Η μεταπολεμική μετανάστευση του Παναγιώτη Χαμουρίκου, γιου Μικρασιατών προσφύγων, στην Αθήνα
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Παναγιώτης Χαμουρίκος γεννήθηκε στα Χανιά το 1937. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και είχαν εγκατασταθεί σε ένα ανταλλάξιμο μετόχι όταν γέννησαν το παιδί τους. Ο πατέρας του Παναγιώτη σκοτώθηκε από χειροβομβίδα μέσα στην Κατοχή, όταν ο Παναγιώτης ήταν μικρός, και η μητέρα έκτοτε αντιμετώπισε ακόμη περισσότερες δυσκολίες στην επιβίωση της οικογένειας. Ο Παναγιώτης είχε από παιδί ένα πρόβλημα στο πόδι, γεγονός που δεν του επέτρεπε να δουλέψει σε χειρωνακτικές εργασίες. Ανακαλεί να περιφέρονται μια παρέα παιδιών στην ευρύτερη περιοχή που έμεναν και, αν έβρισκαν ένα κομμάτι ψωμί να τσιμπήσουν, ήταν καλοδεχούμενο.
Ο Παναγιώτης είχε από μικρός κλίση στη ραπτική. Τα απογεύματα που οι γυναίκες μαζεύονταν στην αυλή του μετοχιού και κένταγαν ή έπλεκαν, θυμάται τον εαυτό του να παρακολουθεί τους πόντους. «Κυρά Θοδωράκαινα πας στραβά, της λέω, γιατί θα βγεις από κει που ξεκίνησες-ένα κεντίδι ήταν- ξεκίνησες από κει, ε; Μία άκρη πάει σιγά-σιγά, ένα-ένα και θα βγεις από κει εδώ. Τρεις πόντους θα ‘ρθεις…». Έτσι, ψάχνοντας έναν τρόπο να ξεφύγει από τη φτώχεια, με εμπόδιο το πρόβλημα στο πόδι του και με δυσφορία για το μετόχι στο οποίο έμενε, ο Παναγιώτης αναζήτησε διέξοδο στη ραπτική και ξεκίνησε να πηγαίνει σε ραφτάδικα για να μάθει τη δουλειά.
Γύρω στα 15 του είχε ήδη απογοητευτεί από τις προοπτικές στα ραφτάδικα των Χανίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έψαξε έναν τρόπο να φύγει για την Αθήνα και το κατάφερε. Έμεινε για κάποιους μήνες στο σπίτι μιας θείας του, όπου δούλευε ως υπηρέτρια. Έψαχνε να γίνει παραγιός με σχεδόν μηδενική αμοιβή σε κάποιο ραφτάδικο. Το κατάφερε κι έπειτα νοίκιασε ένα τσίγκινο σπίτι: «πήγα και νοίκιασα ένα.. πώς το λένε, που έχει γύρω-γύρω λαμαρίνες και από πάνω λαμαρίνες, ούτε πάτωμα είχε κι αυτό… ένα ντιβανάκι είχε και το νοίκιασα πολύ φτηνό γιατί δεν είχα […] Έπειτα δεν πήγαινε άλλο και είχαμε πάει με άλλα δύο παιδιά και είχαμε νοικιάσει στου Ψυρρή […] Εκεί ήταν παλιά πατώματα, ξύλινα κάτω… και βλέπω ένα στρατό και περπατούσανε και τι ήτανε; Κοριοί!». Στο τέλος ο Παναγιώτης μετακόμισε κάτω από τον πάγκο του αφεντικού του, όπου αισθανόταν καλύτερα από όλες τις άλλες επιλογές.
Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα παρέμεινε στο εργαστήρι απ’ όπου ξεκίνησε, στην οδό Κολοκοτρώνη, με αφεντικό τον κ. Τάσο. «Πραγματικά δεν είχα πρόθεση για λεφτά, ήθελα να μάθω, είχα μεγάλη διάθεση, του τα είπα όλα αυτά κι αυτός με είδε και σου λέει «αφού δεν θέλει λεφτά…», γιατί τα άλλα παιδιά που είχε κοίταζαν το ρολόι, λέγαν «αφεντικό, ένα λεπτό [ακόμα]» και φεύγανε. Εγώ έμενα εκεί, δεν έφευγα […] Είχα κάτσει… τρία χρόνια; Τρία χρόνια. Και μετά μια μέρα του λέω… εγώ είχα πάθος με τη δουλειά… του λέω «κύριε Τάσο, να σου πω κάτι αλλά μη με παρεξηγήσεις». Μου λέει «πες μου, Παναγιώτη, ό,τι θέλεις θα μου λες και δεν θα ντρέπεσαι». Του λέω «η πρόβα που κάνεις, χρειάζεται να κάνεις τα αντίστροφα […] ποτέ δεν θα ισορροπήσει το ρούχο». «Πες μου, μου λέει, πες μου!» Του λέω «πρέπει να ξηλώσουμε τα φιάγκα, τα λέω εγώ φιάγκα, οι ραφές οι πλαϊνές […] Και από εκεί έδειχνε ότι εγώ είχα αντίληψη μεγάλη. Εν πάση περιπτώσει, τελειώσαμε, φύγαμε μετά από ένα χρόνο… Έφυγα 21-22 χρονών… κατέβηκα στα Χανιά. Εδώ βρήκα ένα παιδί και συνεταιριστήκαμε….».
Ο Παναγιώτης Χαμουρίκος έγινε γνωστός ράφτης στα Χανιά και δούλεψε σε αυτή τη δουλειά όλα τα χρόνια μέχρι τη σύνταξή του. Έφυγε από το σκοτεινό και δύσοσμο σπίτι όπου είχαν αποκατασταθεί οι Μικρασιάτες γονείς του και όπου ο ίδιος μεγάλωσε. Έφτιαξε το δικό του σπίτι σε άλλη περιοχή των Χανίων, τη Χαλέπα, προσπαθώντας να αποκαταστήσει τα δικά του παιδιά μακριά από το μέρος που μεγάλωσε.
Βιβλιογραφία
Συνέντευξη Παναγιώτη Χαμουρίκου, απόσπασμα από το αμοντάριστο υλικό της ταινίας (Εν)θύμηση. Τα μετόχια του κάμπου των Χανίων: μνήμες που χάνονται, μνήμες που μένουν, με τη χρηματοδότηση του ΚΕΠΠΕΔΗΧ ΚΑΜ. Συντελεστές: Παραγωγή: Citron Stories, Έρευνα-Σκηνοθεσία: Σοφία Κάσσαρη, Κάμερα: Πάρης Χαμουρίκος, Μοντάζ: Κωνσταντίνος Θάνος, Μουσική: Χρυσόστομος Γκέτσης, 2021.