Οι πολλαπλές μετακινήσεις της οικογένειας του Γιώργου Σφουγγαρά
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Ετικέτα
Πλήρης Περιγραφή
Ο Γιώργος Σφουγγαράς έχει μια προσωπική και οικογενειακή ιστορία πλούσια σε μετακινήσεις. Οι γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η μητέρα του, Αναστασία, και η οικογένειά της, η οικογένεια Γεωργιάδη, ήταν πιθανότατα από τη Σμύρνη, με καταγωγή από την περιοχή του Κελεμπέ. Έφτασαν στην Κρήτη απευθείας, το ζευγάρι και τα 5 παιδιά του, και εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο. Εκεί έλαβαν αγροτική αποκατάσταση: ένα μεγάλο κτήμα για την καλλιέργεια σταφίδας στην περιοχή των Μαλάδων, και ένα σπίτι στη γειτονιά του Ατσαλένιου.
Ο πατέρας του Γιώργου, Χρήστος Νικολαΐδης, ήταν από την Πόλη. Σε μικρή ηλικία, χρόνια πριν την ανταλλαγή πληθυσμών, είχε χάσει τους γονείς του. Είχε μείνει ορφανός αυτός κι ο αδερφός του, ετών 8 και 5 αντίστοιχα. Φιλοξενήθηκαν σε σπίτια γνωστών και μη οικογενειών τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την Καταστροφή. Όταν πια θέλησαν να περάσουν στην Ελλάδα λίγο μετά τον Σεπτέμβριο του 1922 και το κύμα των μετακινήσεων, το έκαναν με τη βοήθεια δύο οικογενειών: της οικογένειας Σφουγγαρά και της οικογένειας Ξανθόπουλου. Έτσι, τα δύο αδέρφια με το επώνυμο Νικολαΐδη, καταγράφηκαν με τα επώνυμα των οικογενειών που τους πέρασαν στην Ελλάδα ως παιδιά τους. Αυτά τα επώνυμα συνέχισαν να χρησιμοποιούν έκτοτε.
Τα δύο αδέρφια είχαν μεγάλη διαδρομή στην Ελλάδα μετά την άφιξή τους. Αρχικά, βρέθηκαν σε στρατόπεδο προσφύγων στο Λουτράκι. Έπειτα, προσπάθησαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Κατόπιν, οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, σε αναζήτηση κάποιου συγγενή τους. Τελικά, κάπου γύρω στα 1930, ο Χρήστος έφτασε στο Ηράκλειο. Άνοιξε κουρείο, παντρεύτηκε μια ντόπια γυναίκα και έκαναν ένα παιδί. Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Χρήστος έκανε τον δεύτερο γάμο του, με την μητέρα του Γιώργου. Έκαναν τρία παιδιά. Το πρώτο ήταν κορίτσι και γεννήθηκε κοντά στην απελευθέρωση της Κρήτης από τους Γερμανούς, κι αυτός ήταν ο λόγος που την ονόμασαν Ελευθερία. Ο Γιώργος ήταν το τελευταίο.
Στα χρόνια της Χούντας ο πατέρας και ο αδερφός του Γιώργου φαίνεται ότι παρακολουθούνταν από την Ασφάλεια. Ο Γιώργος λέει πως κανείς τους δεν ήταν οργανωμένος πολιτικά, είχαν όμως τις πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις τους, που μάλλον θεωρούνταν προκλητικές από το ελληνικό κράτος. Η αδερφή του Γιώργου, εν τω μεταξύ, παντρεύτηκε με κάποιον Άγγλο που γνώρισε στην Κρήτη κι έφυγε για το Νότιγχαμ. Μεσούσης της Χούντας ο Χρήστος και η Αναστασία έκλεισαν το κουρείο.
Το καλοκαίρι του 1973 η Ελευθερία κάλεσε τον Γιώργο, 14 χρονών τότε, να περάσει τις διακοπές του στην Αγγλία. Ο Γιώργος δεν επέστρεψε στην Ελλάδα από τότε, αντίθετα οι γονείς του πούλησαν τα υπάρχοντά τους, έβαλαν την οικοσκευή (και τη βιβλιοθήκη τους) σε τεράστια κασόνια, κι έφυγαν κι αυτοί για την Αγγλία. «Ήταν μια μετακίνηση που έκαναν από αγάπη». Εγκαταστάθηκαν δίπλα στα παιδιά τους κι έζησαν εκεί το υπόλοιπο της ζωής τους.
Ο Γιώργος και η Ελευθερία ζουν ακόμη στην Αγγλία, ενώ ο αδερφός τους είναι στη Γεωργία. Ο Γιώργος έχει ανακαλύψει αρκετά στοιχεία για τις μετακινήσεις της οικογένειας των γονιών του μέσα στα χρόνια μετά την απώλειά τους: ο μικρός αδερφός του πατέρα του κάποια στιγμή μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου σήμερα ζουν οι απόγονοί του. Ψάχνοντας διαπίστωσε, επίσης, ότι ο πατέρας του είχε έναν ακόμη αδερφό, τον οποίο δεν είχε αναφέρει ποτέ και ο οποίος είχε επίσης μεταναστεύσει. Όμοια, ανακάλυψε την ύπαρξη ενός άγνωστου αδελφού της μητέρας του, ο οποίος πρέπει να ήταν γύρω στα 19 όταν η οικογένεια έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Οι διάφορες ιστορίες μετακινήσεων που περιστοιχίζουν τον Γιώργο τον οδήγησαν, σταδιακά, στη δημιουργία μιας σειράς εικαστικών έργων που ονόμασε ‘Personal Maps’ (Προσωπικοί Χάρτες). «Ξεκίνησα να ζωγραφίζω απλούς περιγραφικούς χάρτες γύρω στον Μάιο του 2016. Ήταν κάτι απροσδόκητο για μένα. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι τα έργα αυτά γεννήθηκαν από μια βαθιά ανάγκη να ξαναδώ πλευρές τού παρελθόντος μου και να καταλάβω την ιστορία της οικογένειάς μας. […] Ξεκίνησα να ζωγραφίζω ένα μεγάλο, αρχετυπικό πρόσωπο ενός νεαρού άντρα. […] Σκεφτόμουν το παρελθόν μου, την ιστορία της πόλης που μεγάλωσα και τις ζωές των γονιών μου. Ήταν ένας παράξενος συνδυασμός πνευματικών εικόνων και ιδεών. […] Ένα είδος αλληγορίας της οικογενειακής μας ιστορίας και μιας κληρονομιάς που μοιραζόμαστε, αναδύθηκε σταδιακά κι απλώθηκε, σαν ένα ανοίκειο σενάριο, στις σκιασμένες περιοχές του προσώπου [του έργου]. […] Μερικές από τις λεπτομέρειες απεικονίζουν το σπίτι μας στην Κρήτη, αρχετυπικές αντρικές και γυναικείες φιγούρες (τη μητέρα, τον εραστή, τον πατέρα-ήρωα), απλούς/ναΐφ χάρτες και αναφορές στην ανθρώπινη μετανάστευση» (μεταφρασμένο από το αγγλικό πρωτότυπο).
Ένα από τα πρώτα έργα αυτής της σειράς των προσωπικών χαρτών ήταν το πορτραίτο της μητέρας του. Στις σκιές του προσώπου και των μαλλιών της μπορεί κανείς να διακρίνει, κοιτάζοντας προσεκτικά, το σταφύλι, η καλλιέργεια του οποίου συντηρούσε την οικογένειά της. Μπορεί επίσης να δει δέντρα με ρίζες γραπωμένες από ένα χέρι, σπίτια και ναούς, πρόσωπα, βάρκες, μάτια, φλιτζάνια με καφέ, μια γυναίκα με ένα παιδί στην αγκαλιά να δέρνεται μέσα στο κύμα. Ιστορίες και στοιχεία από τη ζωή της μαμάς του.
Η ιστορία ζωής του Γιώργου μιλάει για τις ιστορίες ζωής πολλών προγόνων του. Προσφέρει, έτσι, μερικά ακόμη στοιχεία στον θησαυρό που αναδεικνύεται μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις για τις ανθρώπινες μετακινήσεις. Επίσης, η ιστορία ζωής του Γιώργου λειτουργεί σαν μια μπάμπουσκα, αφού μέσα από το δικό του βίωμα, την μετανάστευσή του στην Αγγλία, εντοπίζει στοιχεία κοινά με τις μεταναστεύσεις και τις μετακινήσεις των προγόνων του. «Ο πατέρας μου ήταν εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος, ήταν ένας άνθρωπος πολύ λεπτός, ξέρεις πάντα με το κοστούμι… πάντα! Δηλαδή δεν τον θυμάμαι ποτέ να ήτανε, ξέρεις, με φόρμα και σορτς και τέτοια πράγματα… Ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα μάλλον…. τώρα βλέπω την παράλληλο, μπορεί να αισθανόταν ότι έπρεπε να δείχνει κάτι…που να εμπνέει εμπιστοσύνη, που να δείχνει ότι είναι μέλος της κοινωνίας, ότι έχει δημιουργήσει κάτι… Δεν ξέρω, μπορεί να είχε μέσα του αυτά τα αισθήματα τα οποία τα βλέπω στον εαυτό μου τώρα… Του μετανάστη, ναι. Δεν μου είπε ποτέ κάτι τέτοιο».
Η ιστορία του Γιώργου, επίσης, αναδεικνύει ζητήματα σχετικά με τη συλλογική και την ατομική μνήμη. Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στην Αγγλία, αυτή είναι η πραγματικότητά του και εκεί είναι η καθημερινότητά του. Το γεγονός ότι κινείται εκτός ελληνικού περιβάλλοντος τον έχει κρατήσει μακριά από τη δημόσια αφήγηση για την ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα, τη συλλογική ταυτότητα που έχουν συγκροτήσει μέσα από τις δημόσιες αφηγήσεις, τους συλλόγους, τις επισκέψεις μνήμης. Η ιστοριογραφία έχει αναδείξει ότι τα παιδιά και τα εγγόνια των Μικρασιατών που έφτασαν στην Ελλάδα, δηλαδή η δεύτερη και η τρίτη γενιά που σήμερα ζουν στην Ελλάδα ή/και είναι εκτεθειμένοι στη δημόσια αφήγηση για την ιστορία των Μικρασιατών, μοιράζονται μια ταυτότητα Μικρασιάτη, βρίσκουν νόημα και λόγο να συντηρούν κοινότητες μνήμης.
Η αφήγηση του Γιώργου, αντίθετα, δεν εμφανίζει τέτοια στοιχεία. Ο ίδιος δεν διεκδικεί μια ταυτότητα Μικρασιάτη. Δεν κάνει αναφορές σε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα των Μικρασιατών, σε κάτι που τους έκανε και τους κάνει μέχρι σήμερα διακριτούς και διαφορετικούς από τους ντόπιους. «Ο πατέρας μου, θυμάμαι, ήταν υπερήφανος που ήτανε Πολίτης. Δηλαδή αυτό το θυμάμαι. Κι ο αδερφός μου ακόμα το λέει. Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν κάτι το υπέροχο, δηλαδή σαν παιδί νόμιζα ότι ήταν κάτι το σπουδαίο… Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο πράγμα γιατί δεν αισθανόμουνα έτσι. Αυτό το προνόμιο ήταν δικό τους. Γιατί είναι μεγαλύτεροι, ξέρεις. Εγώ για μένα, προσωπικά για μένα, αισθανόμουνα Έλληνας, Κρητικάκι, ξέρεις. Ένα παιδάκι από το Ηράκλειο… ένα μελαχρινό παιδάκι που έπαιζε εκεί πέρα στη θάλασσα, μες στον ήλιο, δηλαδή ο κόσμος μου ήτανε… έβλεπα ότι υπήρχε ένας κόσμος απέξω, μεγαλύτερος, κι είχαμε τότε το κακό να πιστεύουμε ότι η Τουρκία είναι το χειρότερο μέρος του κόσμου, ότι μας είχαν καταστρέψει… είχαμε πολλά μίση όταν μεγάλωνα, δηλαδή μισούσαμε τους Γερμανούς, μισούσαμε τους Τούρκους, μισούσαμε τους Βούλγαρους, σαν παιδάκι δηλαδή μιλάω τώρα… γιατί ξέρεις, σε ορισμένα στοιχεία, προφανώς όταν μιλάω ελληνικά, έχω μείνει παιδί. Δηλαδή γιατί όλη μου η ζωή σαν άντρας, σαν άνθρωπος μεγάλος, έχει περάσει εδώ. Κι άμα μιλάω ελληνικά συμβαίνουν δύο πράγματα: συγκινούμαι πολύ πρώτον, και το δεύτερον αισθάνομαι ότι δεν έχω τη γλώσσα να εκφράσω αυτό που θέλω, όπως μπορώ να το εκφράσω σαν ένας άντρας μεγάλος που έχει μεγαλώσει εδώ πέρα, σε μία χώρα που μιλάνε μία διαφορετική γλώσσα. Αλλά ήμουνα, που λες… δεν ήξερα ότι είμαστε από κάπου αλλού. Οι γονείς μου είχαν υιοθετήσει την ελληνική προσωπικότητα όπως όλοι οι μετανάστες τότε…αλλά νομίζω ότι η γενιά τους είχε περάσει δυσκολίες μεγάλες».
Ο Γιώργος Σφουγγαράς μας παραχώρησε το booklet με τα έργα που δημιούργησε στα πλαίσια των προσωπικών χαρτών. Τα έργα αυτά συνοδεύονται από ποιήματα, σαν μια λεκτική απόδοση των συναισθημάτων που ενέπνευσαν καθένα πίνακα. Τιτλοφορείται ‘Personal maps. Printed works on the theme of sense of place and identity’ by George Sfougaras.
Πηγές
Βίντεο: Συνέντευξη Γιώργου Σφουγγαρά, Χανιά-Leicester 23.2.2022
George Sfougaras, Personal Maps. Printed works on the theme of sense of place and identity, 2017