Ο κύκλος των μετοχιών: το Κόκκινο Μετόχι
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Πλήρης Περιγραφή
Το Κόκκινο Μετόχι βρισκόταν στην περιοχή που γειτονεύει με το μοναστήρι της Χρυσοπηγής, πλέον προάστιο στη νότια μεριά της πόλης των Χανίων. Η ονομασία αυτή έχει σωθεί μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται από τους ντόπιους για να ορίσει την περιοχή που άλλοτε άκμαζε αυτό το μετόχι, ένα από τα πιο εμβληματικά γύρω από την πόλη. Η ονομασία του μάλλον προερχόταν από το κεραμιδί χρώμα της οικίας του, ψήγματα του οποίου φαίνονται και στη σύγχρονη φωτογραφία του, της φωτογράφου Στέλλας Μανιουδάκη.
Την έκτασή του όριζε ένας μαντρότοιχος με διπλή αψιδωτή πύλη. Αυτή οδηγούσε στην αυλή με τα βοηθητικά κτίρια και, στο κέντρο, το τριώροφο οίκημα. Στον κήπο του είχε μια ανοιχτή δεξαμενή νερού, μια κρήνη και ένα περίπτερο με τζαμαρία, ως χώρο αναψυχής τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Γάλλος περιηγητής Bourqelot στα μέσα του 18ου αιώνα περιέγραφε τον κήπο γεμάτο «από πορτοκαλιές, ιβίσκους, λεμονιές, θάμνους με ζωηρόχρωμα λουλούδια, που ποτίζονταν από μια μαρμαρένια βρύση». Η θέα του μετοχιού ήταν ανεμπόδιστη μέχρι την θάλασσα.
Με την ανταλλαγή πληθυσμών το μετόχι μοιράστηκε για την αποκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων. Ο χαρακτήρας του, όμως, άρχισε σύντομα να αλλάζει. Όταν το 1963 ο Μιχάλης Κακογιάννης έκανε γυρίσματα στο κεντρικό κτίριο του μετοχιού για την ταινία του Ζορμπάς, ήταν ήδη ένα οίκημα παρηκμασμένο. Ο Πέτρος Κακογιάννης, γιος Μικρασιατών προσφύγων που έλαβαν τμήμα του μετοχιού ως αποκατάσταση για να εγκατασταθούν, θυμάται ότι η παραγωγή της ταινίας παρενέβη σε μέρος του κτιρίου για να διαμορφωθεί στο σπίτι της Μαντάμ Ορτάνς. Στο απόσπασμα της ταινίας που περιλαμβάνεται στην παρούσα εγγραφή είναι ενδεικτική η κατάσταση του οικήματος, στην οποία έμεναν προσφυγικές οικογένειες. «Μέχρι το ’70 κατοικούσαμε μέσα! Μετά εφύγαμε, το αφήκαμε, το εγκαταλείψαμε, σάπιζε ένα κεραμίδι, πέφτανε τα ξύλα κάτω… εκατήντησε να πέσει κάτω». Στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο από την ταινία φαίνεται πίσω από τους πρωταγωνιστές και η οθωμανική κρήνη που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού.
Ο Πέτρος Κακογιάννης ανακαλεί ένα ακόμη περιστατικό από τα γυρίσματα, όταν αναπάντεχα ανακαλύπτουν ότι είναι συγγενείς με τον σκηνοθέτη: «Και πήγα και εγώ μέσα στο σπίτι και ήταν ο Μιχάλης ο Κακογιάννης.. εγώ δεν τον γνώριζα τίποτα… Μου λέει «πώς σε λένε εσένα;», λέω «Πέτρο». Λέει «το άλλο σου όνομα!». «Κακογιάννης», του λέω. «Στάσου, μου λέει, τι Κακογιάννης;». Του λέει η μητέρα μου «Η οικογένειά μας είναι Κακογιάννη». «Κάτσε, λέει, και έπεσα σε Κακογιάννηδες! Κανέναν παλιό;». Λέμε «Η γιαγιά!». Η γιαγιά η κακομοίρα… «Γιαγιά, σε θέλουνε». Πάει, της λέει «Για κάτσε να μου πεις τι συμβαίνει. Πώς κατέληξες εδώ πέρα;», της λέει. «Εγώ είμαι από τα Αλάτσατα, φύγαμε μέσω Χίου από εκεί πέρα, φεύγοντας από τον Τσεσμέ πήγαμε Χίο, από εκεί μπήκαμε σε μια βάρκα, κατεβήκαμε στον Πειραιά, στον Πειραιά ξαναγυρίσαμε εδώ πέρα και μας δώσανε το σπίτι αυτό». «Κι από κει δεν έχεις συγγενείς;». «Έχω, λέει, ήτανε του άντρα μου. Ο ένας αδερφός έφυγε Αμερική, ο άλλος πήγε στην Κύπρο». Αμέσως μπήκε στο νόημα ο Κακογιάννης. Λέει «στην Κύπρο πέφτουμε κοντά… Ποιος ήτανε;». Λέει, «ο Γιώργος ήτανε». «Και τι σου ήτανε;». «Του άντρα μου αδερφός…». Και με αγκαλιάζει ο Κακογιάννης και με έβαζε και πηδούσα και να φωνάζω το όνομα του…».
Ο Ιωάννης Βέρδος, επίσης απόγονος προσφύγων που πήραν μερίδιο από το Κόκκινο Μετόχι, θυμάται πώς αποφάσισε να το πουλήσει: «Στεναχωριέμαι, γιατί εγώ το σπίτι που έμενα ήτανε παλιό, κι έμεινα μοναχός. Πέθανε η μάνα μου, έμενα με τη μάνα μου εγώ, και πέθανε η μάνα μου και ήρθανε κάτι γειτόνοι […] κι ήταν ένα βράδυ και μου λένε «Να μας πουλήσεις το σπίτι. Εμείς θα στο πλερώσομε όσο θέλεις, κι εμείς θα το κατεδαφίσουμε.» Γιατί πιο μέσα ήθελε να οικοδομήσουνε. Και κρατούσα εγώ το κλειδί, μπροστά να πούμε. Κι όπως πράγματι. Μου το πλερώσανε όσο των είπα, το πρωί το κατεδαφίσανε. Κατάλαβες; Στεναχωρέθηκα βέβαια εγώ, γιατί ντάξει…. Γιατί εκεί γεννήθηκα, εκεί…. Αλλά περνάει η εποχή, περνάνε κι αυτά…».
Άλλος απόγονος Μικρασιατών, ο Νίκος Παγιαυλάς, σημείωνε στο προσωπικό του ιστολόγιο: «Δυστυχώς σήμερα από αυτό το τρίπατο σπίτι υπάρχουν μόνο χαλάσματα. Εγκαταλείφθηκε από τους κληρονόμους και τον δήμο Μουρνιών τότε στην τύχη του. Με μια μεγάλη κακοκαιρία, αν θυμάμαι καλά το 1997, άρχισε η πτώση του». Στην περιγραφή του ίδιου υπάρχει και μια γλαφυρή μεταφορά του ενθουσιασμού των προσφύγων που είδαν στη γειτονιά τους την κινηματογραφική παραγωγή του Ζορμπά να παίρνει σάρκα και οστά. Ο γράφων μετέφερε σύντομα και περιεκτικά ήθη και αντιλήψεις των οικογενειών της δεκαετίας του 1960 μέσα από την ανάμνησή του: «Χαρακτηριστικές φιγούρες σε αυτό το απόσπασμα του θανάτου της Μαντάμ Ορτάνς και του πλιάτσικου που ακολούθησε, οι γριές. Τις έπαιξαν η γριά Βέρδαινα και η γριά Παπακαστρού. Είχαν μεγάλο σουξέ τότε. Οι φιλενάδες τους το ‘χαν μεγάλο καημό και ζήλια για τις «πρωταγωνίστριες ηθοποιές». Ειδικά η γιαγιά μου. Του πατέρα μου η μάνα. Που δεν την άφησε ο γιος της να παίξει. Θα της έκοβε τα πόδια! Ποτέ δεν του το συγχώρεσε. Ίσα-ίσα που τη θυμάμαι, όντας νήπιο, να παρακολουθεί από την πόρτα της τα γυρίσματα και να κλαίει με μαύρο δάκρυ».
Ο Νίκος Παγιαυλάς, δεύτερης γενιάς Μικρασιάτης που γεννήθηκε στο Κόκκινο Μετόχι, σύστηνε τον εαυτό του ως παιδί αγροτικής οικογένειας, κάτι που θα μπορούσε να είναι ενδεικτικό μιας επιτυχημένης αγροτικής αποκατάστασης κάποιων προσφυγικών οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στα μετόχια. Οπωσδήποτε όμως, η επιτυχία αυτή δεν φαίνεται να ίσχυε για όλους όσους αποκαταστάθηκαν στη γη των μετοχιών. Ο πατέρας του Νίκου, πάντως, καλλιεργούσε τη γη. Ο ίδιος ο Νίκος εργάστηκε ως ναυτικός κι επέστρεψε στα κτήματα στο Κόκκινο Μετόχι τη δεκαετία του 1990, οπότε αποφάσισε να γίνει ένας από τους πρώτους βιοκαλλιεργητές στα Χανιά. Σήμερα πλέον η περιοχή του Κόκκινου Μετοχιού είναι ημιαστική, με μικρή αγροτική δραστηριότητα.
Βιβλιογραφία
Μανώλης Μανούσακας, «Φωτοαναδρομές στα παλιά Χανιά: 147. Κόκκινο Μετόχι», Χανιώτικα Νέα, ένθετο Διαδρομές (4.1.2008)
(Εν)θύμηση. Τα μετόχια του κάμπου των Χανίων: μνήμες που χάνονται, μνήμες που μένουν, σκηνοθεσία: Σοφία Κάσσαρη (2021)
Συνέντευξη Πέτρου Κακογιάννη από το αμοντάριστο υλικό για την ταινία (Εν)θύμηση. Τα μετόχια του κάμπου των Χανίων: μνήμες που χάνονται, μνήμες που μένουν, σκηνοθεσία: Σοφία Κάσσαρη (2021)
Νίκος Παγιαυλάς, «Το κινηματογραφικό σπίτι της Μαντάμ Ορτάνς», (25.7.2011) [http://npgls.blogspot.com/2011/07/blog-post_25.html]
«Νίκος Παγιαυλάς. Ο πρώτος βιοκαλλιεργητής κηπευτικών στα Χανιά», Γαστρονόμος (24.1.2011) [https://www.gastronomos.gr/vraveia/vraveia-2010/nikos-pagiaylas/56430/]