Οι νησιώτες φτάνουν στον Πειραιά
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
«Κάθε νησί είχε το δικό του καφενείο στο λιμάνι, οι συμιακοί είχαν το δικό τους, οι σαντορινιοί το δικό τους, οι τηνιακοί το ίδιο και πάει λέγοντας. Συνήθως ήταν εκεί γύρω από την αγορά, στην πλατεία Καραϊσκάκη. Εκεί πήγαινες αν ήθελες να δεις ανθρώπους από το νησί σου, να μάθεις τα νέα, εκεί σου έρχονταν τα δέματα με το καράβι ή και τα γράμματα κάποιες φορές. Εκεί όμως πήγαιναν και οι νεοφερμένοι από κάθε νησί όταν έφταναν στον Πειραιά. Ακόμα και αν δεν είχαν κάποιο συγγενή να τους φιλοξενήσει, να τους βοηθήσει το πρώτο διάστημα, το καφενείο λειτουργούσε βοηθητικά σε όλο αυτό».
(συνέντευξη του Μερκούρη Κυραμαργιού, 18.12.2009).
Χιλιάδες νησιώτες από τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη έφτασαν στην πόλη του Πειραιά από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της. Οι γειτονιές των υδραίων και των κρητικών αποτέλεσαν από τις πρώτες συνοικίες της πόλης τον 19ο αιώνα, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν οι γειτονιές των σαντορινιών και των συμιακών στην Δραπετσώνα. Ο ένας συντοπίτης έφερνε τον άλλο και ολόκληρες γειτονιές με ανθρώπους από το ίδιο νησί ξεπηδούσαν στην πόλη του Πειραιά και στους γειτονικούς συνοικισμούς θυμίζοντας στους «ξενιτεμένους» τον τόπο τους, προσφέροντας τους ένα αίσθημα ασφάλειας και γνώριμων προσώπων στην καινούρια ζωή που έστησαν στον Πειραιά δουλεύοντας στις μεγάλες βιομηχανίες του, στο λιμάνι ή αλλού. Διαφορετικές πορείες ζωής, διαφορετικές διαδρομές και διαφορετικές προσδοκίες έφεραν τους νησιώτες στον Πειραιά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Η ανεργία και η φτώχεια στο νησί αλλά και η προσδοκία για μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τις οικογένειες τους ήταν συνήθως το κίνητρο της μετακίνησης.
Ο Μερκούρης Κυραμαργιός γεννήθηκε στην Ιταλοκρατούμενη Σύμη των Δωδεκαννήσων το 1876, πριν ακόμα κλείσει τα εικοσί του χρόνια ταξίδεψε στην Αίγυπτο με τον αδελφό του Νικήτα και δούλεψαν σε λιμενικά έργα στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Πήγε στην Αίγυπτο για δουλειά τουλάχιστον 3-4 φορές και πάντα επέστρεφε για να δει την οικογένεια του και τα παιδιά που απέκτησε μετά το γάμο του με την Φωτεινή. Το 1915 σε ηλικία 39 ετών πήρε την μεγάλη απόφαση να φύγει για την Αμερική και πιο συγκεκριμένα για τη Νέα Υόρκη. Άφησε την γυναίκα του την Φωτεινή και 6 παιδιά στη Σύμη, σε ένα ξύλινο μπαούλο χώρεσε όλα του τα υπάρχοντα, σημείωσε τις ημερομηνίες που γεννήθηκαν τα παιδιά του στο εσωτερικό του μέρος και ανέβηκε στον Πειραιά. Αναχώρησε με τον υπερωκεάνιο Πατρίς για τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 28 Φεβρουαρίου του 1916. Έφτασε στο Ellis island στις 21 Μαρτίου του 1916. Η καταγραφή του εκεί μας δίνει πληροφορίες για τον ίδιο: πλήρωσε μόνος του το κόστος του ταξιδιού, είχε μαζί του ακόμα 25 δολάρια και το πρώτο διάστημα θα τον βοηθούσε ο φίλος του Παντελής Μαρικάκης που ζούσε στην Νέα Υόρκη. Ήταν εργάτης, ήξερε να γράφει και να διαβάζει. Η κατάσταση της υγείας του ήταν καλή, είχε ύψος 1,77 εκατοστά, καστανά μάτια και μαλλιά και σκουρόχρωμα δέρμα.
Οι διηγήσεις της οικογένειάς του λένε πως δούλεψε κυρίως ως οικοδόμος για 10 χρόνια και το 1926, επέστρεψε στη Σύμη, με το ίδιο ξύλινο μπαούλο και 1.000 λίρες. Στόχος του ήταν να ξαναγυρίσει στην Αμερική λίγο καιρό μετά με τους μεγαλύτερους γιους του. Για άγνωστο λόγο, αυτό δεν έγινε. Βρέθηκαν όλοι μαζί στον Πειραιά, στον συνοικισμό των Συμιακών στη Δραπετσώνα, όπου αγόρασε ένα γήπεδο, το οποίο και χώρισε σε 4 οικόπεδα, ένα για το κάθε του παιδί. Αρχικά έμειναν όλοι μαζί και νοίκιαζαν τα αυτοσχέδια οικήματα των άλλων οικοπέδων. Ο ίδιος με τους γιους του δούλευαν σε οικοδομικές εργασίες, δημιουργώντας ένα πλήρες συνεργείο: ο ίδιος και ο γιος του ο Βασίλης ήταν χτίστες, ο Γιωργάς ήταν σοβατζής και ο Μιχάλης ήταν ξυλουργός. Ο Μερκούρης Κυραμαργιός ρίζωσε στην Δραπετσώνα, είδε την οικογένεια του να μεγαλώνει, τα παιδιά του να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά. Πέθανε στη Δραπετσώνα το 1949. Τα περισσότερα από τα εγγόνια και τα δισέγγονα του κατοικούν ακόμα στα σπίτια που χτίσανε στα οικόπεδα που αγόρασε με τις λίρες που έφερε μαζί του από τις ΗΠΑ, ενώ η φωτογραφία του από την Αίγυπτο, υπάρχει ακόμα στα σπίτια τους, παρότι οι περισσότεροι από τους απογόνους του αγνοούν την ιστορία του.