Οι πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη και η κοινωνική ευταξία
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Χρονολογία
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Στα τέλη του 1924 πρόσφυγες κατέφθαναν ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Με «τρισεπείγον απολύτου προτεραιότητος» τηλεγράφημα της 28.10.1924 ο Προϊστάμενος Πρόνοιας Θεσσαλονίκης Α. Ψαράς ενημέρωσε το Υπουργείο Υγιεινής για την άφιξη 2.000 προσφύγων που στάλθηκαν από την «Μικτήν Επιτροπή Κωνσταντινουπόλεως». Στη συνέχεια ανέφερε ότι για λόγους γοήτρου και για την επιτάχυνση της αναχώρησης των μουσουλμάνων ανταλλάξιμων αναγκάστηκε να τους δεχθεί. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στο λοιμοκαθαρτήριο, όχι όμως οι αποσκευές τους οι οποίες παρέμειναν στο τουρκικό πλοίο. Στη συνέχεια ζήτησε την άμεση επίταξη ή ναύλωση πλοίου για τη μεταφορά των αποσκευών και των προσφύγων προς άλλον προορισμό. Έκλεισε το τηλεγράφημα προτρέποντας: «Πάντως ευαρεστηθήτε με διατάξητε το ταχύτερον καθότι ζήτημα αφίξεως νέων προσφύγων ενταύθα ανασταλεισών ήδη αποστολών Εποικισμού εσωτερικόν αποτελεί ζήτημα κοινωνικής τάξεως».
Μια βδομάδα μετά ο ίδιος υπάλληλος απέστειλε τηλεγράφημα στα υπουργεία Υγιεινής και Γεωργίας και στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ενημερώνοντας για την άφιξη πλοίου από την Ηγουμενίτσα με 2.000 πρόσφυγες προοριζόμενους για εγκατάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας. Ο Α. Ψαράς, δεδομένης και της επερχόμενης άφιξης άλλων 1.000 προσφύγων από τον Πειραιά, εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για τη μεταφορά των προσφύγων σε μια πόλη οπού υπήρχαν ήδη 25.000 πρόσφυγες, άστεγοι ή σε σκηνές, που περίμεναν την μετεγκατάστασή τους στο εσωτερικό της Μακεδονίας. Έγραψε χαρακτηριστικά: «…ουδόλως θεωρούμεν σκόπιμον ιδία από απόψεως δημοσίας τάξεως να μεταφέρωνται εις εσωτερικόν πρόσφυγες εξ ετέρων μερών Ελλάδος όπου δεν υπάρχει ασφικτική συγκέντρωσις όπως εδώ».
Μέσα σε δύο εβδομάδες ο συγκεκριμένος ανώτερος δημόσιος υπάλληλος επικαλέστηκε δις το ζήτημα της κοινωνικής ή δημόσιας τάξης, ένα ζήτημα όπου επανέρχεται πάντοτε με την έλευση προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών σε ένα τόπο. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, στην προσφυγιά του 1922, και από τη μεταπολεμική μετανάστευση προς τη Δυτική Ευρώπη στις πρόσφατες προσφυγικές ροές, ζητήματα τάξης και εγκληματικότητας εμφανίζονταν πάντα στο δημόσιο λόγο που συνόδευε τις μετακινήσεις αυτές. Δημόσιος λόγος που εκπορεύεται από διάφορες αιτίες: ο αυθόρμητος φόβος του «ξένου», οι υπαρκτές καταστάσεις έκνομης συμπεριφοράς για ανθρώπους κυνηγημένους και απελπισμένους, η κατασκευή στερεοτυπικών εικόνων που σκοπό έχει τη νουθεσία και τον έλεγχο των μετακινούμενων, ο υπαρκτός φόβος των δομών εξουσίας απέναντι στο πλήθος.
Στην περίπτωσή μας η ελληνική αστική τάξη βίωνε την περίοδο εκείνη έντονα τον φόβο της ριζοσπαστικοποίησης των προσφυγικού κόσμου εξαιτίας κυρίως της φτώχειας του. Στο τέλος του 1924 δεν είχε προχωρήσει ακόμη η διαδικασία πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης των προσφύγων. Αυτή θα γίνει σταδιακά στο πολιτικό πεδίο μέσω της συστράτευσης των προσφύγων με τα αστικά κόμματα, κυρίως βέβαια με το κόμμα των Φιλελευθέρων, αλλά και μέσω της αντιπροσώπευσης τους από τους συλλόγους και τα σωματεία τους που δεν χαρακτηρίστηκαν από ριζοσπαστικές τάσεις. Η απογοήτευση του προσφυγικού κόσμου από το κόμμα των Φιλελευθέρων θα στρέψει μεγάλο μέρος τους προς το σοσιαλιστικό και το εργατικό κίνημα, κυρίως μετά το 1930.
Τα στοιχεία αυτά, δηλαδή την πολιτική πατρωνεία και τον καίριο ρόλο των προσφυγικών σωματείων, εντόπιζε ο Α. Ψαράς σε μια μακροσκελή επιστολή της 22.12.1924 προς τη Διεύθυνση Πρόνοιας με την οποία ο συντάκτης επιχειρηματολόγησε εναντίον της πολιτικής παροχής επιδομάτων προς τους πρόσφυγες.
«Τα επιδόματα κατά γενικόν κανόνα δέον να χαρακτηρίζονται ως άσκοποι κατά το πλείστον δαπάναι, καθότι δίχως τα δαπανώμενα εκατομμύρια να έχωσιν ουδεμίαν ουσιαστική απόδοσιν, δεν θεραπεύουσιν, αφ’ ετέρου ουδεμίαν τολμώ ειπείν των προσφυγικών αναγκών, αλλά τουναντίον οδηγούσι τους πρόσφυγας ήδη χάσαντες το ηθικόν των, εις ραστώνην μοιρολατρικήν».
Ο συντάκτης συνέχιζε λέγοντας ότι ήταν προτιμότερο τα εκατομμύρια δραχμές που δίνονταν και θα δίνονταν για επιδόματα να κατευθύνονταν στη στέγαση αρκετών χιλιάδων προσφυγικών οικογενειών ή ακόμα και στην ένδυσή τους. Ο Α. Ψαράς τόνισε αναλυτικά τη δυσκολία που ενείχε για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον έλεγχο της απορίας των προσφύγων, η ίδια η έννοια της απορίας (που η βεβαίωση της ήταν απαραίτητη για την παροχή του επιδόματος): «Η απορία είναι έννοια κενή και αόριστος, ο καθορισμός αυτής επομένως είναι ζήτημα ουσιαστικά ακατόρθωτον». Αφού υπογράμμισε έπειτα την πρακτική δυσκολία λόγω του φόρτου εργασίας των υπαλλήλων που έπρεπε να διεκπεραιώσουν τις αιτήσεις χιλιάδων προσφύγων κατέληγε:
«Όταν οι διάφοροι πληρεξούσιοι (εν ενεργεία και υποψήφιοι) διακηρύττουσιν εις τους πρόσφυγας έκαστος -και δι’ αυτού του τύπου- ότι τη ενεργεία των επετεύχθη η χορήγησις επιδόματος εις όλους τους απόρους πρόσφυγας, όταν τα προσφυγικά σωματεία εν τω ενθέω ζήλω των υπέρ των προσφύγων είναι ικανά να βεβαιώσουν και διά τους τεθνεώτας εισέτι αλλά και τους πλουσίους ότι είναι άποροι και αναξιοπαθούντες, όταν ως εκ της καταταστάσεως οι ύπατοι λειτουργοί εκάστης περιφερείας, οι νομάρχαι, είναι πρόσωπα πολιτικά και ουχί καθαρώς υπηρεσιακά, σας παρακαλώ να υπολογίσητε την θέσιν του δημοσίου λειτουργού εις ον το υπουργείο αναθέτει την εκτέλεσιν των υπ’ αριθ. 14172 και 12700 διαταγών του, προς αυστηρόν έλεγχον της απορίας των προσφύγων».
Για μια στιγμή ο λόγος αυτός ας μην ιδωθεί υπό το πρίσμα της έδρασής του σε λογικά ερείσματα και καθημερινές, βιωματικές διαπιστώσεις, αλλά υπό το πρίσμα της ύπαρξης και της διάσωσής του. Είναι ένας λόγος κανονιστικός, ένας λόγος εξουσίας που μόνο το γεγονός ότι δημιουργήθηκε και διασώθηκε δείχνει το περίεργο παιχνίδι του αρχείου. Μέσα σε ένα φάκελο ενός αρχείου ο Α. Ψαράς βρέθηκε πολλές φορές (μόνο τρεις παρουσιάσαμε εδώ). Θα πρέπει να ψάξουμε αρκετά περισσότερο για να βρούμε την απάντηση ενός πρόσφυγα (με το επώνυμό του) πάνω στο διάδικο.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Γ. Τζιάρας, Το κόκκινο και το γκρίζο. Φτώχεια και πολιτική στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, Αθήνα 2023