Δύο πρόσφυγες στο κομμουνιστικό κίνημα: οι μετακινήσεις τους μέσα από τις αφηγήσεις τους
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Πλήρης Περιγραφή
Η ανάπτυξη της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια συνεισέφερε ιδιαίτερα στην ανάδυση της εμπειρίας ανθρώπων που οι φωνές τους απουσιάζουν από τα αρχεία και την παραδοσιακή ιστοριογραφία και βοήθησε πολλαπλά στην ανανέωση της θεματογραφίας της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, η προφορική ιστορία ενδυνάμωσε υποκείμενα και κοινότητες να μοιραστούν τις ιστορίες τους και με τον τρόπο αυτό βοήθησε ιδιαίτερα στην εξερεύνηση περιοχών που η παραδοσιακή ιστοριογραφία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να υπεισέλθει: η μνήμη και τα πολλαπλά της στρώματα, η βιωμένη εμπειρία και το συναίσθημα, η απόσταση του αρχείου από τη μαρτυρία είναι λίγες από αυτές.
Στην περίπτωση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, η καταγραφή των μαρτυριών τους ξεκίνησε πολύ νωρίς. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών ξεκίνησε από τον Μεσοπόλεμο την καταγραφή αρχικά της μουσικής παράδοσης των προσφυγικών πληθυσμών και λίγο αργότερα των μαρτυριών τους σχετικά με τη ζωή τους στις πατρίδες του και τον πόλεμο. Οι καταγραφές αυτές έγιναν από συνεργάτες του ιδρύματος χειρόγραφα και αποτέλεσαν τον κορμό του αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
Στη Θεσσαλονίκη το πιο σημαντικό έργο στη συγκέντρωση, προφορικών πλέον, μαρτυριών έχει γίνει από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς. Από την ίδρυσή του το 1994 μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει 2.500 αφηγήσεις προσφύγων πρώτης και δεύτερης γενιάς. Ταυτόχρονα, συγκέντρωσε τεκμήρια και φωτογραφίες που σχετίζονται με την εγκατάσταση των προσφύγων, οργάνωσε συνέδρια και εξέδωσε μελέτες που συνεισέφεραν ουσιαστικά στη σχετική βιβλιογραφία. Οι μαρτυρίες που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από το αρχείο του.
Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες έρχονται από δύο ανθρώπους που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, έμειναν και οι δύο ορφανοί σε πολύ μικρή ηλικία και μετακινήθηκαν πολύ στη ζωή τους. Μετακινήσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τον ελληνικό 20ο αιώνα. Μετακινήσεις που στις συγκεκριμένες περιπτώσεις εκκινούν από την έξοδο από τη Μικρά Ασία (και μάλιστα από την ίδια περιοχή) αλλά ταυτόχρονα έχουν ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό. Πρόκειται για μετακινήσεις ανθρώπων που εντάχθηκαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, όπως άλλωστε έκανε μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού, και για τους οποίους η δεκαετία του 1940 με τους πυκνούς της χρόνους υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή.
Ο Γιώργος Μωρούδης γεννήθηκε το 1913 στο Νεοχώρι Προύσας, παραθαλάσσιο χωριό δίπλα στα Μουδανιά. Στην αφήγησή του περιέγραψε αρχικά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους που σημαδεύτηκε από μια πρώτη προσφυγιά. Έφυγαν από το χωριό τους και περιπλανήθηκαν σε χωριά της περιοχής. Εγκαταστάθηκαν στο Πελαδάρι, όπου η χήρα μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε. Επέστρεψαν στο Νεοχώρι το 1919 όταν έφτασε στην περιοχή ο Ελληνικός Στρατός. Το 1922 έφυγαν από τα Μουδανιά με πλοίο και αποβιβάστηκαν στη Σηλυβρία όπου έμειναν 40 ημέρες πριν μετακινηθούν στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν στην Καλαμαριά για δύο εβδομάδες και από εκεί εγκαταστάθηκαν στο Κάτω Γραμματικό Πέλλας, χωριό μέχρι τότε μικτό (σλαβόφωνοι και μουσουλμάνοι). Ο Γ. Μωρούδης αναφέρει ότι έμαθε τούρκικα την περίοδο που συνυπήρξαν με τους μουσουλμάνους του Κάτω Γραμματικού. Το 1926 εγκαταστάθηκαν με την οικογένεια του στη Φούστανη Αλμωπίας όπου είχαν βρεθεί αρκετοί Πελαδαριανοί. Υπηρέτησε στον στρατό από το 1936 έως το 1938 και πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ως πεταλωτής. Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και στη συνέχεια βρέθηκε στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, παράλυτος από κρυοπαγήματα για δυόμιση χρόνια. Το 1948 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και με το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949 ακολούθησε τον δρόμο της υπερορίας. Βρέθηκε στην Τασκένδη όπου ενώθηκε ξανά με τη γυναίκα του και τα παιδιά του το 1952. Το 1983 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γιώργος Μάλαμας γεννήθηκε σε ένα άλλο χωριό της περιοχής της Βιθυνίας, την Απολλωνιάδα, πάνω στην ομώνυμη λίμνη, το 1913. Στη μαρτυρία του μίλησε για τα δύσκολα χρόνια στην Απολλωνιάδα και περιέγραψε την κοινωνική και επαγγελματική ζωή στο χωριό. Το 1922 μετακινήθηκαν αρχικά στην Πάνορμο και από εκεί αμέσως στη Ραιδεστό. Από τη Ραιδεστό έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου αρχικά διέμειναν σε στοές γύρω από την εκκλησία του Αγίου Μηνά. Στη συνέχεια οι αρχές της πόλης τους μετακίνησαν στη Σταυρούπολη, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις . Η οικογένειά του επέλεξε να φύγει και εγκαταστάθηκαν σε αυτοσχέδιες παράγκες στην περιοχή της Κασσάνδρου. Μετά από μερικά χρόνια μετακινήθηκαν οικογενειακά στο χωριό Άμπελοι των Σερρών, όπου όμως δεν έμειναν πολύ. Επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Νεάπολης. Ο Γ. Μάλαμας έγινε το 1938 σιδηροδρομικός. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην εαμική αντίσταση και μεταπολεμικά του ζητήθηκε να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης για να συνεχίσει να εργάζεται στους σιδηρόδρομους. Αρνήθηκε και εξορίστηκε το 1947, αρχικά στον Άη Στράτη, μετέπειτα στη Μακρόνησο, όπου και βασανίστηκε, και μετά ξανά στον Άη Στράτη. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1952.