«Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων»
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, η Επαναστατική Επιτροπή ανακοίνωσε την απόφασή της «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων». Σύμφωνα με την απόφαση, επιτρεπόταν «η επίταξις εν όλω ή εν μέρει οικημάτων επιπλωμένων και μη, αγροικιών, κτημάτων, αποθηκών νοσοκομείων μοναστηριακών οικημάτων και παντός είδους ακινήτων κατάλληλων προς προσωρινήν στέγασιν ή νοσηλείαν προσφύγων». Για να επιταχθούν κατοικημένα ακίνητα έπρεπε να είχαν εξαντληθεί οι κινηματογράφοι και οι λέσχες. Στις 7.11.1924 στο Ελεύθερο Βήμα υπήρχε απειλή επίταξης λεσχών, γεγονός που πιθανότατα σήμαινε ότι έως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Η επίταξη γινόταν με απόφαση του Υπ. Περιθάλψεως και των εξουσιοδοτημένων Γενικών Διοικητών ή Νομαρχών, ενώ για την περιφέρεια είχε ανατεθεί σε δημάρχους ή προέδρους κοινοτήτων. Πριν την επίταξη, είχε προηγηθεί γνωμοδότηση τριμελούς επιτροπής αποτελούμενης από ένα δικαστικό, ένα διοικητικό υπάλληλο και έναν αξιωματικό ή ιερέα που εξέταζαν τις προς επίταξη οικίες και γνωμοδοτούσαν για τον αριθμό των δωματίων που θα επιτάσσονταν και τον αριθμό των προσφύγων που θα στεγάζονταν. Οι υφιστάμενοι ένοικοι θα περιορίζονταν σε ένα δωμάτιο ανά οικογένεια. Οι ιδιοκτήτες των επιταγμένων οικημάτων και οικοπέδων λάμβαναν αποζημίωση από το Υπ. Περιθάλψεως ή από τους ίδιους τους πρόσφυγες εφόσον είχαν την οικονομική δυνατότητα. Ο Νικόλας Μιτζάλης αναφέρει ότι η επίταξη ακινήτων στοίχισε στο κράτος 1.043.139,90 δρχ., χωρίς όμως να διευκρινίζει το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται (Μιτζάλης 2008: 139-140).
Η απόφαση της επίταξης δεν φιλοδοξούσε να απαντήσει στο στεγαστικό πρόβλημα παρά μόνο εντελώς προσωρινά. Η συνεχιζόμενη προσφυγική εισροή, σε συνδυασμό με την αδυναμία των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως να αντεπεξέλθουν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της ανθρωπιστικής κρίσης που είχε ξεσπάσει και τη διατήρηση της αστάθειας και της έντασης στην πολιτική ζωή, οδήγησαν την Επαναστατική Επιτροπή στην απόφαση παραχώρησης απόλυτης ελευθερίας δράσης στον Υπουργό Περιθάλψεως. Η συνεχής προσφυγική εισροή είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή ανατροφοδότηση των υπαίθριων καταυλισμών, στις περιπτώσεις που οι αρχικοί ένοικοι μεταφέρονταν σε στεγασμένους χώρους ή σε προσωρινά καταλύματα, ή την επέκταση τους, όταν οι νεοαφιχθέντες συνωστίζονταν δίπλα στους υπόλοιπους. Επιπλέον νέες επιτάξεις κτιρίων ανακοινώνονταν καθημερινά. Ο αριθμός των προσφύγων δεν ήταν αντίστοιχος με τις διαθεσιμότητες της στέγης ακόμη και στις περιπτώσεις που οι αφιχθέντες είχαν την δυνατότητα να καλύψουν τα έξοδα της διαμονής τους. Στις 19 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η υπουργική απόφαση «Περί μέτρων διά την εν Αθήναις και Πειραιεί συρροήν προσφύγων εκ Μικράς Ασίας κλπ.». Σύμφωνα με την απόφαση, οι ξενοδόχοι μπορούσαν να τοποθετήσουν «κλίνας συνωστισμού», ενώ όφειλαν να εισπράττουν χαμηλό αντίτιμο για τις υπηρεσίες που προσέφεραν.
Μερικές μέρες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922, ο Απόστολος Δοξιάδης «ενετάλη να προβή δικτατορικώ δικαιώματι εις την εντός οκτώ ημερών στέγασιν των προσφύγων». Επιπλέον, σχολικά κτίρια επιτάχθηκαν, τα θέατρα Ολύμπια και Εθνικό προστέθηκαν στα ήδη επιταγμένα Δημοτικό και Βασιλικό, ενώ ακόμη και οι χαρτοπαικτικές λέσχες χρησιμοποιήθηκαν για να στεγάσουν τους πρόσφυγες που δεν είχαν τη δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους τις οικογένειές τους. Η απόφαση της επίταξης μετατράπηκε σε νόμο στα τέλη Νοεμβρίου δίνοντας στον Υπουργό Περιθάλψεως τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει. Με αφορμή τη δημοσίευση του Νόμου και την πίστη του ότι η λύση του προβλήματος ήταν άμεση, ο Υπουργός Περιθάλψεως, επισήμαινε ότι ο μεγαλύτερος όγκος των προσφύγων είχε ήδη στεγαστεί. «Πάντες οι ευρισκόμενοι πρόσφυγες εστεγάσθησαν και εγκατεστάθησαν αλλά βεβαίως ουχί κατά πάντας τους νόμους και τους κανόνας της υγιεινής και της ευμάρειας. Λαμβανομένου τούτου υπ’ όψιν, δυνάμεθα να είπωμεν ότι ουδείς πρόσφυξ είναι ήδη άστεγος, εκτός εκατοντάδων τινών κινουμένων προσφύγων, οίτινες είνε τοιούτοι, διότι έρχονται εκ των επαρχιών άνευ αδείας του υπουργείου και της αρμοδίας αστυνομικής αρχής».
Στο λιμάνι του Πειραιά, στο κέντρο της πόλης και στους γειτονικούς συνοικισμούς, είχαν δημιουργηθεί δεκάδες προσφυγικοί καταυλισμοί. Ο Henry Morgenthau δεν συμμεριζόταν την ικανοποίηση, δεδομένων των συνθηκών, του Υπουργού Περιθάλψεως. «Στον Πειραιά η ακτή είχε καταληφθεί από το άθλιο στρατόπεδο χιλιάδων άλλων προσφύγων». «Η αθλιότητα είναι πάντα γραφική κι αυτή είναι η μόνη θλιβερή αρετή της ανθρώπινης δυστυχίας. Παπούτσια φτιαγμένα από πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων ήταν το μοναδικό υπόδημα των προσφύγων. Τα φτιαγμένα από αλευρόσακκους ρούχα ήταν μια μόδα γεννημένη απ’ την ανάγκη που διεκδικούσε άγρια τα πρωτεία από τα φτιαγμένα από λινάτσα ή από συρραμμένα κουρέλια ρούχα. Ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει κανείς ακόμα και τα πιο απλά σκεύη. Οι τενεκέδες χρησίμευαν ως κατσαρόλες και σκουριασμένα καρφιά ως βελόνες, ενώ μια πραγματική βελόνα ήταν μια τόσο σπάνια πολυτέλεια για τους πρόσφυγες όσο είναι και για τους Εσκιμώους». (Morgenthau 1994: 92). Παρά το μέτρο της επίταξης, τα καταλύματα συνέχιζαν να μην επαρκούν. Η μετακίνηση των προσφύγων φάνταζε η μόνη αποτελεσματική λύση για την αποσυμφόρηση και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής. Στο πλαίσιο αυτό διετάχθη η αραίωση των συγκεντρωμένων προσφύγων από τον Πειραιά, στις 30 Σεπτεμβρίου.