Η διαχείριση των ακινήτων των ανταλλαγέντων: από τη θεωρία στην πράξη
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Οι προβλέψεις της Σύμβασης Ανταλλαγής Πληθυσμών το 1923 για τις περιουσίες των προσφύγων δεν αρκούσαν για να είναι διαχειρίσιμος ο όγκος και ο χαρακτήρας του ζητήματος. Αν και φαινόταν εύλογο το να καταγραφούν οι περιουσίες και να αποδοθούν άλλες ίσης αξίας στις νέες χώρες άφιξης των ανταλλαγέντων, η εφαρμογή αυτού αποδεικνυόταν σταδιακά όλο και πιο δύσκολη.
Για τον λόγο αυτό, τα χρόνια μετά την υπογραφή της Σύμβασης ακολούθησαν σειρά νομοθετημάτων και συμφωνιών για πολλά που δεν είχαν προβλεφθεί εξ αρχής. Η διατυπωμένη πρόθεση, πάντως, παρέμενε το να αποδοθούν τα μουσουλμανικά ακίνητα που άφηναν πίσω τους όσοι έφευγαν για την Τουρκία στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Έτσι, από τα τέλη του 1923, κοντά στην πρώτη αναχώρηση μουσουλμάνων από τα Χανιά, εντοπίζονται ανακοινώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης για το ζήτημα των ενοικιαστών μουσουλμανικών κτημάτων. Η γνωστοποίηση του Γενικού Διοικητή Κρήτης που υπάρχει στην παρούσα εγγραφή προειδοποιούσε: «οι ενοικιασταί των Μουσουλμανικών κτημάτων εις ουδεμίαν νέαν καλλιέργειαν δέον να προβαίνουσι, διότι μετά την συγκομιδήν της ηρτημένης εσοδείας των κτημάτων εκείνων άτινα δεν επετάχθησαν εισέτι, και κατέχονται υπό ενοικιαστών ταύτα θέλουσι περιέλθη ολοκληρωτικώς εις τους πρόσφυγας». Ουσιαστικά ο Γενικός Διοικητής κοινοποιούσε τη σχετική απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας (αρ. 102758), απόφαση που είχε δημοσιευτεί τον Οκτώβριο του 1923.
Λίγες μέρες αργότερα, η Γενική Διοίκηση Κρήτης επεσήμαινε ότι οι μουσουλμανικές περιουσίες θα δίνονταν στους πρόσφυγες, μόλις οι μέχρι πρότινος ιδιοκτήτες τους αναχωρούσαν. Όσες περιουσίες, όμως, δεν χρειάζονταν για την αποκατάσταση των Μικρασιατών θα τις διαχειρίζονταν οι κατά τόπους οικονομικοί έφοροι για εκμισθώσεις. Γινόταν ρητό, έτσι, ότι ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν μουσουλμανικές περιουσίες και για άλλες χρήσεις, πέραν της προσφυγικής αποκατάστασης.
Βέβαια, ούτε η ανταλλαγή πληθυσμών πραγματοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ούτε η εφαρμογή όσων προέβλεπαν οι νόμοι ήταν γραμμική και απρόσκοπτη. Από το δημοσίευμα-πρόσκληση που φαίνεται στην παρούσα εγγραφή με ημερομηνία 30/01/1926, διαπιστώνει κανείς ότι εκμισθώσεις μουσουλμανικών ακινήτων ήταν ακόμη σε ισχύ δύο χρόνια μετά την έναρξη της ανταλλαγής. Οι εκμισθώσεις μουσουλμανικών κτημάτων απασχολούσαν πολλές ενδιαφερόμενες πλευρές. Οι ίδιοι οι ενοικιαστές φαίνεται πως θεωρούσαν ότι έπρεπε να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους απέναντι σε άλλους ενδιαφερόμενους. Αυτό πιθανότατα φανερώνει η ύπαρξη της «Ενώσεως Ενοικιαστών Μουσουλμανικών Ακινήτων», που υπέγραφε τη δημοσιευμένη πρόσκληση.
Από το δημοσίευμα αυτό, επίσης, φαίνεται η πρακτική που ακολούθησαν κάποιοι που παρέμειναν ενοικιαστές σε ακίνητα μουσουλμάνων που είχαν ήδη ανταλλαγεί: δεν είχαν καταβάλει μισθώματα ήδη από τις αρχές του 1924, δηλαδή σχεδόν από την έναρξη της ανταλλαγής.
Οι ενοικιαστές μουσουλμανικών ακινήτων δεν ήταν, πάντως, η μόνη ενδιαφερόμενη πλευρά για τις –μισθωμένες, αλλά και μη μισθωμένες– ακίνητες περιουσίες των μουσουλμάνων. Ο προγραμματισμός του κράτους για απόδοση των περιουσιών, αστικών και αγροτικών, στους Μικρασιάτες πρόσφυγες λειτουργούσε ανταγωνιστικά με αρκετές πληθυσμιακές ομάδες. Αφενός, υπήρχαν οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι, κάποιοι από τους οποίους είχαν ζητήσει εξαίρεση από την ανταλλαγή. Αυτοί, μαζί με την παραμονή τους στην Ελλάδα και την Κρήτη, διεκδικούσαν την ακεραιότητα της περιουσίας τους. Υπήρχαν, επίσης, οι μουσουλμάνοι που προσπαθούσαν να πουλήσουν τις περιουσίες τους πριν την αναχώρησή τους, ώστε να εξασφαλίσουν το αντίτιμό τους στα χέρια τους. Τέτοιες αγοραπωλησίες ο νόμος τις απαγόρευε. Όμως, κατά τα χρόνια που εξελισσόταν η μετακίνηση των πληθυσμών, εκδόθηκαν σειρά βασιλικών διαταγμάτων που εξαιρούσαν ορισμένους μουσουλμάνους από τον νόμο και τους επέτρεπαν να εκποιήσουν τα ακίνητά τους. Μία τέτοια περίπτωση αναφέρεται στο ΦΕΚ198Α/20.7.123 «περί άρσεως απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί κτημάτων ανηκόντων εις Μωαμεθανούς». Η περίπτωση που αναφέρεται σε αυτό το ΦΕΚ αφορούσε μουσουλμάνο κάτοικο του Ηρακλείου. Στις περιπτώσεις των μουσουλμάνων αυτών, η διαχείριση των κτημάτων από τους ίδιους σήμαινε ότι αυτά παρέμεναν σε ιδιωτικά χέρια, άρα δεν ετίθεντο στη διάθεση των προσφύγων.
Το γεγονός αυτό, προφανώς, προκαλούσε έντονες αντιδράσεις στους πρόσφυγες που περίμεναν να αποκατασταθούν. Στην περίπτωση της Κρήτης έχουν καταγραφεί αντιδράσεις και εντάσεις ανάμεσα σε Μικρασιάτες και μουσουλμάνους ακόμη και πριν την οριστική απόφαση περί ανταλλαγής πληθυσμών. Ο Γ. Γκλαβίνας σημειώνει ότι «την οργή των προσφύγων και των οργανώσεών τους προκαλούσαν, επίσης, η παρελκυστική τακτική των μουσουλμάνων όσον αφορά την αναχώρησή τους και το γεγονός ότι, σε σχέση με τις δραματικές συνθήκες της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Μικρά Ασίας, η μετανάστευση των Ελλήνων μουσουλμάνων γινόταν συστηματικά και οργανωμένα, επιτρέποντας να πάρουν μαζί τους [κατά τα λεγόμενα μαρτυρίας Μικρασιάτισσας] […] ‘ως και τον μαστραπά τους’» .
Το αποτέλεσμα αυτού του ανταγωνισμού μεταξύ αυτών που είχαν καταφτάσει κι αυτών που δεν είχαν φύγει ήταν η αυθαίρετη ανάληψη πρωτοβουλιών, προκειμένου οι μεν και οι δε να προασπίσουν τις ανάγκες τους. Άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, για παράδειγμα, περιπτώσεις καταπάτησης μουσουλμανικών σπιτιών από Μικρασιάτες πρόσφυγες, παρουσία των μουσουλμάνων ιδιοκτητών. «Το σχολείον Μεσκηνιάς και πλείστα άλλα οικήματα εις τα πέριξ εγκαταλείφθησαν υπό των προσφύγων, τινές των οποίων ζητούσι βιαίως να κατοικήσουν εις Μουσουλμανικάς οικίας. Η Αστυνομία προστατεύουσα τους Μουσουλμάνους εκδιώκει τους βιαίως εγκαθισταμένους πρόσφυγας εις τας οικίας των Μουσουλμάνων», περιγράφεται στο δημοσίευμα της ηρακλειώτικης εφημερίδας Νέα Εφημερίς, τον Οκτώβριο του 1922.
Όμως, ανταγωνιστικά στην αποκατάσταση των προσφύγων λειτουργούσαν και οι ντόπιοι χριστιανοί ανά την Ελλάδα. Παράλληλα με τους πρόσφυγες, η περίοδος του Μεσοπολέμου ήταν μια περίοδος μεγάλων εσωτερικών μετακινήσεων στην Ελλάδα, από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Αυτοί οι εσωτερικοί μετανάστες διεκδικούσαν μερίδιο στις μουσουλμανικές περιουσίες που, μετά την απόφαση για την ανταλλαγή πληθυσμών, φάνηκε πως θα διανεμηθούν. Στα μάτια τους οι πρόσφυγες ήταν ένας ανταγωνιστής σε αυτήν τη μοιρασιά.
Όμοια, αυτήν την αξίωση είχαν και οι στρατιώτες που επέστρεφαν στον τόπο τους μετά από δεκαετή απουσία σε πολέμους. Η απόδοση ακινήτων αναμενόταν ως ένα δείγμα αναγνώρισης του κράτους προς την πολυετή παραμονή τους στα μέτωπα. Η ίδρυση σωματείων εφέδρων ανά την Ελλάδα είναι ενδεικτική εκείνη την περίοδο. Ένα δείγμα περιλαμβάνεται και στην παρούσα εγγραφή, με δημοσίευμα που κοινοποιεί την ίδρυση παραρτήματος Συλλόγου Εφέδρων Κισσάμου, στο Καστέλι Κισάμου Χανίων, τον Νοέμβριο του 1923. Στην ομιλία του, ο έφεδρος αξιωματικός Κ. Κωνσταντούλης ανέφερε ότι η ίδρυση των σωματείων των εφέδρων «υποδεικνύει την ανάγκην συσσωματώσεως πάντων των Εφέδρων, όπως υπομνήσουν εις την Κοινωνίαν και το Κράτος τάς υποχρεώσεις των προς τους πτωχούς Εφέδρους, τούς θυσιάσαντας τα πάντα διά την τιμήν της Πατρίδος».
Τέλος, ανταγωνιστικά στην απόδοση ακινήτων στους πρόσφυγες λειτούργησε και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος από το 1926 κι εξής. Το ελληνικό κράτος αποφάσισε να διαχειρίζεται η τράπεζα «πάντα τα υπό ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων […] εγκαταλειφθέντα εν Ελλάδι […] αστικά ή αγροτικά ακίνητα». Η ΕΤΕ άρχισε να ενοικιάζει και να πουλάει τα ακίνητα αυτά, με δημοπράτηση ή όχι, σε πρόσφυγες ή σε ντόπιους. Από το 1928 κι εξής η τράπεζα άρχισε να δημοπρατεί ακίνητα στα οποία ήταν εγκατεστημένοι πρόσφυγες. Το αποτέλεσμα ήταν αφενός ένα νέο κύμα αστέγων προσφύγων, αφετέρου μια σειρά αντιδράσεων. Σύμφωνα με τον Ν. Ανδριώτη, οι αντιδράσεις αυτές πήραν μεγάλες διαστάσεις στην Κρήτη, λόγω του πλήθους των ανταλλάξιμων ακινήτων. Η κατηγορία απέναντι στην ΕΤΕ συνοψιζόταν στο ότι η πολιτική αυτή της τράπεζας αντέβαινε τον κοινωνικό στόχο που έπρεπε να εξυπηρετήσει η αποκατάσταση των προσφύγων. Στο πνεύμα αυτό επισήμαινε το δημοσίευμα της χανιώτικης εφημερίδας Παρατηρητής, ότι «ο Εποικισμός δεν είναι έργον δυνάμενον να διεξαχθή ως κεφαλαιοκρατική επιχείρησις, διότι ως επιχείρησις δεν είναι δυνατόν παρά να είναι παθητική. Μόνον το Κράτος το οποίον λόγω του προορισμού του […] δεν αποκλείεται να υποστή χρηματικάς ζημίας, είναι δυνατόν να διαχειρισθή έν τοιούτον έργον». Στο ίδιο φύλλο, της 8ης Απριλίου 1928, ο Αγροτικός Παμμικρασιατικός Σύνδεσμος καλούσε τα μέλη του σε διαμαρτυρία για την παράδοση κτημάτων στην Εθνική Τράπεζα.
Βιβλιογραφία
Χ. Α. Κοσσύβας, Νομοθεσία Διοικήσεως Μουσουλμανικών και Ανταλλαξίμων Ακινήτων, τύποις Π. Λίβα & Γ. Χάντζου, Αθήναι 1928
Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020
Γιάννης Γκλαβίνας, «Συγκατοικώντας με την άλλη πλευρά της Ανταλλαγής των Πληθυσμών: η συμβίωση Χριστιανών προσφύγων και Μουσουλμάνων ανταλλαξίμων στην Ελλάδα την περίοδο 1914-1924», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ19 (2015), σελ. 217-240
Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, «Πόλεις και ύπαιθρος. Μετασχηματισμοί και αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο του εθνικού χώρου» στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ. Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σελ. 59-105
Σπύρος Δημανόπουλος, «Η κοινωνική διαστρωμάτωση του μουσουλμανικού πληθυσμού του Ρεθύμνου και η διεκδίκηση της ανταλλάξιμης περιουσίας, 1924-1927», Μνήμων, 31 (2012), σελ. 151-186
Νίκος Ανδριώτης, «Χριστιανοί (γηγενείς – πρόσφυγες) και Μουσουλμάνοι. Πληθυσμιακή κινητικότητα στην Κρήτη (τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα)», στο Πρακτικά Ημερίδας, Βενιζελισμός και Πρόσφυγες στην Κρήτη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελ. Βενιζέλος», Δήμος Ηρακλείου, Ηράκλειο-Χανιά 2008, σελ. 65-76
Πηγές
Εφημερίδα Κήρυξ, 02/11/1923, σελ. 1,3
Εφημερίδα Κήρυξ 13.11.1923, σ. 1-2
Εφημερίδα Κήρυξ, 30.1.1926, σ. 1-2
Εφημερίδα Νέα Εφημερίς 16.10.1922, σ. 1-2
Εφημερίδα Κήρυξ 11.11.1923, σ. 1-2
Εφημερίδα Παρατηρητής 7.4.1928, σ. 1
Εφημερίδα Παρατηρητής, 8.4.1928, σ. 1-2
ΦΕΚ 198A/ 20.7.1923