Θεόφιλος Χαρδαλούπας, μετανάστης στο Μόναχο 1965-1975
Πόλη
Περίοδος Μετακίνησης
Αφηγήσεις Πόλης
Χρονολογία
Ετικέτα
Κατηγορία
Πλήρης Περιγραφή
Ο Θεόφιλος Χαρδαλούπας γεννήθηκε στα 1939 στον Πλάτανο Αλμυρού του Νομού Μαγνησίας, σε μία πολύτεκνη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος και η μητέρα του φρόντιζε το νοικοκυριό. Αποκτούν οκτώ παιδιά, εκ των οποίων τα δύο –δίδυμα– πέθαναν, όταν ακόμα ήταν βρέφη. Η οικογένεια μεγαλώνει αρχικά στον Πλάτανο τα έξι παιδιά και στις αρχές της δεκαετίας του 1940 μετακομίζει, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα, σε ένα γειτονικό χωριό, το Αερινό. Εκεί μένει για ένα διάστημα δυο-τριών ετών και στη συνέχεια εγκαθίσταται μόνιμα στον Βόλο. Στον Βόλο βρίσκονται κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, όταν, για πολιτικούς λόγους, ο πατέρας απολύθηκε από τον Σιδηρόδρομο. Έκτοτε ασκεί διάφορες εργασίες -αγροτικές κυρίως- και αναζητά οποιασδήποτε που θα του εξασφάλιζε το μεροκάματο, ώστε η πολυμελής οικογένεια να μπορέσει να επιβιώσει.
Η οικογένεια με τον ερχομό της στην πόλη αναζητά στέγη στις περιοχές και στις γειτονιές της, όπου αυτή ήταν φτηνή. Περιοχές προσφυγικές και λαϊκές, στις οποίες κατοικούσαν και άλλοι εσωτερικοί μετανάστες. Αρχικά, διαμένει στην περιοχή του Κουφόβουνου, στη Νέα Ιωνία. Από εκεί πηγαίνει στην λαϊκή συνοικία της Νέας Δημητριάδας στα ανατολικά της πόλης και στη συνέχεια στην περιοχή των «παραγκών», δηλαδή στον προσφυγικό συνοικισμό της Ιωλκού. Τελικά, εγκαθίσταται στην περιοχή της Καλλιθέας, στο βόρειο μέρος της πόλης που γειτνίαζε με τον συνοικισμό Ιωλκού. Εκεί η οχταμελής οικογένεια θα μείνει –περίπου για οκτώ χρόνια– σε ένα κτήμα το οποίο ανήκε σε έναν πρώην επιστάτη του πατέρα την εποχή που εκείνος δούλευε στον σιδηρόδρομο. Ο επιστάτης παραχωρεί το κτήμα στην οικογένεια προκειμένου αυτή να στεγαστεί στο λιτό οίκημα που υπήρχε μέσα σε αυτό και αποτελούνταν από ένα δωμάτιο και μία κουζίνα, υπό την προϋπόθεση να το φροντίζει και να το επιβλέπει.
Ο Θεόφιλος περνά εκεί τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια. Ολοκληρώνει το δημοτικό σχολείο. Οι οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας αποτελούν φραγμό για τη συνέχεια της εκπαίδευσής του. Παρόλα αυτά, η μεγαλύτερη αδελφή του, η Χαρίκλεια, η οποία τότε εργαζόταν στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγου, τον ενθαρρύνει και τον στηρίζει οικονομικά προκειμένου να δώσει εξετάσεις στην Εμπορική Σχολή η οποία λειτουργούσε εκείνη την περίοδο (δεκαετία 1950) στην πόλη. Ο Θεόφιλος δεν θα καταφέρει, ωστόσο, να εισαχθεί. Έτσι, στην ηλικία των έντεκα ετών αρχίζει να εργάζεται ως σερβιτόρος, δουλειά την οποία εξασκεί μέχρι τα δεκαεννέα του χρόνια, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Με την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας επιστρέφει στον Βόλο, αλλά δεν θέλει να εργαστεί ξανά ως σερβιτόρος, επιθυμία που εκμυστηρεύεται στην αδελφή του.
«Δεν θέλω να γίνω γκαρσόν, δεν θέλω πλέον γκαρσόν… έλεγα στην αδελφή μου. Γιατί η παιδική μου ηλικία… τα νιάτα τα δεκαπεντάχρονα και δεκαοκτάχρονα, δεν γνώρισα καθόλου γιατί εργαζόμουν από το πρωί στις 10 μέχρι το βράδυ στις 12! Προσωπική ζωή δεν υπήρχε!»
Με την οικονομική βοήθεια της αδελφής του ανοίγει, στα 1962, κοντά στο εργοστάσιο Ματσάγγου, στο οποίο εργαζόταν η τελευταία, ένα μικρό εμπορικό κατάστημα με γυαλικά. Το διατήρησε για δύο χρόνια, καθώς το κεφάλαιο που διέθετε ήταν ισχνό και δεν του επέτρεπε να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις, τα έξοδα και στον ανταγωνισμό με τα άλλα ομοειδή καταστήματα. Τότε, ίσως, χωρίς να το αναφέρει ο ίδιος, να σκέφτηκε για πρώτη φορά την προοπτική της Γερμανίας, στην οποία είχαν ήδη μεταναστεύσει ο μεγαλύτερός του αδελφός μαζί με την σύζυγό του.
«Ο μεγάλος μου αδελφός, ο Χρήστος, είχανε πάει στη Γερμανία. Το ΄63 πήγανε [σημ. δική μου 1963]. Εκεί γνωρίσανε κάποιον βολιώτη, τον οποίο κάνανε συνοικέσιο για την αδελφή μου, την μεγάλη [σημ. δική μου η οποία μέχρι τότε δούλευε στον Ματσάγγο]. Ήρθε αυτός, η αδελφή μου τον είδε…, να μην μείνω γεροντοκόρη κτλ. τον παντρεύτηκε. Έφυγε και αυτή για τη Γερμανία. Δηλαδή ο αδελφός μου με τη νύφη μου και η αδελφή μου με τον γαμπρό μου ήτανε στη Γερμανία… Μετά από αυτούς με κάνανε και εμένα πρόσκληση! Πρόσκληση μου έκανε ο αδελφός μου για να πάω σ’ ένα εργοστάσιο που γνώριζε, που είχε καλά λεφτά κτλ.»
Τον Αύγουστο του 1965 ο Θεόφιλος, μετά την πρόσκληση του αδελφού του, η οποία ήταν απαραίτητη εφόσον ήθελε να εργαστεί στη Γερμανία και έχοντας πάρει τα σχετικά έγγραφα από το αρμόδιο γραφείο της Νομαρχίας, βρίσκεται στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού του Βόλου, κρατώντας στο χέρι μία μικρή βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα, έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι της μετανάστευσης με προορισμό τον σταθμό του Μονάχου:
«Υπήρχε κόσμος και κοσμάκης μέσα στο τρένο, πράγμα το οποίο δεν υπήρχε κρεβάτι να ξαπλώσουμε γιατί οι ώρες ήταν πάρα πολλές… Φύγαμε από εδώ γύρω στις 10 και όλη την ημέρα και όλη την νύχτα… φτάσαμε το πρωί στον σταθμό του Μονάχου. Εκεί με περίμεναν τα παιδιά, ο αδελφός μου, η νύφη μου…»
Η στιγμή του αποχωρισμού έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. Συγκινησιακά φορτισμένος και με δάκρυα στα μάτια φαίνεται να την ξαναζεί καθώς την αφηγείται:
«Στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, γιατί όλοι κλαίγαμε. Γιατί ξέρεις, εδώ που τα λέμε, ήμουν και αγαπητός… στους γονείς μου και προπαντός στη μάνα μου… κόσμος πολύς… και εγώ θυμάμαι ήταν η μάνα μου, ‘παιδί μου δεν θα σε ξαναδώ’ και το ένα και το άλλο… καταλαβαίνεις τώρα… τα αισθήματα ήταν πάρα πολύ βαριά… θυμάμαι τώρα τη μάνα μου…»
Στον σταθμό του Μονάχου τον περίμεναν τα αδέλφια του. Εκείνα τον οδηγούν στο κατάλυμα που θα έμενε το πρώτο διάστημα. Επρόκειτο για χώρο που παρείχε το εργοστάσιο στους μετανάστες που έφταναν για να εργαστούν σε αυτό. Τα καταλύματα αποτελούνταν από ξεχωριστές αίθουσες. Η καθεμία διέθετε δώδεκα κρεβάτια, όσοι ήταν και οι μετανάστες που την μοιραζόταν. Ο Θεόφιλος συγκατοικεί μαζί με άλλους δέκα Έλληνες που κατάγονταν από την Καρδίτσα και με έναν από την Κατερίνη. Παρέμεινε εκεί για έναν χρόνο, όσο όριζε το συμβόλαιο που είχε υπογράψει, δουλεύοντας στη βαριά βιομηχανία, σε εργοστάσιο το οποίο παρήγαγε μηχανές τρένων και πλοίων.
«Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ και στη γλώσσα, γιατί δεν ήξερα και ήταν λίγο δύσκολο να συνεννοηθώ, αλλά ευτυχώς είχα Έλληνες διερμηνείς… ώσπου να μπορούμε… να μπούμε μέσα στη δουλειά…»
Καθώς δεν είναι ικανοποιημένος με τις απολαβές αναζητά αλλού εργασία. Τη βρίσκει σε ένα εργοστάσιο παραγωγής μπύρας, μία από τις μεγαλύτερες ζυθοποιίες του Μονάχου, μένοντας σε αυτό μόλις δύο μήνες. Η επόμενη δουλειά του στο Μόναχο θα είναι σε ένα εργοστάσιο το οποίο παρήγαγε πλεκτά ενδύματα. Εκεί δουλεύει ήδη η αδελφή του, η οποία αρχικά εργαζόταν στο εργοστάσιο της Siemens και λίγο καιρό πριν είχε προσληφθεί σε αυτό. Εκείνη τον προτείνει στον υπεύθυνο πρόσληψης, ενημερώνοντας τον Θεόφιλο για τις καλύτερες απολαβές και τις συνθήκες εργασίας. Στο εν λόγω εργοστάσιο, το οποίο είναι και το τελευταίο που θα εργαστεί, θα περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της επαγγελματικής του ζωής στη Γερμανία, παραμένοντας συνολικά οκτώ χρόνια.
«Στο εργοστάσιο δούλευαν 550 γυναίκες και 50 άνδρες… Οι δουλειές που δούλευα… ήμουνα στο κοφτήριο… πλέκανε τέσσερα κομμάτια στις μηχανές, πλεκτήριο, ήταν γυναίκες που τα ενώνανε αυτά και εμείς θέλαμε να κάνουμε σχέδια, στρόγγυλο, ανοιχτό, διάφορα τέτοια και ήμουν σε αυτή τη δουλειά… Μετά από μία βδομάδα στη δουλειά, μου λένε θα μπεις στο «ακόρντε», «ακόρντε» ήταν η εργολαβία, που έπρεπε ό,τι βγάλω να πληρωθώ… και έτσι κέρδιζα περισσότερα… Στο τμήμα ήταν 20 γυναίκες και δύο άνδρες… Ο επιστάτης ήταν Γερμανός… Στο εργοστάσιο, αν ήμασταν 600 άτομα, ήμασταν 50 Έλληνες, 5-6 Σέρβοι, Τούρκοι δύο, ένα ανδρόγυνο και 4 Πολωνοί… οι άλλοι ήταν Γερμανοί… Στην αρχή αυτές [οι Γερμανίδες στο εργοστάσιο] μάς έβλεπαν με καλό μάτι… Επειδή όμως θέλανε και κουβέντα και κουτσομπολιό, δεν δουλεύανε όπως εμείς… πέρνανε τα έξι, επτά, οκτώ μάρκα και ήτανε ευχαριστημένες… ενώ εμείς δουλεύαμε για 12 και 15 μάρκα την ώρα… και δεν μας βλέπανε με καλό μάτι… μερικές δεν μας χωνεύανε καθόλου, γιατί δουλεύαμε ‘ακόρντ’, ‘ακόρντ’…. ‘λεφτά’, ‘λεφτά’ ‘τι θα τα κάνετε;’ » επαναλαμβάνει προσπαθώντας να μιμηθεί τα λόγια, το περιφρονητικό και επικριτικό ύφος των Γερμανίδων συναδέλφων του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, από το 1965 μέχρι το 1975, ο Θεόφιλος διατηρεί επαφή και επικοινωνία με τους γονείς του στην Ελλάδα, μέσω αλληλογραφίας και τηλεφώνου. Μία φορά η μητέρα του κατάφερε, μάλιστα, να επισκεφτεί τον ίδιο και τον αδελφό του και παρέμεινε μαζί τους για ένα μεγάλο διάστημα. Θυμάται τη ζωή έξω από το εργοστάσιο, τον ελεύθερο χρόνο για διασκέδαση, ο οποίος περιοριζόταν αυστηρά στο Σαββατοκύριακο, τα φλέρτ με τις νεαρές Ελληνίδες μετανάστριες, αλλά και με Γερμανίδες συναδέλφισσες μέσα στο εργοστάσιο, τις συναντήσεις και τα οικογενειακά γλέντια μαζί με Έλληνες φίλους σε σπίτια, τα ταξίδια που έκανε μαζί με τα αδέλφια του σε γειτονικές χώρες, τις φιλίες που δημιούργησε στο Μόναχο με μετανάστες από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και με μετανάστες που κατάγονταν από άλλες χώρες, φιλίες τις οποίες –λίγες- διατήρησε και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα.
«Κάθε Κυριακή υπήρχε σινεμά ελληνικό. Έπαιζε έργο ελληνικό. Μαζευότανε όλοι οι Έλληνες… Εκεί κοντά ήταν τα σπίτια όπου έμεναν οι κοπέλες [μετανάστριες] του εργοστασίου της Siemens… και γινότανε το νυφοπάζαρο… Κάθε Κυριακή εκεί… δηλαδή μετά από εκεί πηγαίναμε για καφέ… Η διασκέδασή μας ήταν μόνο Σάββατο βράδυ, πηγαίναμε σε κέντρα, χορεύαμε… τις άλλες μέρες από τις έξι ώρα ήμασταν στο σπίτι… σηκωνόμασταν στις 5 ώρα το πρωί. Η διασκέδασή μας ήταν αυτή. Ο σινεμάς την Κυριακή και το Σάββατο που πηγαίναμε σε κανένα κέντρο και διασκεδάζαμε…»
Ο Θεόφιλος θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1975 ακολουθώντας πάλι τον δρόμο που πήραν λίγο νωρίτερα τα αδέλφια του, όπως είχε συμβεί και στο πρώτο ταξίδι με την αντίθετη τότε κατεύθυνση. Επιστρέφει στην πόλη από την οποία έφυγε και ζει σε αυτή μέχρι σήμερα. Για άλλη μια φορά οι ισχυροί οικογενειακοί και φιλικοί δεσμοί δημιουργούν δίκτυα τα οποία τον βοηθούν να ξεκινήσει εκεί μία νέα επαγγελματική ζωή, η οποία θα είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη. Με τη βοήθεια της αδελφής του και πάλι αγοράζει ένα μικρό εργαστήριο κατασκευής κορνιζών. Η επιδεξιότητα στα χέρια του και η εμπειρία από την παραμονή του στο πλεκτήριο του Μονάχου φαίνεται να τον βοήθησαν σημαντικά, σε συνδυασμό με τους γνωστούς, συγγενείς και φίλους που ξανασυνάντησε στον Βόλο και στήριξαν το επιχειρηματικό του εγχείρημα. Τα χρόνια στη Γερμανία μοιάζει να τα θυμάται με νοσταλγία. Ο μηχανισμός της μνήμης για άλλη μια φορά μοιάζει να λειτουργεί σαν φίλτρο που απωθεί τις αρνητικές εμπειρίες και διατηρεί ζωντανά τις όμορφες θύμησες.
Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία
Προφορική συνέντευξη Θεόφιλου Χαρδαλούπα στον Θανάση Μπέτα στις 18/7/2022