Μικρεμπόριο και πλανόδιοι πρόσφυγες μικροπωλητές
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Η ανάγκη αναζήτησης πόρων προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους ώθησε πολλούς πρόσφυγες να επιδοθούν στο εμπόριο στα αστικά κέντρα. Οι εικόνες των πλανόδιων μικρεμπόρων που μετέφεραν την πραμάτεια τους πάνω σε κάρα και καροτσάκια, αυτοσχέδιοι υπαίθριοι πάγκοι που στήνονταν σε γειτονιές ή σε κεντρικούς δρόμους των προσφυγικών συνοικισμών ήταν συνηθισμένες και οικίες στους κατοίκους των προσφυγουπόλεων για αρκετές δεκαετίες μετά την άφιξη και εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα και έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη όσων μεγάλωσαν σε αυτές τις γειτονιές. Ορισμένοι από αυτούς τους πλανόδιους μικρεμπόρους θα καταφέρουν να στεγάσουν στη συνέχεια τις επιχειρήσεις τους, ανοίγοντας κατάστημα σε κάποιον εμπορικό δρόμο των συνοικισμών. Μικρής κυρίως κλίμακας εμπορικές επιχειρήσεις, όπως αρτοποιεία, ραφεία, καφενεία, ζαχαροπλαστεία κ.α., δημιουργούνται παράλληλα στην πόλη από πρόσφυγες με ιδιωτικά κεφάλαια ή μέσω της αξιοποίησης κρατικών αποζημιώσεων και πιστώσεων που χορηγούνταν από την Εθνική Τράπεζα. Κάποιες από αυτές τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όχι μόνο θα ευοδωθούν αλλά θα εξελιχθούν σε εμπορικές επιχειρήσεις με μακρόχρονη και επικερδή παρουσία στις αγορές αυτών των πόλεων, οι οποίες κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά δημιουργώντας επιχειρηματικές παραδόσεις.
Έχουν πολύ εύστοχα αναλυθεί από την ιστοριογραφία οι λόγοι που ώθησαν ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού κόσμου που φτάνει στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 να επιδοθεί στο εμπόριο και τον τριτογενή τομέα. Δίχως την ενθάρρυνση μιας συγκεκριμένης κρατικής πολιτικής, η ενασχόληση με το εμπόριο ήταν ένα αυθόρμητο φαινόμενο, το αποτέλεσμα μιας επιλογής η οποία κατευθύνθηκε τόσο από τις προηγούμενες επαγγελματικές εμπειρίες των προσφύγων, όσο και από το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος εισόδου σε πολλούς εμπορικούς κλάδους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στον χώρο του εμπορίου συναθροίζονται εύποροι πρόσφυγες, οι οποίοι διέθεταν όχι μόνο χρηματικά κεφάλαια, αλλά και πρόσβαση σε πιστώσεις και επιχειρηματική δικτύωση, αλλά και άποροι, οι οποίοι έστηναν τους αυτοσχέδιους πάγκους τους σε κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Η αντίθεση αυτή μαρτυρά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι ο προσφυγικός κόσμος δεν συνιστούσε ένα ομοιογενές και ομοιόμορφο κοινωνικό σώμα αλλά ένα κοινωνικό σώμα με διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις στο εσωτερικό του που απέρρεαν από οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Η επίδραση αυτών των παραγόντων προσδιόριζε τις επιλογές τους αναφορικά με την επαγγελματική τους αποκατάσταση στον τόπο εγκατάστασής τους.
Στον Βόλο και στους προσφυγικούς του συνοικισμούς εικόνες σαν αυτές που περιγράψαμε νωρίτερα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προσφυγικής ταυτότητας της πόλης. Έχουν αποτυπωθεί από τον φωτογραφικό φακό και έχουν χαραχτεί στις μνήμες των ανθρώπων που μεγάλωσαν στο εσωτερικό αυτών των συνοικισμών, ακόμα και προσφύγων τρίτης γενιάς. Μικροπωλητές με αυτοσχέδιους περιφερόμενους πάγκους τριγυρνούσαν στις γειτονιές πουλώντας ψάρια, λαχανικά, μαστίχες, γλυκά κουλούρια αλλά και κάλτσες, τσιμπιδάκια για τα μαλλιά ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να τους αποφέρει ένα μικρό μεροκάματο επιβίωσης. Η πιο χαρακτηριστική φιγούρα του συνοικισμού Ιωλκού ήταν ο μπάρμπα-Ανδρέας, ο μαστιχάς, θυμάται ο Πρόδρομος Χριστοφορίδης, πρόσφυγας τρίτης γενιάς ο ίδιος, ο οποίος γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις δεκαετίες 1960 και 1970 σε αυτόν:
«Η κύρια δουλειά του μπάρμπα- Ανδρέα, πρόσφυγα πρώτης γενιάς ήταν διπλή: ψαράς, όταν είχε ψάρια και μαστιχάς όταν δεν είχε ψάρια […] Φορούσε κάτι λαστιχένια σκαρπίνια, ένα παντελόνι ριγέ, γκρι, από ένα χοντρό πανί, ένα ζωνάρι και από πάνω ένα σακάκι. Όταν πουλούσε τα ψάρια είχε δύο πανέρια με χερούλι, που τα κρατούσε περπατούσε στις γειτονιές […] μιλούσε αυτά τα ελληνικά των προσφύγων […] όταν δεν είχε ψάρια πουλούσε μαστίχα […] με τα πόδια γύριζε παντού».
Ο Πρόδρομος Χρστοφορίδης ανακαλεί στη μνήμη του φιγούρες πλανόδιων μικρεμπόρων και μικρά εμπορικά καταστήματα προσφύγων, μανάβικά, αρτοποιεία, κουρεία, καφενεία κλπ. τα οποία τα άνοιξαν οι πρόσφυγες στον συνοικισμό Ιωλκού και λειτούργησαν για πολλές δεκαετίες στην περιοχή.
«Πέρα του μαστιχά, υπήρχε ο μπάρμπα –Κώστας που πουλούσε μηλαράκια, κόκκινα καραμελωμένα, σάμαλι και το καλοκαίρι παγωτό χωνάκι και κασάτο […] Υπήρχαν επίσης δύο παλιατζήδες πρόσφυγες, ο Πρόδρομος Σεϊσογλου και ο Αμπαρικ. […] Οι παλιατζήδες είχαν ένα μουλάρι, μία σούστα, ένα μικρό αμάξι με γαϊδούρι μπροστά, με το οποίο περνούσαν φωνάζοντας “παλιατζής, παλιατζής, όλα τα παλιά αγοράζω” […] έπαιρναν καθαρά μεταλλικά πράγματα, δηλαδή μπρούτζο, σίδηρο… και τα μεταπουλούσαν σε κάποιον έμπορο […] Όλοι οι μανάβηδες έβγαιναν στη λεγόμενη γύρα… άφηναν τη γυναίκα τους στο μανάβικο, είχαν τη σούστα με το άλογο, βάζανε τα ζαρζαβατικά τους επάνω και βγαίναν σε μία ευρύτερη περιοχή ο καθένας που ατύπως την είχαν μοιράσει […] και πουλούσαν σε γειτονιές που δεν είχαν μανάβικα. Υπήρχαν και οι παπλοματάδες… Όλοι κατάγονταν από το Μιστή, ένα ελληνόφωνο χωριό της Καππαδοκίας […] Ο παπλωματάς ερχόταν στη αυλή σου έπαιρνε το πάπλωμα, το άνοιγε. Με ένα όργανο που είχαν, την “ντεξάρα”, έξαιναν το βαμβάκι και το έκανε αφράτο. Και όταν τελείωνε ξαναέραβε αυτό το πάπλωμα και το έκανε όπως ήταν στην αρχή… Είχαμε [επίσης] πάρα πολλούς λαχειοπώλες εδώ στον Αγ. Βασίλειο […] Ήταν επαγγέλματα του δρόμου […] Υπήρχαν και δύο μαγαζάκια, με είδη αυτά που λέμε κουμπιά, μολινέδες, καρούλια, ο Μηνάς και η κα Χρυσούλα εδώ στην περιοχή. Είχαν ένα σπίτι, που ένα κομμάτι ήταν μαγαζί με ραφάκια […] Δύο πρόσφυγες, οι παγοπώλες, ο Οκάογλου και ο Σαρηκίζογλου […] Είχαν ένα μεγάλο ψυγείο, την παγωνιέρα. Βάζανε κολώνες πάγου που ήτα περίπου ογδόντα εκατοστά με ένα μέτρο, την κόβανε στα τέσσερα […] Ένα ποδήλατο με μία καρότσα πίσω με τα κομμάτια του πάγου, είχε ένα μεγάλο τσιγκέλι που έπιανε, γράπωνε την κολώνα, σταματούσε στο σπίτι, την άφηνε απέξω, την έπαιρναν, την έβαζα στην παγωνιέρα και κρατούσε δυο τρις μέρες να κρατάει[…] Αυτοί οι δυο ήτανε Καππαδόκες […] Ο μπακάλης, ο Χειμωνίδης από τη Νικομήδεια, κρατούσε ένα μεγάλο βιβλίο και ένα μικρό, το μπακαλοδεύτερο […] Υπήρχαν και τρεις, τέσσερις φούρνοι στην περιοχή […] Και καφενεία που μαζεύονταν οι άνδρες και παίζανε χαρτιά και τάβλι και λίγο πιο πάνω η ταβέρνα του Αποστόλη και απέναντι ένα καφενείο κακόφημο, που ήταν η Ανίκα και καπνίζανε και μαύρο […] τέτοιο στιλ ήτανε. Και η Περιστέρα, -κόρη του Σεραφείδη από τη Νικομήδεια, που είχε το καφενείο και διπλά, ο άλλος Σεραφείδης που είχε το μανάβικο- καφενείο που λειτούργησε μέχρι πρόσφατα […] Και δύο δικοί μας κουρείς, ο Γιάννης και ο Μάκης […] »
Βιβλιογραφία
Χρ. Χατζηιωσήφ, «Το προσφυγικό σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας», Χρ. Χατζηιωσηφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, 1922-1940. Ο Μεσοπόλεμος, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σ. 9-57
Προφορική συνέντευξη του Πρόδρομου Χριστοφορίδη, 13.11.2021