ’… εν τω μεταξύ εμένα πιο μπροστά με έκανε πρόσκληση να πάω συγκεκριμένα στο εργοστάσιο αυτό… Οι υπόλοιποι [μετανάστες] πηγαίνανε όπου τους στέλνανε… θα πάτε στο Αμβούργο, Στουτγάρδη, Φρανκφούρτη…». Στην ηλικία των είκοσι τριών ετών ο Βασίλης ανακοινώνει στους γονείς του ότι θα φύγει μετανάστης στη Γερμανία με την ελπίδα ότι θα κερδίσει κάποια χρήματα και γρήγορα θα επιστρέψει στην Ελλάδα.
«Από την οικογένειά μου δεν ήθελε κανένας να φύγω… ’Πατέρα, μάνα θα πάω… θα οικονομήσω διακόσα ευρώ, μάρκα ήταν τότε, θα γυρίσω πίσω, θα πάρω το τρένο θα γυρίσω πίσω…’ Και πήρα την απόφαση και πάω… μόνος… Αυτό το ταξίδι δεν πρόκειται να το ξεχάσω!» Πριν την αναχώρηση περνά τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις στην Αθήνα. «Καμιά βδομάδα περίπου… Γερμανοί γιατροί, Γερμανίδες γιατροί, Ελληνίδες γιατροί, Έλληνες γιατροί… σε κάνανε πλήρη έλεγχο, δόντια, τα πάντα… να είσαι υγιής, τα πάντα… να φύγεις στη Γερμανία… τις γυναίκες κοιτούσαν μήπως είναι έγκυος…». Έχοντας ολοκληρώσει επιτυχώς τις ιατρικές εξετάσεις και αφού συγκέντρωσε τα απαραίτητα έγγραφα, με το διαβατήριο στα χέρια του, κατευθύνεται προς το λιμάνι του Πειραιά. Από εκεί ξεκινούσε το ταξίδι της μετανάστευσης: Ιταλία και στη συνέχεια με το τρένο στο Μόναχο. «Και ξεκινάω τώρα να φύγω για τον Πειραιά. Με τα πραγματάκια μου, μια τσάντα που είχα… δεν είχα πολλά πράγματα… μόνο, μου δώσανε ένα κορν μπιφ για να φάω μέσα στο καράβι… Θυμάμαι, μέσα στο καράβι, στον ‘Κολοκοτρώνη’… πολλοί Έλληνες, πάρα πολλοί… όλοι μετανάστες… πηγαίναμε για το Πρίντεζι… άνδρες, γυναίκες… οι γυναίκες προφανώς πηγαίνανε στη Siemens… η Siemens καλούσε πολλές γυναίκες… Φτάνουμε στο Πρίντεζι… Ιούλιος… με τα λίγα λεφτά που είχα πήρα δύο πακέτα μπισκότα, με αυτά την έβγαλα από την Ιταλία μέχρι τη Γερμανία μέσα στο τρένο…»
Η αγωνία, η πολυήμερη παραμονή του στην Αθήνα, το άγχος που του προκαλούσε η διαδικασία συγκέντρωσης των απαραίτητων μεταναστευτικών εγγράφων και το ίδιο το ταξίδι της μετανάστευσης συνέβαλλαν, όπως τονίζει, στη μεγάλη απώλεια βάρους του, καθώς μέσα σε πολύ μικρό διάστημα χάνει 15 κιλά, πηγαίνοντας από τα 75 στα 60, γεγονός που μαρτυρά πως η ψυχολογική και η σωματική φθορά της εμπειρίας της μετανάστευσης είχε αρχίσει πριν ακόμα φτάσει στη χώρα υποδοχής. Στο σταθμό του Μονάχου τούς περιμένουν εκπρόσωποι των εργοστασίων στα οποία επρόκειτο να δουλέψουν. Ο Βασίλης θα έπιανε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε μηχανές τρένων και πλοίων.
«Φτάσαμε στο Μόναχο. Μας έδωσαν έναν καφέ και μία μπανάνα και ήρθε ένας υπεύθυνος να μας πάρει και να μας πάει στο εργοστάσιο… Πάμε στα κτίρια, όχι κτίρια παράγκες του εργοστασίου, εκεί φιλοξενούσαν τους εργάτες, όπως και η Siemens… γιατί για να πάρεις εργάτη δεν πρόκειται να βρει σπίτι να μείνει… οπότε το εργοστάσιο έκανε κουμάντο, αυτοί που ερχόντουσαν από άλλες χώρες… να μείνεις χωρίς να ψάξεις…»
Την Παρασκευή 8 Ιουλίου του 1963 πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του εργοστασίου. Θα μείνει σε αυτό, όχι για λίγο, όπως αρχικά πίστευε, αλλά για σαράντα χρόνια. Δούλεψε στο τμήμα κατασκευής βαριών μηχανών για πλοία, στο τμήμα 78, στις εργαλειομηχανές. Την πρώτη μέρα εκεί μία υπάλληλος του εργοστασίου τον οδηγεί στο πόστο του, αφού πρώτα τον ενημερώσει για την ύπαρξη του Συνδικάτου του εργοστασίου, στο οποίο τον καλεί να εγγραφεί. Στο τμήμα του δημιουργεί και τις πρώτες του φιλίες στη Γερμανία. Γνωρίζεται με έναν άλλο Έλληνα ο οποίος ήδη δούλευε εκεί. Φιλία την οποία διατηρεί μέχρι και σήμερα. Ο Βασίλης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την εργασιακή διαδικασία στον χώρο της παραγωγής, με τρόπο ιδιαίτερα ζωντανό και παραστατικό. Στα λόγια του διακρίνεται ο ζήλος και το πάθος του για τις μηχανές, χαρακτηριστικά που μάλλον συνδέονται και με την νεανική του επιθυμία να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Τα αισθήματα περηφάνιας, ικανοποίησης και θαυμασμού για τη δουλειά του αντικατοπτρίζονται στην επιθυμία του να μιλάει για αυτή δίχως παύση. Μοιάζει να έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του κάθε εξάρτημα και εργαλείο, κάθε βήμα της παραγωγικής διαδικασίας. «Τι να πω… άλλο πράγμα αυτός ο στρόφαλος! Να μπει μέσα σε δεκαεξάρα μηχανή, να δουλεύει δεκαέξι κυλίνδρους! Επειδή εγώ είχα μία… ήθελα να γίνω μηχανικός αυτοκινήτων… αλλά έγινα μηχανικός κάρων… [γέλια]… Αρκεί να έχεις όρεξη και να αγαπάς τη δουλειά… εγώ την αγάπησα από την αρχή τη δουλειά αυτή [στο εργοστάσιο]». Τον Ιούνιο του 1969, έχοντας συμπληρώσει έξι χρόνια στο εργοστάσιο, αναβαθμίζει τη θέση του καθώς γίνεται εργοδηγός, αποτέλεσμα της εργατικότητας και της συνέπειάς του, όπως επισημαίνει ο ίδιος.
Η ζωή εκτός εργοστασίου, οι ώρες της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας περιορίζονταν χρονικά το Σαββατοκύριακο και σε συναναστροφές με άλλους Έλληνες, κυρίως σε ελληνικά κέντρα διασκέδασης. «Βγαίναμε έξω, πηγαίναμε για καφέ, στο κέντρο, υπήρχαν τα ελληνικά κέντρα εκεί πέρα… διασκέδαση το Σάββατο… είχανε μουσική, μπουζούκια, τέτοια πράγματα…». Ο σύλλογος της ελληνικής κοινότητας του Μονάχου ήταν ο χώρος στον οποίο μπορούσαν να βρίσκονται, επίσης, καθώς και να απευθύνονται σε αυτόν οι Έλληνες μετανάστες σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα κατά την παραμονή τους εκεί. Παρόλο που ο ίδιος δεν χρειάστηκε να αναζητήσει σε αυτόν κάποια βοήθεια, ωστόσο, αναγνωρίζει πως αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους Έλληνες αμβλύνοντας τα αισθήματα της μοναξιάς, της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης που προφανώς θα αισθάνονταν οι νεοφερμένοι. Οι Έλληνες μετανάστες του Μονάχου συνιστούσαν μια ξεχωριστή κοινότητα, με τα δικά της χαρακτηριστικά. Φαίνεται πως αυτή η ανάγκη «του ανήκειν» και η διατήρηση της «ταυτότητας» δομούνταν, μεταξύ άλλων, και από τη συνεχή σύγκριση και αντιπαράθεση με άλλες εθνοτικές ομάδες μεταναστών της πόλης και στο πεδίο της σχόλης, της ψυχαγωγίας και της κατανάλωσης. Η αίσθηση και η επίγνωση του διαφορετικού, του «Άλλου», ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος που κατασκεύαζε το «Εμείς». «…οι Γιουγκοσλάβοι, ήρθανε στη Γερμανία και ήταν σουρωμένοι για μία βδομάδα! Γιατί βρήκαν ευκαιρία να πιουν όσο θέλανε… Εμείς, οι Έλληνες, βρήκαμε την ευκαιρία να δουλέψουμε σ’ ένα εργοστάσιο, να πιάσουμε αυτά τα λεφτά που πιάσαμε, να πάρουμε καινούριο αμάξι με 50.000 μάρκα. Πού πας ρε; Μένεις στις παράγκες και παίρνεις αμάξι με 50.000 μάρκα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα…».
Η εργένικη ζωή για τον Βασίλη στο Μόναχο σταματά το 1971, όταν παντρεύεται τη Σουλτάνα Πέτρου. Η Σουλτάνα Πέτρου γεννήθηκε το 1940 στο Γριζάνο Τρικάλων, έφτασε στο Μόναχο τον Νοέμβριο του 1964. Θυμάται η ίδια: «΄Ημουνα στο χωριό και μετά κάναμε χαρτιά και μαζί και με άλλες κοπέλες… φύγαμε… Πολλές κοπέλες, πολλές… Κάποιος μάζευε χαρτιά… θα ΄ρθουν τόσες κοπέλες και μάς περιμέναν… πήγαμε στη Γερμανία… και από τη Γερμανία ύστερα γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε… και ύστερα ήρθαμε εδώ [στον Βόλο]». Πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο της Siemens στο οποίο παρέμεινε για έξι χρόνια μέχρι τον ερχομό του πρώτου της παιδιού. «Φύγαμε πολλές κοπέλες, με το τρένο… απάνω από δύο μέρες δεν κάναμε… Μας περιμένανε αυτοί… ξέρανε ότι θα πάμε… και πήγαμε κατευθείαν στη δουλειά… άλλοι στη Siemens… άλλοι… όπου είχαν παραγγείλει και χρειαζόταν εργάτες…». Στο Μόναχο γνωρίζει τον Βασίλη, με τον οποίο παντρεύονται και αποκτούν τρία παιδιά τα οποία θα μεγαλώσουν εκεί. Παρόλο που η μνήμη της το τελευταίο διάστημα εξασθενεί, όπως μάς ενημέρωσε, ωστόσο, φαίνεται πως κάποιες εικόνες εκείνης της περιόδου έχουν διατηρηθεί με ενάργεια. Εικόνες που σχετίζονται με την καθημερινότητα αλλά και με τους ανθρώπους που τη βοήθησαν το πρώτο διάστημα της εγκατάστασής της στη Γερμανία. «Παρέες κάναμε όλο με Έλληνες… με Γερμανοί, ε, συνήθως ερχόταν και αυτοί, αλλά κυρίως με Έλληνες… Είχαμε και… καλοί άνθρωποι που όλο μας ορμηνεύανε όταν πήγαμε εμείς… ε, δεν ξέραμε.. Πρώτα πρώτα μία καθηγήτρια, είχε δέκα χρόνια εκεί όταν πήγαμε εμείς, οπότε ήξερε όλα τα πάντα… Γλώσσα πού ξέραμε εμείς τότε; Δεν ξέραμε τίποτα… Σάμπως και πάλι που μείναμε εκεί χρόνια… Να ο Βασίλης… τα έμαθε καλούτσικα τα γερμανικά, αλλά εμείς οι γυναίκες… Δεν δίναμε και τόση σημασία… Περάσανε τα χρόνια αυτά… πάνε τώρα…»
Η οικογένεια του Βασίλη και της Σουλτάνας θα βρει αρχικά κατοικία στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου στο οποίο δούλευε ο πρώτος και στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις της Siemens, όπου δούλευε η δεύτερη, σε σπίτι το οποίο παραχωρούσε το εργοστάσιο στους εργαζόμένους του με μίσθωση. Όταν σταμάτησε να εργάζεται η Σουλτάνα, η οικογένεια μετακομίζει σε κατοικία την οποία παραχωρούσε το γερμανικό κράτος τόσο σε γηγενείς όσο και μετανάστες, εφόσον πληρούσαν τις ανάλογες προϋποθέσεις. Αφηγείται ο Βασίλης: «Κάναμε χαρτιά… να το πω πρόνοια… εργατική κατοικία… ήταν αυτά τα «sozialer Wohnungsbau» που λέμε… Κάνω μία αίτηση, τρία παιδιά, η γυναίκα μου δεν δούλευε… και μας στείλαν εκεί που μένουν τα παιδιά μου μέχρι σήμερα… Ένα μεγάλο σπίτι, κοντά στο εργοστάσιο… το οποίο για να το βρεις έξω είχε πολλά λεφτά… Είναι πολυκατοικίες λίγο έξω από το Μόναχο, τις φτιάξανε τη δεκαετία του 1970… μια πολυεθνική γειτονιά, Τούρκοι , Έλληνες, Γερμανοί, Βούλγαροι, Γιουγκοσλάβοι, τα πάντα…»
Κοιτώντας πίσω και κάνοντας έναν απολογισμό των χρόνων που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, ο Βασίλης Χατζής, φαίνεται να κρατά μόνο τις όμορφες και χαρούμενες στιγμές. Αν και αναγνωρίζει ότι υπήρχαν συμπεριφορές διακρίσεων και ρατσισμού απέναντι στους ξένους από τους γηγενείς, ο ίδιος δεν είχε βιώσει κάποιο έντονο σχετικό περιστατικό που να το θυμάται. Ίσως το ότι ήταν ξανθός, ψηλός, με γαλανά μάτια να μην τον διαφοροποιούσε από τους Γερμανούς, σχολιάζει με σαρκαστική διάθεση, υπαινισσόμενος πως εκείνοι που δεν είχαν αυτά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ίσως να ήταν πιο ευάλωτοι σε συμπεριφορές μίσους και διακρίσεων.
«Όλα αυτά τα χρόνια… θα ήθελα να ξαναρχίσω σήμερα τη ζωή στη Γερμανία, πάλι από την αρχή, τα χρόνια αυτά που έζησα με τη δουλειά, με τη γυναίκα μου και τα παιδιά, να βλέπω τα μικρά μου παιδιά να περπατάνε, να μεγαλώνουν να πηγαίνουν σχολείο… Δεν μετανιώνω που έφυγα, με τίποτα, με τίποτα!» Ο Βασίλης Χατζής, ωστόσο, κλείνει αυτή τη σύντομη αφήγηση της ζωής του με ένα παράπονο, ενδεικτικό ίσως του τρόπου που βίωναν οι Έλληνες μετανάστες την επιστροφή τους στην Ελλάδα και την παλιννόστησή τους.
«Όταν πάω στη Γερμανία, έλεγε ο Γερμανός, ‘Ήρθε ο Έλληνας’. Όταν έρχομαι στην Ελλάδα μου λεν ‘Ήρθε ο Γερμανός’. Αυτό λιγάκι δεν είναι ωραίο… Και αν πεις κάτι για τη Γερμανία σε αποφεύγουν να μιλάνε… Εγώ είμαι Έλληνας στη Γερμανία… ‘Ήρθε ο Έλληνας!’ Εδώ ‘Ήρθε ο Γερμανός…’, ‘Ηρθε ο Βασίλης, ο Γερμανός…’».
Βιβλιογραφία
Προφορική συνέντευξη των Βασίλη Χατζή και Σουλτάνας Πέτρου, 5.6. 2022